Νὰ εἶσαι, λέει, ἕνα ἀπὸ τὰ τόσα παιδιὰ ποὺ ὀνειρεύθησαν νὰ γίνουν καλλιτέχνες, νὰ ἔχῃς βγάλει ἀτελείωτες ὧρες τὰ ματάκια σου, μήπως καὶ ξεστραβωθῇς, μὰ κάποιαν στιγμὴ νὰ ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι ἡ μόνη ἀλήθεια εἶναι αὐτὴ τοῦ ἐμπόρου, ποὺ θὰ πείση τὸν τεχνοκριτικὸ νὰ παραμυθιάσῃ τὸν ἐπιμελητὴ ποὺ θὰ κολακεύσῃ τὸν συλλέκτη, μήπως καὶ σὲ βγάλῃ στὸ μουσεῖον τῶν σκουπιδιῶν του (τότε καταλαβαίνουν καλλίτερα οἱ φιλότεχνοι πόσο καλὸς εἶσαι) καί, στὸ τέλος, νὰ μὴ καταφέρῃς νὰ βγῇς ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ χιλιάδες ἄλλα παιδιά, σὰν ἐσέναν, ποὺ διαγωνίζονται νὰ κάνουν ἀκριβῶς τὸ ἴδιον μὲ ἐσέναν.