Ἰδοὺ ἡ Ἑλλὰς τῆς σήμερον, ὅπως γλαφυρῶς περιγράφεται εἰς τὴ ἐπιστολὴν κατωτέρω μὲ τὴν ὁποίαν άσχέτως ἄν ὁ διάλογος αὐτὸς εἶναι ἀληθής ἤ ὄχι συμφωνῶ ἀπολύτως μὲ τὸ γενικόν πνεῦμα αὐτοῦ διότι τυγχάνει νὰ γνωρίζω καλῶς τῆν Ἑλβετίαν καὶ τοὺς Ἑλβετούς.
Διαφωνῶ ὅμως ριζικῶς μὲ τὸ σημεῖον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐπισημαίνω διὰ χρώματος κυανοῦ, καὶ τοῦτο διότι οὔτε οἱ Ρωμαῖοι ἦλθον εἰς τὴν Ἑλλάδα, οὔτε ὑπὸ τὴν σκέπην των ἐδημιουργήθη τὸ Βυζάντιον, διότι τοὺς Ρωμαίους ἐμεῖς τοὺς ἐκάμαμε ἀνθρώπους, ἀρχῆς γενομένης διὰ τῆς γραφῆς τὴν ὁποίαν παρέλαβον ἀπὸ τὴν γείτονα Κύμην, ἀποικίαν τῆς Εὐβοϊκῆς Κύμης, καὶ διὰ τοῦ Ἑρμοδώρου, ἀνδρὸς Ἐφεσίου καὶ φίλου τοῦ Ἡρακλείτου, ὅστις ἐκδιωχθεὶς ἀπὸ τοὺς συμπολίτας του Ἐφεσίους ἐπειδὴ ἦτο σοφός, ἀλάθητος, ἄριστος, εὗρεν καταφύγιον εἰς τὴν Ρώμην ὅπου καὶ ἔτυχεν ἀρίστης ὑποδοχῆς.
Τὸ γεγονὸς ἐξώργησε τὸν Ἡράκλειτον ὅστις ἐμήνυσεν εἰς τοὺς Ἐφεσίους ὅτι «ἄξιον Ἐφεσίοις ἡβηδὸν ἀπάγξασθαι πᾶσι καὶ τοῖς ἀνήβοις τὴν πόλιν καταλιπεῖν, ὅτι Ἑρμόδωρον ἄνδρα ἑωυτῶν ὀνήιστον ἐξέβαλον φάντες ἡμέων μηδ’ εἷς ὀνήιστος ἔστω εἰ δε μὴ ἄλλη τε καὶ μετ’ ἄλλων». Ἐν συνεχείᾳ δέ, παρεδώσαμεν εἰς αὐτοὺς, τοὺς Ρωμαίους, ὁλόκληρον τὸν Ἑλληνισμὸν καὶ τὰς κτήσεις αὐτοῦ μέχρις ὅτου ἡ ἀνάγκη τὸ ἐπέβαλε καὶ ἐπήραμε ὀπίσω αὐτὰ τὰ ὁποῖα τοὺς εἴχαμε προσφέρει – διὰ ραθυμίαν ἤ μαλακίαν πάντοτε – συνεχίζοντες τὴν Αὐτοκρατορίαν εἰς τὸ ἀμιγῶς Ἑλληνικὸν ἀνατολικὸν τμῆμα αὐτῆς.
Καὶ ἐκατορθώσαμε νὰ τὴ διατηρήσουμε, τὴν Αὐτοκρατορίαν, 1100 ὁλόκληρα χρόνια μέχρις ὅτου ἐνθυμηθέντες τὸν παλαιὸν καλόν μας ἑαυτὸν ἐπαραδώσαμε καὶ αὐτὴν εἰς τοὺς Τούρκους. Διότι καὶ αὐτοὺς ἐμεῖς τοὺς ἐφέραμε ἐδῶ. Ἤ νὰ ἐνθυμηθῶ καὶ πάλιν τὸν ἐλεεινότατον ἐκεῖνον στρατηγὸν τῆς Ἀχαϊκῆς Συμπολιτείας Καλλικράτην, ὅστις παρέδωσε δεμένην χειροπόδαρα τὴν πατρίδα του εἰς τοὺς Ρωμαίους; Πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἠνάγκασε τὸν Παυσανίαν (Ἀχαϊκά, 10, 5) νὰ γράψῃ ὅτι “οὕτω μὲν οὔποτε τὴν ῾Ελλάδα ἐπέλειπον οἱ ἐπὶ προδοσίᾳ νοσήσαντες· ᾿Αχαιοὺς δὲ ἀνὴρ ᾿Αχαιὸς Καλλικράτης τηνικαῦτα ἐς ἅπαν ἐποίει ῾Ρωμαίοις ὑποχειρίους. ἀρχὴ δέ σφισιν ἐγίνετο κακῶν…..”,ὡς καὶ τοὺς σημερινούς ὁμοίους του νὰ δώσουν τὸ ὄνομά του εἰς τὸ ἐσχάτως ἐκπονηθὲν σχέδιον κατακερματισμοῦ τῆς Ἑλλάδος. Καὶ πόσους ἄλλους ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός!….
Συμφωνῶ ἀπολύτως μὲ τὸν κ. Σακαρίκαν ὅτι πρέπει ἐπιτέλους νὰ διδαχθοῦμε. Νὰ διδαχθοῦμε ὅμως διὰ τῆς αὐτογνωσίας καὶ ὄχι διὰ τῆς ἀναζητήσεως τοῦ κακοῦ ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει. Συνέχεια →