Τσικαρόπο μ΄.

Ὅταν διάβασα τὸ παρακάτω κείμενον βούρκωσα στὴν ἀρχή… Μετά, δειλὰ δειλά, ἄφησα τὰ δάκρυα νὰ κυλοῦν, ἀραιά… Τώρα ποὺ γράφω κλαίω. Κλαίω γιατὶ ζηλεύω… Πονάω.. Διότι ἐγὼ δὲν εἶχα ἕναν πατέρα καὶ μία μάνα νὰ μοῦ γράψουν μερικὲς λέξεις… Μία ζωὴ στὸν ἀγώνα…
Ἡ μάνα μου ἀπὸ ἕνα νησὶ τοῦ Αἰγαίου κι ὁ πατέρας μου πεντάρφανος, ἀλλὰ Πόντιος. 
Ποιός νά μοῦ μάθῃ τήν ἱστορία μου; Ποιός νά μοῦ ἐξηγήσῃ τά ἀνεξήγητα; Ποιός νά μοῦ δείξῃ τόν τρόπο νά ἀνακαλύψω τίς ῥίζες μου;
Κάπου κάπου, ἰδίως σὲ ἐορτές, ἄκουγα νὰ ἀποκαλοῦν τὸν πατέρα μου Πόντιο κι αὐτὸς νὰ καμαρώνῃ. Ἔτσι κι ἀλλοιῶς πάντα ἦταν ὁ μοναδικὸς Πόντιος μέσα στὶς παρέες του, τῶν λιγοστῶν Ἑλλήνων. Εἰκοσιπέντε χρόνια ἔζησε στὰ ξένα. 

Ἔφηβη πιά, ἀνεκάλυψα ἕναν ἄλλον κόσμο. Αὐτὸν τῆς οἰκογενείας. 
Μὰ ξένη, ἀποξενωμένη. Οὔτε γλῶσσα ἀντιλαμβανόμουν, οὔτε τὰ φαγητά τους εἶχα γευθεῖ, οὔτε τὴν ἱστορία τους κατεῖχα. 
Καὶ τότε ἦλθε κοντά μας ἡ γιαγιὰ Πολυξένη. Ὁ θησαυρός μας……

Ἐὰν δὲν συναναστρεφόμουν μὲ αὐτὴν τὴν γυναίκα, οὐδέποτε θὰ μάθαινα τὸ βάρος τῆς κληρονομιᾶς ποὺ φέρω. Οὐδέποτε θὰ μάθαινα γιὰ τοὺς παπποῦδες μου, γιὰ τὶς διώξεις, τὶς σφαγές, τὴν γενοκτονία… Ἄν καὶ λιγοστὰ τὰ κοινά μας χρόνια, ἦταν ὁ θησαυρός μας… Ἡ μνήμη μας….

Ὅταν λοιπὸν διάβασα τὸ παρακάτω κείμενον συνειδητοποίησα πὼς τυχαίως ἔμαθα τὸ ποιὰ εἶμαι. Ὄχι συνειδητῶς! Ὅμως δὲν ἰσχύει τὸ ἴδιο γιὰ ἐτοῦτο τὸ παιδάκι! 
Αὐτὸ τὸ παιδί, τὸ μόλις ἀφιχθέν, δὲν θὰ εἶναι σὰν κι ἐμέναν…
Ὑπάρχει ἐλπίδα! Πολὺ μεγάλη ἐλπίδα! Καὶ ἡ ἐλπίδα, ἡ πραγματικὴ ἐλπίδα, κι ὄχι αὐτὴ ποὺ ἀποκοιμίζει, εἶναι αὐτὴ ποὺ συμπεριλαμβάνει τὴν γνώσιν. Κι αὐτὸ τὸ παιδὶ θὰ ξέρῃ… Κι ὅταν κάποιος ξέρῃ, γνωρίζει καὶ τὸν δρόμο….

Φιλονόη. 

Γράμμα σε ένα παιδί που γεννήθηκε χθες…

του Δημήτρη Πιπερίδη

Τσικαρόπο μ’…
 
Σε λέω έτσι, γιατί έτσι μ’ έλεγε κι εμένα η μάνα μου κι έτσι την έλεγε κι αυτήν η δική της μάνα. Μη ψάξεις στα βιβλία σου να βρεις τι σημαίνει. Χαμένος κόπος… Είναι κι αυτή μια από τις «εξωτικές» εκείνες λέξεις, που θα ακούς να λέγονται στο σπίτι μας και καμμιά δασκάλα δεν θα μπορεί να σου τις εξηγήσει.
 
Μεγαλώντας θα διαπιστώσεις ότι η οικογένεια μας είναι κάπως «διαφορετική» από εκείνες των συμμαθητών σου. Μιλάμε κάπως διαφορετικά, μαγειρεύουμε κάπως διαφορετικά, τραγουδάμε και χορεύουμε διαφορετικά. Ούτε για μία στιγμή στη ζωή σου δεν θέλω να αισθανθείς άβολα με αυτή σου τη διαφορετικότητα. Και κάθε φορά που κάποιος αστοιχείωτος θα επιχειρεί να την ειρωνευτεί, εσύ να σκέφτεσαι ότι μερικές γενιές δικών σου ανθρώπων έζησαν και πέθαναν με αυτήν ή ίσως και για αυτήν.
 
