Ὁ Νοῦς νοεῖ τὸν ἑαυτὸν του ὡς κράτιστος καὶ ἡ νόησὶς του εἶναι τῆς νοήσεως νόησις.
Δημιουργοῦνται ὁρισμέναι ἀπορίαι σχετικῶς μὲ τὸν νοῦν, διότι θεωρεῖται βέβαιον ὅτι εἶναι τὸ θεϊκότερον τῶν φαινομένων, ἡ ἀπορία ὅμως ποὺ προκύπτει εἶναι εἰς ποίαν κατάστασιν θὰ πρέπη νὰ εἶναι οὕτος διὰ νὰ ἠμπορῇ νὰ ἔχῃ τοιοῦτον χαρακτήρα, δημιουργεῖ ὁρισμένας δυσκολίας.
Διότι ἐάν δὲν νοεῖ τίποτα, τότε εἰς τὶ θὰ ἔγκειται τὸ ἰερὸν μεγαλεῖον του, ἐφ᾿ ὅσον θὰ ὁμοιάζῃ ὡς κοιμώμενος. Ἐὰν, δὲ, νοεῖ, ἀλλὰ ὡς ὅργανον ἄλλου, τὸτε, δεδομένου ὅ,τι ἀποτελεῖ τὴν οὐσίαν του δὲν εἶναι ἡ νόησις ἀλλὰ ὁρισμένη δύναμις, δὲν θὰ εἶναι ἡ ἀρίστη οὐσία, καθὸ ἡ ἀξία του ἔγκειται εἰς τὴν νόησιν. Ἀκόμα, εἶτε ἡ οὐσία του εἶναι νοῦς εἶτε νόησις, τὶ εἶναι αὐτὸ ποῦ νοεῖ; Διότι ἤ νοεῖ τὸν ἑαυτὸν του, ἤ κάτι ἄλλο, ἐὰν νοεῖ κάτι ἄλλο, τὸτε ἤ (νοεῖ) πάντα τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ἤ κάτι διαφορετικόν. Συνέχεια →