
Στὸ μοναστῆρι τοῦ Προυσοῦ, πεσμένος στὸ κρεββάτι ἀπ’ τὴν φυματίωση, κατὰ τὸ 1823 ὁ Καραϊσκάκης παρῳτρύνθη ἀπὸ κάποιον καλόγερο νὰ τάξῃ στὴν Προυσιώτισσα ἕνα δῶρο γιὰ νὰ γίνῃ καλά.
«Τί νά δόσω ὀρέ…;; … Δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο ἀπ’ τὸ μπλάρ μου καὶ τὸ τάζω», εἶπε χαμογελώντας πικραμένα. Ἀφοῦ βελτιώθηκε κάπως ἡ ὑγεία του καὶ τοῦ ἔπεσε ὁ πυρετὸς ἔδεσε τὸ μουλάρι ἀπ’ τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας χάρισμα στὴν Παναγία κι ὅπως πάντα εἶπε τ’ ἀστεῖο του: «Ποῦ νά ‘ξερα ἐγώ Παναγία μ’ πώς ἤθελες τοῦ μπλάρ μ’ γιά νά μέ γειάν’ς τόσον καιρό;». Συνέχεια →