Ἀριστοτέλης (σχόλια)

Ὁ νοῦς, τελειοῦται μεταβαίνων ἐκ δυνάμεως εἰς ἐνέργειαν.
Ὅτι εἶναι δύναμις ἀποδείκνυται ἐκ τούτων, ὅτι οὖτε πάντοτε νοεῖ, οὖτε τὰ αὐτὰ νοεῖ πάντοτε, ἀλλὰ ἄλλοτε ἄλλα καὶ, ὅταν συνεχῶς νοῇ, ἀποκάμνει.
Οὕτως ὁ νοῦς οὐσίαν καὶ μορφήν ἔχει ταύτην, ὅτι δύναται νὰ περιλάβῃ πᾶσας τὰς ἄλλας μορφᾶς.
Καὶ ἄν μὴ διέμενε τοιαύτη δύναμις, ἀλλ᾿ εἶχεν ἰδίαν ὡρισμένην μορφήν, ἕν ἀποκλειστικὸν εἶδος, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ μεταβαίνῃ ἐκ μίας εἰς ἄλλην ἐνέργειαν καὶ νὰ δέχηται πάντα τὰ εἴδη, διότι τὸ ἰδιαίτερον ἐκεῖνο εἶδος του θὰ ἠμπόδιζε καὶ θὰ ἀντέφραττε τὰ ἄλλα ὡς ἀλλότρια.
Συνέχεια

Ἀρμονία.

Ἡ γνῶσις μεταβιβάζεται εἰς τοὺς ἀγνοὺς καὶ καθαρούς, εἰς τοὺς ἀξίους καὶ ἰκανοὺς διὰ νὰ συνεχίσουν τὴν πορείαν τῆς ψυχῆς των πέραν τοῦ περιβάλλοντος τῆς Γῆς: Συνέχεια

Ἀριστοτέλης. Ἠθικὰ Νικομάχεια. Ἀγαθά.

Τὰ ἀγαθά εἶναι δύο εἰδῶν, καὶ τὸ μὲν ἕνα εἶδος εἶναι τὰ καθ’ ἑαυτά, τὸ δὲ ἄλλο εἶναι ὅσα ὑπάρχουν πρὸς χάριν τούτων.
Θὰ προσπαθήσωμεν νὰ διαχωρίσωμεν τὰ καθ’ ἑαυτὰ ἀπὸ τὰ χρήσιμα καὶ νὰ ἐξετάσωμεν ἄν ὑπάγονται εἰς μὶαν κατηγορίαν.
Ἠμποροῦμεν νά θεωρήσωμεν ὡς καθ’ ἑαυτά, παρά ὅσα καί ἐπιδιώκονται μεμονωμένα, καθώς π.χ. ἡ φρόνησις καί ἡ ὅρασις καί μερικαί ἠδοναί καί τιμαί; Διότι αὐτά, ἄν καὶ τὰ επιδιώκομεν καὶ πρὸς χάριν ἄλλου πράγματος, ὅμως ἠμποροῦμεν νὰ τὰ θεωρήσωμεν ὡς καθ’ ἑαυτὰ ἀγαθά. Συνέχεια

Ὕλη.

Εἶναι ἕν τῶν συστατικῶν τῆς Οὐσίας.
Τὸ ἕτερον συστατικὸν εἶναι τὸ εἶδος ἤ ἡ μορφή, ἥτις μετὰ τῆς ὕλης ἀποτελεῖ τὸ πραγματικὸν Ὄν.
Δὲν πρέπει ὅμως νὰ νοῶμεν τὴν αἰσθητὴν μόνον ὕλην, ἦν ἔχουσι τὰ αἰσθητά.
Διότι καὶ ἐπὶ τῶν νοητῶν διακρίνομεν ὕλην καὶ εἶδος· πχ. Αἱ ἔννοιαι καὶ αἱ προτάσεις εἶναι ἡ ὕλη τοῦ συλλογισμοῦ.
Συνέχεια

Περὶ Ἐλευθερίας.

Ὁ  Ζεύς, λέγει ὁ φιλόσοφος ποιητὴς Ὅμηρος, ὑστερεῖ τὸ ἥμισυ τοῦ λογικοῦ ἀπὸ ἕνα λαὸν ὑποδουλωμένον, εἰς τρόπον ὅπου γίνεται ἀντιληπτός, ὅτι ἐνόμιζεν τοὺς δούλους νὰ εἶναι μιᾶς διαφορετικῆς φύσεως, καὶ πολλὰ κατωτέρας ἱκανότητος ἀπὸ τοὺς ἐλευθέρους.
Τόσον δὲ ἀναγκαίαν τὴν ἐλευθερίαν ἔκρινε εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὅπου χωρὶς αὐτὴν δὲν μποροῦσε νὰ ὀνομασθῇ ἄνθρωπος.
Ἡ ἐλευθερία λοιπόν, ὦ Ἕλληνες, εἰς ἡμᾶς εἶναι, ὡς ἡ ὅρασις εἰς τοὺς ὀφθαλμούς.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἐλεύθερος, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίσῃ τὴν διαφοράν του ἀπὸ τὸν δοῦλον, καὶ ἐξακολούθως εἶναι ἀναγκαῖον πρᾶγμα εἰς τὸν δοῦλον νὰ γνωρίσῃ τὴν ἐλευθερίαν, διὰ νὰ μισήσῃ τὴν δουλείαν, καὶ νὰ τὴν ἀποστραφῇ.

Συνέχεια

Ὅποιος λατρεύει τὸ πᾶν, λατρεύει καὶ τὸ μέρος.

Ὅποιος λατρεύει τὸ πᾶν, λατρεύει καὶ τὸ μέρος.
Ἐάν αὐτὸς λατρεύῃ μόνον μίαν προσωπικότητα, ὅσον ἰσχυρᾶ καὶ ἀγαθὴ καὶ ἀν εἶναι αὐτή, ὑποτιμᾷ τὸ Σύνολον.
Αὐτὸς ποὺ λατρεύει τὴν Φύσιν καὶ τὸ φῶς της, θαυμάζει, ἀγαπᾷ καὶ σέβεται κάθε συνειδητὸ «ἐγώ» ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς φύσεως.
Εἶναι ἐραστής τῆς ἀληθείας καὶ αὐτὴν ἀναζητᾷ εἰς ὅλον τὸν ἐπίγειον βίον του, αὐτήν ἀκολουθεῖ καὶ αὐτήν διδάσκει. Συνέχεια