Τὸ 1847 ἡ τότε (ἂς ποῦμε) ἑλληνικὴ κυβέρνησις ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀπαγορευθῇ ἡ καύσις τοῦ Ἰούδα τὴν Μεγάλη Παρασκευή, διότι ὁ Τζέημς Μάγιερ Ῥοθτσάιλντ, μαζὺ μὲ τοὺς τοκογλυφικούς του δανεισμούς, θὰ ἐπεσκέπτετο τὴν χώρα καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ γίνῃ μάρτυς ἐνὸς ἀντί-ἑβραϊκοῦ ἐθίμου. Βέβαια ἡ καύσις τοῦ Ἰούδα, γιὰ πολλοὺς αἰῶνες, δὲν ἀντιμετωπίζετο ὡς «ἀντί-ἑβραϊσμός», παρὰ μόνον σὰν ὑπέρμετρος χριστιανισμός, ποὺ τιμωροῦσε (ναί, μὲ αὐτὸν τὸν ἀκραῖο τρόπο) τὸν Ἰούδα.
Ἐν τούτοις, εἰδικῶς ἐκείνην τὴν περίοδο, ποὺ περιμέναμε τὰ μπικικίνια τῶν Rothschild, μέσῳ τῶν ὁποίων θὰ μᾶς ἁλυσόδεναν γιὰ (τοὐλάχιστον ἀκόμη) δύο αἰῶνες, ἦταν, γιὰ τοὺς τύπους, ἀναγκαία. Καί, τελικῶς, ἡ κυβέρνησις ἀπεφάσισε νὰ ἀποσιωπήσῃ (ἢ ἴσως καὶ νὰ ἀκυρώσῃ) τὴν ἀναπαραγωγὴ τοῦ ἐν λόγῳ ἐθίμου. Κι ἔτσι ἀκριβῶς συνέβη. Ἡ ἐντολὴ ἦταν σαφής: ἀπηγορεύθη ἡ καύσις τοῦ Ἰούδα γενικῶς στὴν Ἀττική. Συνέχεια →
Like this:
Like Loading...