Κι ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ καθόμουν ἥσυχα ἥσυχα σὲ ἕνα παγκάκι, κάτω ἀπὸ τὰ πεῦκα, διαβάζοντας τὸ βιβλίο μου, ἐμφανίζεται ἕνα γνωστὸς γιὰ νὰ μὲ …συγχύσῃ ὅσο οὐδέποτε κάποιος ἄλλος. Ἐκτὸς τοῦ ὅ,τι ἔκατσε δίπλα μου προσπαθῶντας νὰ ἀνοίξῃ κουβέντα (μὲ τὸ ζόρι), μὴ σεβόμενος τὴν ἀνάγκη μου γιὰ ἡρεμία, κάποιαν στιγμὴ εἶδε τὸ βιβλίο μου καὶ τὸν ἔπιασε …ὑστερία.
«Πῶς εἶναι δυνατόν νά διαβάζῃς Ἱστορία τήν στιγμή πού ἡ χώρα καταστρέφεται; Γιατί δέν ξεκινᾶς νά διαβάζῃς τίς προφητείες τοῦ Τάδε ἤ τοῦ Δείνα, μήπως καί καταλάβῃς κάτι, γιά νά βοηθήσῃς τήν οἰκογένειά σου νά σωθῇ;»