Εἶχα κάποτε μίαν γιαγιά, πολὺ ἄξια, ἱκανή καὶ δραστήρια.
Ὅταν ἦταν περίπου 60-65 ἐτῶν, κι ἐν ᾦ μάζευε ἐλιές ἀνεβασμένη σὲ ἕνα δένδρο, σπάει τὸ κλαδί καὶ ἡ γιαγιά εὑρέθῃ μὲ ἔνα θρυμματισμένο πόδι. Ἀπὸ τότε, κι ἔως τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου της, βογγοῦσε, ὑποστηριζόταν ἀρχικῶς ἀπὸ Π κι ἐν συνεχείᾳ ἀπὸ μπαστούνι (τὴν περιβόητο «κατσουνίκα») καὶ ἐγκρίνιαζε μὲ κάθε εὐκαιρία.
Κάποιαν στιγμή, κουρασμένη ἀπὸ τὴν διαρκή της γκρίνια, τῆς λέω:
«Γιαγιά, πάω νὰ ἀνοίξω ἕναν λᾶκκο γιὰ νὰ σὲ χώσουμε. Δὲν ἀντέχεσαι καὶ δὲν ἀντέχεις!»
Δὲν μπορεῖτε νὰ φαντασθεῖτε φυσικὰ τὸ τί ἐπηκολούθησε. Βρισιές, κατᾶρες, ἀπειλές, φωνές, τσιρίδες καὶ στὸ τέλος τὸ καταπληκτικό: «Νὰ πᾶς ἐσὺ νὰ χωθῇς στὸν λᾶκκο. Ἐγὼ ἔχω χρόνους ἐμπρός μου!»
Καί πράγματι εἶχε. Μόνον ποὺ ἐξακολουθοῦσαν οἱ χρόνοι της νὰ εἶναι μαῦροι κι ἄραχνοι ἀπὸ γκρίνια, πόνους καὶ δυσκολίες στὴν κίνησι. (Βέβαια, οὐδεὶς πόνος τὴν ἐμπόδιζε ἀπὸ τὸ νὰ παραμένῃ ἀεικίνητη! Δὲν ξέρω πῶς τὸ κατάφερνε!)
Γιατί σᾶς διηγήθηκα αὐτό τὸ περιστατικό;
Διότι συνέβῃ κάτι πρὸ δύο ἡμερῶν ποὺ μοῦ τὸ θύμισε!