Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς πρoσφάτης συνεντεύξεως τοῦ Alain de Benoist στὸ περιοδικὸ American Renaissance, καὶ τῶν ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέροντων θεμάτων ποὺ θίγει, θὰ ἤθελα νὰ σταθῶ καὶ νὰ σχολιάσω ἕνα θεμελιῶδες θρησκευτικὸ ζήτημα:
Ἡ ἄνοδος τοῦ παλαιοτέρου καπιταλισμοῦ (δηλαδὴ 17ος καὶ 18ος αἰ.) πέραν τοῦ ὅτι ‘καθόταν’ πάνω στὶς παλαιότερες ἀξίες τῆς ἐμπορικῆς κάστας καὶ γι’ αὐτὸ εἶχε μία κάπως ὁμαλότερη πορεία στὴν ἀρχή (μέχρι νὰ ἀποκοπῇ πλήρως ἀπὸ αὐτές), εἶχε ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ χαρακτηριστικό: τὴν θρησκευτικὴ ὁπτικὴ τοῦ προτεσταντικοῦ Καλβινισμοῦ καὶ ἰδίως ὡς πρὸς τὸ τὶ χαρακτηρίζει τὸν «ἐκλεκτό» τῆς δικῆς τους περὶ Θεοῦ εἰκόνος. Μὲ ἀπλὰ λόγια οἱ Καλβινιστὲς πιστεύουν ὅτι σημάδι καὶ ἀνταμοιβὴ τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ τους εἶναι ὁ πλουτισμός. Αὐτὸ μόνον. Ἐὰν ἔχῃς βγάλει χρήματα, πολλὰ χρήματα, αὐτὸ εἶναι σημάδι ὅτι ἔχεις τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι αὐτὸς σὲ ἀποδέχεται. Μὲ ἀπλὰ λόγια τὸ ἀνώτατο ἰδανικὸ τῆς “ἀρετῆς” δὲν ἀξιολογεῖται παρὰ μὲ αὐτὸ καὶ μόνον τὸ κριτήριο. Συνέχεια