Θα κάνω μια μικρή εισαγωγή κατ’ αρχάς, αναλύοντας τη λέξη ”ορθοδοξία”, απαγκιστρωμένη από τη θρησκευτική έννοια που της έχει προσδοθεί, αστόχως κατ’ εμέ. Είναι εύκολα αντιληπτό, πως η λέξη είναι σύνθετη και τα δύο συνθετικά από τα οποία συντίθεται, είναι οι λέξεις: «ορθός/η» και «δοξασία/δοξάζω». Το «ορθός/η», όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει κυριολεκτικώς. Ενίοτε όμως, χρησιμοποιείται και μεταφορικώς, για να προσδώσει μια ορθολογιστική και λογική ιδιότητα. Θα το επεξηγήσω με ένα μικρό παράδειγμα. Ας εξετάσουμε τη φράση «ορθά μιλάς», προφανώς και δεν μπορεί να εννοούμε πως κάποιος μιλάει ορθά, δηλαδή υπό γωνία 90 μοιρών, και πως θα γινόταν άλλωστε; Άρα, εννοούμε πως μιλάει με επιχειρήματα λογικά τεκμηριωμένα, ορθολογιστικά, λέγοντας πως κάποιος ομιλεί ορθά.
Εν συνεχεία, θα αναφερθώ στο δεύτερο συνθετικό, τη λέξη «δοξα». Καθώς δεν γνωρίζω επακριβώς την ετυμολογία της λέξεως, απευθύνθηκα σε ανθρώπους αρμοδίους επί του θέματος. Παραθέτω την απάντηση που έλαβα: