Ἐμβολιαστικὴ πολιτικὴἈφ’ ἧς στιγμῆς ἡ ἐπιστήμη συνεδέθη —τόσο στενά, ὄσο ποτέ— μὲ τὴν οἰκονομία, εἶναι ἀναμενόμενο πὼς οἱ ἄνθρωποι θὰ ἀμφισβητήσουν τὰ κίνητρα τῶν ἐπιστημόνων. Δὲν εἶναι ἔνδειξις ἀνορθολογισμοῦ, ἀλλὰ εὔλογος δυσπιστία. Ἡ δυσπιστία πρὸς τὰ ἐμβόλια ἀνθεῖ ἀποκλειστικὰ στὸν προηγμένο δυτικὸ κόσμο καὶ μάλιστα στὰ ὑψηλὰ μορφωτικὰ καὶ κοινωνικὰ στρώματα (σκεφθεῖτε πὼς στὴν Ἑλλάδα μόνον τὸ 18% τοῦ ἰατρονοσηλευτικοῦ προσωπικοῦ ἔχει δεχθῇ νὰ ἐμβολιασθῇ, ΑΝΤ1) — ἀντιθέτως, στὴν Ἀφρικὴ καὶ τὴν Ἀσία σχεδὸν δὲν ὑφίσταται ἀμφισβήτησις. Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πρόεδρος τῶν ΗΠΑ, Δονάλδος Τράμβιος, ἔχει δηλώσῃ ἀνοικτὰ τὴν δυσπιστία του στοὺς μαζικοὺς ἐμβολιασμούς. Ἡ ἀμφισβήτησις τῶν ἐμβολίων ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἰατρικὴ κοινότητα τὸ 1998, σὲ ἕνα ἐμβληματικὸ ἄρθρο στὸ Βρεταννικὸ «LANCET» (τὸ πιὸ ἔγκυρο ἐπιστημονικὸ ἰατρικὸ περιοδικὸ στὸν κόσμο, στὸ ὁποῖο ἡ δημοσίευσις θεωρεῖται ἀπὸ ἄποψη καταξιώσες πρὶν τὸ Νόμπελ), ἐκεῖ συσχετίσθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ μαζικὸς ἐμβολιασμὸς μὲ τὴν αὔξηση τοῦ αὐτισμοῦ. Συνέχεια →