Μηδικόν μῆλον

Σᾶς ἀρέσει τό ροδάκινο; Εἶναι ἕνα φροῦτο τῆς ἐποχῆς πού διανύουμε. Νοστιμότατο. Ἕνα ἰστολόγιο πού μοῦ ἀρέσει εἶναι τό παρακάτω. Ὅταν βρῶ ἀνάρτησιν του, τίς περισσότερες φορές τήν δημοσιεύω. Δεῖτε τί γράφει ὁ Στράβων Ἀμασεύς γιά τό ροδάκινο, τήν γλῶσσα μας, τήν ἱστορία της καί ἄλλα πολλά, ἐνδιαφέροντα:

Οἱ λέξεις δεν έχουν μόνον την δική τους ιστορία, ακολουθούν την ιστορία των ομιλούντων των, κυρίως των ομιλούντων και λιγότερο των λογίων αφού σε πρώτη φάση κάθε νέα λέξη ακολουθεί τον δρόμο της αγοράς. Χρησιμοποιούμε τις λέξεις για να επικοινωνήσουμε, να εκφραστούμε, να αγοράσουμε, να πουλήσουμε, να γίνουμε κατανοητοί και να τραγουδήσουμε.

Αυτό όμως που ορίζει μια γλώσσα δεν είναι μόνον οι λέξεις, είναι ΚΥΡΙΩΣ οι δομές, οι γραμματικοί και συντακτικοί τύποι και όταν οι λέξεις γίνονται τέχνη τότε εμπλέκονται το μέτρο, η τονικότητα, το πλήθος των συλλαβών, η διαδοχή των φθόγγων κ.α.

Αφορμή για το παρόν άρθρο είναι ένα παλαιότερο άρθρο στο ιστολόγιο του κ. Σαραντάκου, στο οποίο δεν σχολιάζω πλέον καθώς με τον ιδιοκτήτη του ιστολογίου έχουμε “ διακόψει οριστικώς διπλωματικές σχέσεις” εκατέρωθεν των πλευρών :) .

Καταρχήν να επαναλάβω για πολλοστή φορά ότι δεν διεκδικώ τον τίτλο του γλωσσολόγου ή του φιλολόγου. Με την γλώσσα έχω από μηδενική έως ελάχιστη ακαδημαϊκή σχέση (προς το παρόν), αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχω χάσει επαφή με την ορθή σκέψη και την λογική.

Την τελευταία φορά που θυμάμαι ότι είχα αποφασίσει να ασχοληθώ σοβαρά με την γλώσσα και την φιλολογία ήταν στην 1η-2α γυμνασίου, όταν σε μία αναλαμπή μαθητικής επιμελείας, προσέταξα τον εαυτό μου να κάνει μίαν εργασία, μέχρι τότε έκανα τις εργασίες μου στο διάλειμμα πριν το μάθημα. Είχα αναφέρει τότε -το θυμάμαι σαν σήμερα – στην εργασία την λέξη “ εχέμυθος”. Μόλις λοιπόν ανέγνωσα την τέλεια εργασία μου μέσα στην αίθουσα και ενώ περίμενα καμαρωτός τον έπαινο… ξαφνικά…αγρίεψε η φιλόλογος και με έντονη φωνή μου είπε: “ —- ίδη (Στράβων), ντροπή σου που έβαλες την αδερφή σου να γράψει την εργασία, δεν γίνεται να γνωρίζεις την λέξη “ εχέμυθος” σε αυτήν την ηλικία. Μηδέν η βαθμολογία και να μην το ξανακάνεις“ . Δεν απάντησα, αποφάσισα όμως να επιστρέψω στην παλιά τακτική. Εργασίες μόνον στα διαλείμματα.  Έτσι έγινε λοιπόν, δεν ξαναάνοιξα βιβλίο ποτέ στην ζωή μου και πέρασα στο πανεπιστήμιο, ΠΑΝΤΑ αδιάβαστος.

