Ὁ πατέρας μου εἶναι παιδὶ τῆς κατοχῆς. Ἡ ἀδελφή του ἦταν παιδὶ τοῦ ἐμφυλίου. Ἐχάθη. Ὅπως ἐχάθησαν καὶ χιλιάδες ἄλλα παιδιά, τῶν ὁποίων οἱ γονεῖς ἐτελείωσαν εἶτε στὸν ἐμφύλιο, εἶτε στὴν κατοχή, δίχως ποτὲ νὰ μάθουν οἱ δικοί τους τὸ ἐὰν ζοῦν ἤ ἐὰν κι αὐτὰ κάπου, κάπως ἐτελείωσαν…
Ὑπῆρχαν πάντα ἀρκετὲς ἐνδείξεις γιὰ τὴν ἐπιβίωσι τῆς θείας μου ἀλλὰ οὐδέποτε ἀρκετὰ στοιχεῖα γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ πιάσουμε ἀπὸ κάπου τὴν ἄκρη τοῦ νήματος καὶ νὰ μάθουμε περισσότερα. Στὴν περιοχὴ τῆς ἐξαφανίσεώς της ὑπάρχουν καταγεγραμμένες ἐπίσης περισσότερες ἀπὸ δύο χιλιάδες ἐξαφανίσεις παιδιῶν, κάθε ἡλικίας. Πῶς κι ἀπό ποῦ ὅμως νά ἀρχίσουμε τήν ἔρευνα; Ἔζησε ἤ ὄχι; Κι ἐάν ναί, ποῦ; Πῶς; Μέ ποιούς;
Ἑπτὰ δεκαετίες ἔχουν περάσῃ ἀπὸ τότε. Ποιός νοιάζεται; Ἔτσι κι ἀλλοιῶς γιὰ πολλὰ χρόνια ἴσχυε, σὲ ἕναν βαθμό, τὸ «ὁ θάνατός σου ἡ ζωή μου».
Κάποιαν στιγμὴ ὅμως πιστέψαμε πὼς αὐτὸ ἔπαυσε… Πὼς τέλος μὲ τὸ ἐμπόριο παιδιῶν… Πὼς ἀπὸ ἕνα σημεῖον καὶ μετὰ τὰ παιδιὰ θὰ παρέμεναν στὶς οἰκογένειές τους… Χά!!! Συνέχεια →