Ἕλληνες;

Ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια ἔχουμε ἐπὶ τέλους ξεκινήσει νὰ προφέρουμε, δειλὰ ἀρχικῶς, πιὸ ὁρμητικὰ στὴν συνέχεια, τὴν φράσιν «Εἴμαστε Ἕλληνες».
Τὸ τὶ ἐννοοῦμε βέβαια εἶναι τελείως διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα ποὺ κρύβει ἠ ἔννοια τῆς λέξεως.

Ἕλλην, γιὰ  νὰ τὸ πιάσουμε ἀπὸ τὴν βάσιν του, ΔΕΝ εἶναι αὐτὸς ποὺ σέρνεται πίσω ἀπὸ …προσφορές.
Οὔτε αὐτὸς ποὺ παραδίδει πνεῦμα… Οὔτε αὐτὸς ποὺ ἀναζητᾶ ἐθνοσωτῆρες ἤ γενικῶς σωτῆρες. Συνέχεια

Τρώγοντας ἀνοίγει ἡ ὄρεξις…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ «ΤΡΩΓΟΝΤΑΣ ΑΝΟΙΓΕΙ Η ΟΡΕΞΙΣ»

Τελικὰ ἀκόμη δὲν κατάλαβα γιατὶ κάποιοι κάποτε ἀπεκαλέσαν τὸν Ἠράκλειτο «σκοτεινό» φιλόσοφο.
Ἥλιος ἤταν περίλαμπρος!

Ἕνα ἀπὸ τὰ «σκοτεινά» ποὺ εἶχε πῆ ἤταν καὶ τό:
«Αἱρεύνται γὰρ ἒν ἀντὶ ἁπάντων οἱ ἄριστοι, κλέος ἀέναον θνητῶν. Οἱ δὲ πολλοὶ κεκόρηνται ὄκωσπερ κτήνεα». Συνέχεια

Ἡ ἀδυνατότης τοῦ …ΤΙΠΟΤΑ!!!

«Οι αρχαίοι Έλληνες μίλησαν για το Τίποτα ως ένα λογικό αδιέξοδο (αδυνατότητα).
Οι σύγχρονοι επιστήμονες ξόδεψαν αιώνες σκεφτόμενοι γύρω από το Τίποτα.
Και ό,τι μάθανε απέδειξε ότι οι Έλληνες είχαν δίκιο.»

Συνέχεια

«Ἡ Ἑλλάδα πεινάει κι ἐμένα θὰ μοῦ βάλετε τηλέφωνο;»

«Ἡ Ἑλλάδα πεινάει κι ἐμένα θὰ μοῦ βάλετε τηλέφωνο;» εἶχε πεῖ ὁ Νικόλαος Πλαστῆρας.
Ὁ στρατηγὸς εἶχε ἀπαγορεύσει στοὺς δικοὺς του νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ ὄνομα «Πλαστῆρας» ὅπου καὶ ἄν πήγαιναν, ἐνῶ ὁ ἀδερφὸς του ἦταν ἄνεργος.
Συνέχεια

Νικόλαος Κεφαλᾶς, ὁ Γραικός

Ὁ Νικόλαος Κεφαλᾶς (1763/70 – 1850) γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴν Ζάκυνθο ὃπου καὶ διδάχθηκε τὰ πρῶτα γράμματα κοντὰ στὸν Ἀντώνιο Μαρτελάο καὶ τὸν δυτικὸ ἱερωμένο Νικολὸ Ρενῶ. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία θὰ στραφῇ στὴ θάλασσα καὶ τὸ ἐμπόριο, ἀρχικὰ ὡς ναύτης καὶ ἀργότερα ὡς καπετάνιος σὲ δικὸ του πλοῖο, πραγματοποιῶντας ἀρκετὰ ταξίδια στὴ Μεσόγειο θάλασσα.

Στὰ 1809/10 θὰ βρεθῇ στοὺς Παξοὺς –ποὺ τότε εὑρίσκοντο ὑπὸ γαλλικὴ κατοχή- σὲ μία προσπάθεια ἐκδιώξεως ἀπὸ τὸ νησὶ τῆς γαλλικῆς φρουρᾶς. Ἒχοντας παρουσιασθεῖ ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Ἂγγλου ἀρχιστράτηγου Ὂσβαλντ καὶ μὲ τὴν συνεργασία τῶν τοπικῶν ἀρχόντων θὰ καταφέρη νὰ διώξῃ τὴν γαλλικὴ φρουρὰ καὶ νὰ ὑψώσῃ τὴν ἀγγλικὴ σημαία στὴν περιοχή. Συνέχεια

Ἀριστοτέλης, «Μετὰ τὰ Φυσικά». (Ἀπόσπασμα)

Ὁ Νοῦς νοεῖ τὸν ἑαυτὸν του ὡς κράτιστος καὶ ἡ νόησὶς του εἶναι τῆς νοήσεως νόησις.

Δημιουργοῦνται ὁρισμέναι ἀπορίαι σχετικῶς μὲ τὸν νοῦν, διότι θεωρεῖται βέβαιον ὅτι εἶναι τὸ θεϊκότερον τῶν φαινομένων, ἡ ἀπορία ὅμως ποὺ προκύπτει εἶναι εἰς ποίαν κατάστασιν θὰ πρέπη νὰ εἶναι οὕτος διὰ νὰ ἠμπορῇ νὰ ἔχῃ τοιοῦτον χαρακτήρα, δημιουργεῖ ὁρισμένας δυσκολίας.
Διότι ἐάν δὲν νοεῖ τίποτα, τότε εἰς τὶ θὰ ἔγκειται τὸ ἰερὸν μεγαλεῖον του, ἐφ᾿ ὅσον θὰ ὁμοιάζῃ ὡς κοιμώμενος. Ἐὰν, δὲ, νοεῖ, ἀλλὰ ὡς ὅργανον ἄλλου, τὸτε, δεδομένου ὅ,τι ἀποτελεῖ τὴν οὐσίαν του δὲν εἶναι ἡ νόησις ἀλλὰ ὁρισμένη δύναμις, δὲν θὰ εἶναι ἡ ἀρίστη οὐσία, καθὸ ἡ ἀξία του ἔγκειται εἰς τὴν νόησιν. Ἀκόμα, εἶτε ἡ οὐσία του εἶναι νοῦς εἶτε νόησις, τὶ εἶναι αὐτὸ ποῦ νοεῖ; Διότι ἤ νοεῖ τὸν ἑαυτὸν του, ἤ κάτι ἄλλο, ἐὰν νοεῖ κάτι ἄλλο, τὸτε ἤ (νοεῖ) πάντα τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ἤ κάτι διαφορετικόν.
Συνέχεια