Μετά από την συγκινησιακή παρένθεση επιστρέφουμε στο θέμα μας. Μέσα λοιπόν από το πρίσμα της λογικής κρίνω και όσες λέξεις γνωρίζω. Μέσα από αυτήν την λογική ας δούμε και μια άλλη οπτική για το περίφημο Μηδικόν Μῆλον,ἂλλως ροδάκινον.

Είναι γνωστό πλέον ότι είμαι πόντιος, (όχι ποντιακής καταγωγής, πόντιος ή ποντικός). Στην ποντιακή γλώσσα είναι γνωστό ότι έχουν διατηρηθεί λόγω της απομονώσεως πολλές αρχαίες λέξεις και σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και η προφορά. Η ποντιακή είναι ιωνική διάλεκτος. Κράτησε λοιπόν  σε πολλές λέξεις την εκφορά του “ η” ως  “ ε”, λ.χ. έμνε(ήμουν), έσνε (ήσουν), τ΄εμέτερον (το ημέτερον), κοκκύμελον ( δαμάσκηνο, κόκκυξ+μήλον), χωρέτες (χωριάτης) αλλά και λέξεις όπως βοτρύδπυρίφτε (φουρνόφτυαρο, πυρ+ρίπτω), κλίσεις και καταλήξεις όπως ο χάρων, του χάρωνος (αντί για ο χάρος, του χάροντα), η μηλέαν (το δέντρο), το μήλον (δέντρο και καρπός), ο πάππος, η γραία  κ.α.

Γιατί τα ξαναλέω αυτά;

Γιατί στην ποντιακήν το άγριον ροδάκινο λέγεται σ ε φ τ α λ ί δ.   Και τι με αυτό; Θα πεί κάποιος.

Εδώ λοιπόν μπαίνει το θέμα της λογικής. Εάν δεν το προσέξατε, το σεφταλίδ είναι υποκοριστικό, όπως υποκοριστικό είναι το οφίδ (φίδι), οφρύδ (φρύδι), βοτρύδ (βοτρύδιον, τσαμπάκι), κοπίδ (κοπίδι, κοπίς) και γενικότερα εάν το παρατηρήσουμε όλες οι λέξεις σε -ίδι είναι υποκοριστικά.

Μετά από κάποια χρονική στιγμή (που δεν έχω διερευνήσει ακόμη) η καταλήξεις των υποκοριστικών έλλαξαν (και εδώ ιωνική εκφορά του “ η” αρχ. ἤλλαξαν του ἀλλάσσω). Στην νέα γενιά υποκοριστικοποίησης λέξεων μπήκαν καταλήξεις κατά περιοχή,  – οπον ή -πουλ(ι)* στη ποντιακή (κορτσόπον, κοσσαρόπον), -ούδ(ι) στην Θράκη (κορτσούδ) κλπ. Έτσι θα λέγαμε ότι λέξεις όπως το οφιδόπον (ή αντίστοιχα το φιδάκι) είναι δις υποκοριστικοποιημένες διότι χάθηκε η αίσθηση του υποκοριστικού από το οφίδ.

Το γεγονός όμως ότι στην ποντιακή γλώσσα χρησιμοποιείται το σεφταλίδ για το άγριο ροδάκινο, με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η λέξις προϋπήρχε της αγαρινοκρατίας διότι εάν παίρναμε την λέξη από τους Τούρκους θα είχε την κατάληξη -όπον και όχι -ίδ(ιον).

Δηλαδή ή το σεφταλίδ (και κατ΄επέκτασιν η σεφταλιά) είναι Ελληνικής προελεύσεως ή Μηδικής (μην ξεχνάμε τις σχέσεις από την εποχή του Μιθριδάτου ακόμη των Ελλήνων του Πόντου με τους Πέρσες).  Τουρκική πάντως αποκλείεται να είναι. Εάν λοιπόν είναι Μηδικής προελεύσεως τόσο το φρούτο όσο και η λέξις, τα ασφαλέστερα συμπεράσματα δεν θα τα βγάλουμε διερευνώντας την διάλεκτο των Επτανησίων αλλά των Ποντίων καθώς έμνεστεν (ήμασταν) ο λαός με την μεγαλυτέρα και αρχαιοτέρα επαφή μαζί τους.

