Περπατοῦσα στὸν δρόμο ἀμέριμνος , φορώντας τὰ καινούργια μου μυτερὰ παπούτσια .
Τὰ καμάρωνα! Τώρα πιὰ οἱ κατσαρίδες στὶς γωνιὲς δὲν θὰ εἶχαν κάποια τύχη.
Ὁ καιρὸς ἦταν ὑπέροχος, ὁ ἥλιος μὲ ἔλουζε καὶ μοῦ ἔδινε μία ἀπόκοσμο θεϊκὴ μορφή.
Ἕνα-δύο νεαρὰ κορίτσια πέρασαν ἐπίτηδες ἀπὸ τὸ ἀντίθετο πεζοδρόμιο στὸ δικό μου, γιὰ νὰ θαυμάσουν τὰ παπούτσια μου καὶ νὰ νοιώσουν λίγο ἀπὸ τὴν μαγεία μου.
Συνέχεια