Κάθισα κι ἐγώ, πρὸ μερικῶν ἡμερῶν, σὲ ἕνα παγκάκι γιὰ νὰ διαβάσω μὲ τὴν ἡσυχία μου.
Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ σπίτι μου καὶ περπατῶντας πρὸς αὐτὸν τὸν «μικρὸ παράδεισό» μου, ἔνοιωθα πὼς κάτι γύρω μου μὲ ἐνοχλοῦσα, ἀλλὰ ἀδυνατοῦσα νὰ τὸ προσδιορίσω. Μὰ ὅταν πιὰ ἔκατσα κάτω ἀπὸ τὰ πεῦκα γιὰ νὰ χαλαρώσω, ἡ αἴσθησις τῆς δυσφορίας μου, ποὺ διαρκῶς μεγάλωνε, μοῦ προκαλοῦσε αἴσθημα ἀσφυξίας… Ἔνοιωθα σὰν νὰ πνίγομαι… Κάτι μὲ ἐνοχλοῦσε πολύ, πάρα πάρα πολύ…
Κυττῶντας γύρω μου προσεκτικά, ἕναν χῶρο ποὺ γνωρίζω ἀπὸ παιδί, ἀδυνατοῦσα νὰ διακρίνω κάτι διαφορετικό. Μόνον μία ἀνεπαίσθητος αἴσθησις θολούρας μὲ ἐνοχλοῦσε. Μία θολούρα ποὺ ἂν καὶ δὲν μοῦ ἔκρυβε τὸν Ἥλιο, ἐν τούτοις περιῴριζε τὴν ἐπίδρασίν του ἐπάνω μου. Ἔστρεψα τὰ μάτια μου στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ ἀντικρύσω τὸ ἐνοχλητικότατον θέαμα δύο ἀεροπλάνων ποὺ πετοῦσαν ἀφήνοντας πίσω τους τὰ ἀναγκαία «ἴχνη» ποὺ γεννοῦν τὰ γνωστά μας πλέον «πλέγματα»…