Δεν ξέρω λοιπόν εάν το σεφταλίδ προέρχεται από κάποια Περσική λέξη ή από το Ελληνικό ευτελής, μην ξεχνάμε τα ποντιακά το σέφτελον (το παντζάρι), ο σέφτελον (ο ελαφρύς, ο ανόητος), αλλά κατά την άποψη μου η λέξις ΑΠΟΚΛΕΙΤΕΤΑΙ να είναι Τουρκική.

________________________________________________

* Μιλούσα προχθές με έναν Πόντιο πάππον και μου έλεγε ιστορίες για λύκους. Ξαφνικά λέει, είδε κάτι μικρούς λύκους και σκέφτηκε ότι ήταν τα πουλία του ενός.

Το πουλί δεν είναι το ιπτάμενο πτηνό. Πουλί είναι το μικρό και επομένως το να λέμε “ κοτόπουλο” την κότα είναι λάθος. Κοτόπουλο είναι μόνον το μικρό πουλάκι, το πουλί δηλαδή της κότας. Επανάληψη επομένως της διπλής υποκοτιστικοποιήσεως έχουμε και τώρα που λέμε τα κοτόπουλα κοτοπουλάκια. Η διπλή αυτή υποκοριστικοποίησις είναι ίσως και θέμα με κοινωνικές προεκτάσεις, ίσως να έχει να κάνει με την μαμουχαλοποίηση μας και ίσως σε μερικές γενιές να λέμε φιδακιουλίνι, καθώς όταν οι γονείς μας εκπαιδεύουν στα υποκοριστικά, (φάε το φαγάκι σου, δες ένα φιδάκι, πάμε βολτούλα, να ένα πουλάκι κλπ) τότε αυτό το υποκοριστικό παύουμε να το θεωρούμε ως υποκοριστικό και αναζητούμε νέο υποκοριστικό για την επόμενη γενεά μαμουχάλων.

Περισσότερα όμως σε νέα ανάρτηση που θα έχει να κάνει με παραποίηση λέξεων λόγω υπερβολικής χρήσεως, όπως λ.χ η λέξις ελαιόλαδον που είναι και κατασκευασμένη και λανθασμένη, δεδομένου ότι το λάδι (ποντιακά ελαάδ, αρχαία επίσης ελαάδ(ιον)) είναι και ως υγρό αλλά και ως λέξη παράγωγο της ελαίας και δεν χρειάζεται περαιτέρω διευκρινήσεως. Η συνέχεια προσεχώς. (Στράβων Ἀμασεύς)  (εἰκόνα) 

Περιμένουμε, λοιπόν καί τήν συνέχεια. Ἔχει ἐνδιαφέρον.

Μινώταυρος 

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

3 thoughts on “Μηδικόν μῆλον

  1. Θέλω να σ’ ευχαριστήσω που μου γνώρισες τον Στράβωνα αλλά θα ήθελα να μια διευκρίνηση, μια κι εγώ δεν είμαι πόντιος παρ’ όλο που αγαπώ και την μουσική και την διάλεκτο. Σύμφωνα με το Στράβωνα η κατάληξις -οπον μπαίνει σε λέξεις-δάνεια από την τουρκική. Το κορτσόπον δεν είναι από το ελληνικό κοράσιον. ‘Η δεν κατάλαβα καλά ή το κοράσιον δεν είναι ελληνική λέξη έτσι δεν είναι; Ευχαριστώ εκ των προτέρων

    • Καταρχήν Μινώταυρε, ευχαριστώ για την αναδημοσίευση. Επίτρεψον μοι να απαντήσω στον φίλτατο Οδυσσέα.

