Ἀριστοτέλης, «Μετὰ τὰ Φυσικά». (Ἀπόσπασμα)

Ὁ Νοῦς νοεῖ τὸν ἑαυτὸν του ὡς κράτιστος καὶ ἡ νόησὶς του εἶναι τῆς νοήσεως νόησις.

Δημιουργοῦνται ὁρισμέναι ἀπορίαι σχετικῶς μὲ τὸν νοῦν, διότι θεωρεῖται βέβαιον ὅτι εἶναι τὸ θεϊκότερον τῶν φαινομένων, ἡ ἀπορία ὅμως ποὺ προκύπτει εἶναι εἰς ποίαν κατάστασιν θὰ πρέπη νὰ εἶναι οὕτος διὰ νὰ ἠμπορῇ νὰ ἔχῃ τοιοῦτον χαρακτήρα, δημιουργεῖ ὁρισμένας δυσκολίας.
Διότι ἐάν δὲν νοεῖ τίποτα, τότε εἰς τὶ θὰ ἔγκειται τὸ ἰερὸν μεγαλεῖον του, ἐφ᾿ ὅσον θὰ ὁμοιάζῃ ὡς κοιμώμενος. Ἐὰν, δὲ, νοεῖ, ἀλλὰ ὡς ὅργανον ἄλλου, τὸτε, δεδομένου ὅ,τι ἀποτελεῖ τὴν οὐσίαν του δὲν εἶναι ἡ νόησις ἀλλὰ ὁρισμένη δύναμις, δὲν θὰ εἶναι ἡ ἀρίστη οὐσία, καθὸ ἡ ἀξία του ἔγκειται εἰς τὴν νόησιν. Ἀκόμα, εἶτε ἡ οὐσία του εἶναι νοῦς εἶτε νόησις, τὶ εἶναι αὐτὸ ποῦ νοεῖ; Διότι ἤ νοεῖ τὸν ἑαυτὸν του, ἤ κάτι ἄλλο, ἐὰν νοεῖ κάτι ἄλλο, τὸτε ἤ (νοεῖ) πάντα τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ἤ κάτι διαφορετικόν.

Ὑπάρχει, λοιπόν, κάποια διαφορὰ ἤ ὄχι ἐὰν νοῇ τὸ ὡραῖο ἤ οἱοδήποτε ἄλλο τυχαῖον πρᾶγμα;
Ἤ μήπως ὑπάρχουν μερικά πράγματα πού εἶναι ἀδιανόητον νά τά σκέπτεται;

Προφανῶς, λοιπὸν, νοεῖ τὸ πλέον θεῖον καὶ τὸ πολυτιμότερον πρᾶγμα, καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι πού δέν μεταβάλλεται, διότι (ἐκ τοῦ σημεὶου τοὺτου καὶ πέραν) ἡ μεταβολὴ εἶναι πρὸς τὸ χειρότερον, καὶ βεβαίως τοιοῦτο θὰ ἦτο ἤδη κίνησις. Πρώτιστον, λοιπόν, ἐὰν (ὁ νοῦς) δὲν εἶναι νόησις, ἀλλὰ δύναμις, εἶναι φυσικὸν νὰ εἶναι δι᾿ αὐτὸν ἐπίπονον πρᾶγμα ἡ συνεχὴς νόησις• ἔπειτα, εἶναι φανερὸν ὅτι κάτι ἄλλο θὰ ἦτο πολυτιμότερον καὶ ὄχι ὁ νοῦς, ἦτοι τὸ ἀντικείμενον τῆς νοήσεως.
Διότι ἡ διαδικασία καὶ ἡ ἐνέργεια τῆς νοήσεως θὰ ἀνήκη καὶ εἰς αὐτὸν ποὺ νοεῖ τὸ χειρότερον πρᾶγμα εἰς τὸν κόσμον, ἔτσι ὥστε, ἄν αὐτὸ ἠμπορῇ νὰ τὸ ἀποφεύγῃ τίς (διότι καλλίτερον εἶναι τινὰ πράγματα νὰ μὴν τὰ βλέπωμεν οὐδόλως), ἡ ἐνέργεια τῆς νοήσεως δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ εἶναι τὸ καλλίτερον πρᾶγμα. Τὸν ἑαυτὸν του, ἄρα, νοεῖ, ἄν ὅντως εἶναι τὸ πλέον σπουδαῖον πρᾶγμα, καὶ ἔτσι ἡ νόησίς του εἶναι νόησις της νοήσεως. Προφανῶς ὅμως, ἡ ἐπιστήμη, ἡ αἴσθησις, ἡ γνώμη καὶ ἡ διάνοια δευτερευόντως μόνον ἀναφέρονται εἰς ἑαυτοὺς.
Ἐπὶ πλέον, ἐὰν τὸ νοῶ καὶ τὸ νοοῦμαι εἶναι διαφορετικὰ πράγματα, ὡς πρὸς ποῖο ἐκ τῶν δύο θὰ ἀνήκη τὸ καλό; Πράγματι, τὸ νοοῦν δὲν ταυτίζεται μὲ τὸ νοούμενον. Ἤ μήπως εἰς ὁρισμένας περιπτώσεις ἡ ἐπιστήμη εἶναι τὸ πρᾶγμα; εἰς τὰς παραγωγικάς ἐπιστήμας ἡ οὐσία ἄνευ ὕλης καὶ τὸ τὶ ἦσαν νὰ εἶναι, καὶ εἰς τὰς θεωρητικάς ὁ ὁρισμὸς καὶ ἡ νόησις;

Ἀφοῦ, λοιπόν, τὸ νοούμενον καὶ ὁ νοῦς δὲν εἶναι διαφορετικὰ δι῾ ὅσα πράγματα εἶναι ἄνευ ὕλης, τὸτε (ὁ θεῖος νοῦς καὶ τὸ ἀντικείμενὸ του) θὰ ταυτίζονται, καὶ ἡ νόησις θὰ εἶναι ἕν μὲ τὸ νοούμενον. Ἀπομένει, βεβαίως, μία ἀπορία, δηλαδή «ἄν τὸ νοούμενον εἶναι σύνθετον» διότι (ἄν ἦτο, ἡ νόησις) θὰ ἠμποροῦσε νὰ μεταβάλλεται εἰς συνάρτησιν μετὰ διαφόρων μερῶν τοῦ ὅλου.
Ἤ μήπως ὅ,τι εἶναι ἄνευ ὕλης εἶναι ἀδιαίρετον «ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἀνθρώπινη νόησις», ἤ καλλίτερα ἡ νόησις τῶν συνθέτων πραγμάτων εἰς ὁρισμένας χρονικὰς περιόδους (διότι δὲν κατέχει τὸ καλὸν τὴν τᾶδε ἤ τὴν δεῖνα στιγμήν, ἀλλὰ κατέχει τὸ καλλίτερον ὅλων, εἶναι δὲ διαφορετικὸν αὐτῆς, εἰς ἄπαντα τὸν χρόνον), ἔτσι εἰς τὸν αἰώνα τὸν ἄπαντα ἡ νόησις νοεῖ ἑαυτὸν;!

Τᾶσος Γκολέμης

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply