Τὰ καινούργια μυτερά μου παπούτσια…

Περπατοῦσα στὸν δρόμο ἀμέριμνος , φορώντας τὰ καινούργια μου μυτερὰ παπούτσια .
Τὰ καμάρωνα! Τώρα πιὰ οἱ κατσαρίδες στὶς γωνιὲς δὲν θὰ εἶχαν κάποια τύχη.

Ὁ καιρὸς ἦταν ὑπέροχος, ὁ ἥλιος μὲ ἔλουζε καὶ μοῦ ἔδινε μία ἀπόκοσμο θεϊκὴ μορφή.
Ἕνα-δύο νεαρὰ κορίτσια πέρασαν ἐπίτηδες ἀπὸ τὸ ἀντίθετο πεζοδρόμιο στὸ δικό μου, γιὰ νὰ θαυμάσουν τὰ παπούτσια μου καὶ νὰ νοιώσουν λίγο ἀπὸ τὴν μαγεία μου.
Συνέχεια

Ὁ Ἐλύτης γιὰ τὸν Κάλβο.

Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία.
Συνέχεια

Ἤ τὰν ἤ ἐπὶ τᾶς.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν διαταγὴ ποὺ εἶχε δώσει στοὺς ἂνδρες τῆς μεραρχίας του, ὁ Διοικητὴς Ὑποστράτηγος Χαρ. Κατσιμῆτρος. Συνέχεια

Ὅταν φοβᾶσαι…


Ὅταν φοβᾶσαι, ὁ φόβος διακλαδώνεται σὲ ἀναρίθμητες γενεές καὶ ἐξευτελίζεις ἀναρίθμητες ψυχές μπροστά καὶ πίσω σου.
Ὅταν ὑψώνεσαι σὲ μἰα γενναία πράξη, ἡ ράτσα σου ὁλάκερη ὑψώνεται καὶ ἀντρειεύει…

Συνέχεια

Ῥέ, τί σοῦ ‘κανε ἡ Ἑλλάδα καί σέ πληγώνει;


Ὁ Γ. Σεφέρης διηγεῖται ἔνα περιστατικὸ ποὺ ἔτυχε στὸν Νῖκο Γκᾶτσο:
Συνέχεια

Ὁ ὅρκος τοῦ Γλαύκου

Ὁ ὅρκος τοῦ Γλαύκου«…θὰ σᾶς διηγηθῶ τί ἔγινε στὴν Σπάρτη κάποτε, ἐξαιτίας μιᾶς παρακαταθήκης. Ἐμεῖς οἱ Σπαρτιᾶτες λέμε πὼς ἔζησε στὴν Λακεδαίμονα, τρεῖς γενεὲς πρὶν ἀπὸ ἐμέ, ὁ Γλαῦκος, παιδὶ τοῦ Ἐπικύδου· ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς, ἐμεῖς ὑποστηρίζουμε ὅτι, καὶ κατὰ τὰ ἄλλα, κατεῖχε τὴν πρώτη θέση στὴν Σπάρτη καὶ ἰδιαιτέρως ἐγκωμιάζετο γιὰ τὴν δικαιοσύνη του· ἐθεωρεῖτο ὁ δικαιότερος Λακεδαιμόνιος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη· σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο συνέβησαν τὰ ἐξῆς: Ἐφθασε στὴν Σπάρτη ἕνας ἄνδρας ἀπὸ τὴν Μίλητο, ποὺ παρουσιάσυηκε στὸν Γλαῦκο καὶ τοῦ εἶπε: κατάγομαι ἀπὸ τὴν Μίλητο καὶ ἦλθα Γλαῦκε, γιὰ νὰ ἀπολαύσω τὴν δικαιοσύνη σου· ἀπεφάσισα λοιπὸν καὶ πούλησα τὴν μισὴ περιουσία μου καί, τὰ χρήματα ποὺ εἰσέπραξα, θὰ σοῦ τὰ παραδόσω νὰ μοῦ τὰ φυλᾷς ἐσύ.
Συνέχεια