      Οδυσσέα, η λογική μου δεν έχει να κάνει τόσο με την προέλευση των λέξεων αλλά με την χρονολόγηση. Σήμερα λ.χ. οι πόντιοι λέμε οφιδόπον το μικρό φίδι. Αυτό δεν σημαίνει ότι το “οφίδ” είναι τούρκικη λέξις, σημαίνει απλά ότι πλέον το -ίδ(ιον) ως κατάληξη έπαψε να σηματοδοτεί στον εγκέφαλο μας την υποκοριστικοποίηση του ονόματος. Επίσης λέμε και σεφταλιδόπον ενώ όταν αναφερόμαστε σε έμβια όντα συνήθως χρησιμοποιούμε την κατάληξη -πουλ (ποντιοπούλ, γουρουνοπούλ, Κουρτοπούλια (οι Κούρδοι που ήταν και πολλοί επικίνδυνοι στον Πόντο) κλπ).

      Όμως μέχρι κάποιο χρονικό σημείο η κατάληξη ίδ(ιον) σήμαινε υποκοριστικό. Αυτό το σημείο σίγουρα προηγείτο της Τουρκοκρατίας. Δηλαδή όταν κάποιος πριν την άλωση έλεγε “οφίδιον” πιθανολογώ ότι εννοούσε αυτό που σήμερα λέμε “φιδάκι”.
      Το ίδιο βέβαια και με άλλες καταλήξεις όπως λ.χ. οψάριον (ποντιακά οψάρ) που ετυμολογείται από τον όψον, το μεζεδάκι που έτρωγαν οι αρχαίοι μαζί με την μάζα (κριθαρένιο ψωμί) και που με την πάροδο του χρόνου ταυτίστηκε με τους ιχθύες, όταν οι τελευταίοι έγιναν μεζές καθημερινός. Δεν έλεγαν δηλαδή πάμε για ένα μεζεδάκι αλλά για οψάριον, οψάρ στα ποντιακά και ψάρι στα νεοελληνικά.
      Σήμερα λέμε λιθάρ αλλά και σε άλλε μέρη της Ελλάδος λένε λιθάρι που προέρχεται από το λιθάριον, τον μικρόν λίθον, όπως επίσης λέμε σιτάρ(ι) (σίτος-σιτάριον), κριθάρ(ι) από το κριθάριον υποκοριστικό του κριθή και πάει λέγοντας.

      Γενικότερα από τα υποκοριστικά (και την ιστορία τους) μπορούμε να βγάλουμε διάφορα συμπεράσματα. Δεν είμαι γλωσσολόγος, το έχω αποσαφηνίσει αυτό, χρησιμοποιώ μόνον την λογική μου που μέχρι στιγμής δεν μου φαίνεται εσφαλμένη.
      Ίσως όμως εάν ψάξουμε την ιστορία των υποκοριστικών και την ταιριάξουμε με αυτήν της παρακμής μας, να βγάλουμε και άλλα χρήσιμα συμπεράσματα γιατί κάτι μου λέει ότι η μαζική καθιέρωση διαφόρων υποκοριστικών στην Ελληνική έχει να κάνει και με το χάιδεμα των παίδων, την μετατροπή μας δηλαδή από έναν πολεμικό λαό σε έναν λαό μαμοθρεύτων. Δεν το έχω ψάξει τόσο βαθιά όμως δεν μου φαίνεται και εντελώς απίθανο. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και ένα εκ των σημαντικοτέρων οργάνον του σώματος μας, τους όρχεις, τους έχουμε υποκοστικοποιήσει, λέμε σήμερα “άνδρας με αρχ..δια” και δεν συνειδητοποιούμε ότι είναι προσβλητικό διότι στην ουσία σημαίνει … τα μικρά.

Leave a Reply