
Φωνάζουν ἕναν παπά, ποὺ οὐδὲ μίαν σχέσιν ἔχει μὲ τὸ ἐὰν κάποιος πρέπῃ, ἤ ὄχι, νὰ λειτουργῇ ἐρωτικῶς κατὰ φύσιν, ἀλλὰ ὄχι ἕναν ὁποιονδήποτε ἰατρὸ (πραγματικὸ καὶ γνώστη), ἢ ἀκόμη κι ἐνήλικα, ποὺ ἔχει ὑγιειὴ ἐρωτικὴ ζωή.
Φωνάζουν ἕναν ἐπίσκοπο νὰ σχολιάσῃ τὸ ἐὰν αὐτὴ ἢ ἡ ἄλλη ἐρωτικὴ ἐπιλογὴ εἶναι ὀρθή, τὴν στιγμὴ ποὺ δὲν δικαιοῦται νὰ θεωρῇ τὸ ὁ,τιδήποτε ἐπὶ αὐτοῦ τοῦ θέματος, ἐφ΄ ὅσον τοῦ ἀπαγορεύεται (ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς νόμους) ἡ ἐρωτικὴ ἐμπειρία.
Φωνάζουν ἕναν μητροπολίτη νὰ μιλήσῃ γιὰ ἤθη, τὴν στιγμὴ ποὺ αὐτὸς εἶναι ἁπλῶς θεματοφύλαξ ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας κι ἐλέγχου πιστῶν κι ὄχι ἠθῶν. Συνέχεια →