Ἡ Ἑλλὰς ποὺ φεύγει
Βρίσκομαι στὴν ἀνάγκη νὰ ἀρχίσω μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό μου: Μεγάλωσα σὲ ἕνα κομμάτι τῆς Ἑλλάδος, στὸ ὁποῖο ὁ ἀπόηχος τῶν γεγονότων τοῦ 1821 παρέμενε ἰσχυρὸς καὶ ἐπεσκίαζε ὁποιανδήποτε ἄλλη ἱστορικὴ ἀνάμνηση. Μιλώ, βέβαια, ὄχι μόνο γιὰ τὴν Ἀττικὴ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ἀνατολικὲς ἀκτὲς τοῦ Μοριᾶ μας καὶ -κυρίως- γιὰ αὐτὰ τὰ μοναδικά, ὑπέροχα στὴν παράδοξη καὶ κάποτε ἄγρια ὀμορφιά τους, μικρόνησα τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ. Ἐκεῖ λοιπόν, μέχρι καὶ τὰ μέσα τοῦ Κ΄ αἰώνα ἐπικρατοῦσαν τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων ποὺ σφυρηλάτησαν τὴν ναυτικὴ παράδοση τῆς Νεωτέρας καὶ Συγχρόνου Ἑλλάδος. Στὸ σπίτι, πράγματι, ὅπου περνοῦσα τὰ καλοκαίρια ἤταν χαραγμένη ἡ χρονολογία ἀνεγέρσεώς του: 1829. «Γιατί τὸ 1829;» ῥωτοῦσα μικρὸς ἐγώ. «Ἐπειδὴ τότε ἐλευθερώθηκε ὁ τόπος μας καὶ οἱ πρόγονοί μας μπόρεσαν νὰ κατεβοῦν ἀπὸ τὸ βουνὸ κοντὰ στὴν θάλασσα», ἔπεφτε τσεκουράτη ἡ ἀπάντησις. Καὶ ἀκολουθοῦσε ἀκόμη πιὸ κοφτὴ ἡ σύστασις: «Χώνεψέ το αὐτὸ καὶ μὴ ξαναρωτᾶς!» Συνέχεια →