Είμαι βέβαιος ότι αργά ή γρήγορα θα αναγκαστείς να αναζητήσεις τις ρίζες αυτής της διαφορετικότητας. Ελπίζω μόνο να το κάνεις νωρίτερα απ’ ότι εγώ. Βλέπεις, εσύ θα έχεις πολύ λιγότερο χρόνο στη διάθεση σου. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί φοβάμαι ότι αυτή η ιδιαιτερότητα, την οποία και εμείς και πολλοί ακόμη άνθρωποι σε αυτή τη χώρα κουβαλάμε αβίαστα και χωρίς να την επιλέξουμε, μόνο και μόνο χάρη σε ένα περίεργο καπρίτσιο της ιστορίας που εσύ δεν είσαι ακόμη σε θέση να καταλάβεις, έχει μάλλον ημερομηνία λήξης. Δεν ξέρω πότε είναι αυτή. Ίσως σύντομα, ίσως στις ημέρες σου. Ελπίζω μόνο, όταν έρθει, να μη σε τρομάξει, όπως προς το παρόν τρομάζει εμένα η απειλή της.
 
Μη νομίσεις ότι σου γράφω από δασκαλίστικη διάθεση ή όρεξη για πρόωρα μαθήματα πατριδογνωσίας. Άλλωστε έχουμε όλον τον καιρό μπροστά μας για να τα πούμε με την ησυχία μας. Αν σου μιλώ από τώρα για πράγματα που είναι βέβαιο ότι δεν μπορείς ακόμη να καταλάβεις, είναι γιατί θέλω να σε βοηθήσω να κατανοήσεις ευκολότερα το μικρόκοσμο στον οποίο σε υποδεχόμαστε. Νομίζω λοιπόν ότι όλη η ουσία αυτών που θέλω να σου πω, συνοψίζεται σε μία και μόνο φράση: «εμείς δεν είμαστε από ’δώ».
 
Τη στιγμή που θα σου ’λεγα αυτή τη φράση, την ονειρευόμουν πολύ πριν γεννηθείς. Ίσως γιατί εμένα δε μου την είπε ποτέ κανείς. Όπως και πολλοί ακόμη της γενιάς μου, έπρεπε να ανακαλύψουμε μόνοι μας τις ρίζες μας. Βλέπεις, οι δικοί μας γονείς -επηρεασμένοι και από τη βιασύνη των πατεράδων τους να ριζώσουν γερά στη νέα τους πατρίδα και να αφήσουν οριστικά πίσω τους την ανάμνηση της βαρβαρότητας που βίωσαν στην παλιά- είχαν θέσει κάποιες άλλες προτεραιότητες ως προς αυτά που ένιωθαν ότι έπρεπε να πουν στα παιδιά τους. Μας έλεγαν π.χ. να είμαστε καλοί άνθρωποι, να σπουδάσουμε, να βγάλουμε χρήματα, να ζήσουμε άνετα. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που σκέφτηκαν να μας μιλήσουν για το παρελθόν. Εσείς θα είστε η πρώτη γενιά της ράτσας μας, που δεν θα χρειαστεί να σηκώσει το χαλί της ιστορίας για να ανακαλύψει την ταυτότητά της.
 
Εφόσον όμως «δεν είμαστε από εδώ», έχεις κάθε δικαίωμα να αναρωτιέσαι από πού είμαστε. Μεγαλώντας θα ακούσεις τις λέξεις «Πόντος» και «Πόντιοι». Όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο, δεν τις συμπάθησα ποτέ. Ίσως γιατί κατάλαβα σχετικά γρήγορα ότι δεν βγήκαν από την ψυχή του λαού μας, αλλά από την αρχαιολατρία και την πολυμάθεια των γραμματιζούμενων. Οι μαυροφορεμένες γριές που πρόλαβα εγώ, αποκαλούσαν τον τόπο τους με ένα ξερό, αλλά τόσο τρυφερό, «η Πατρίδα». Δεν είναι ακόμα η ώρα να σου μιλήσω για αυτήν την πατρίδα, ούτε για τα παθήματα των ανθρώπων της. Θέλω μόνο να ξέρεις ότι αυτή η πατρίδα, η γενέτειρα των λίγων παραμυθιών που ξέρω να σου διηγηθώ, είναι ένας πανέμορφος τόπος, ένας τόπος ωραιότερος από όλους όσους πρόκειται να γνωρίσεις στη ζωή σου. Μη με ρωτήσεις αν είναι ωραιότερος και από τον τόπο που γεννηθήκαμε εσύ κι εγώ. Θα σου απαντήσω αβίαστα ναι.
 
Υποθέτω ότι το επόμενο που θα θέλεις να με ρωτήσεις, είναι ότι, εφόσον έχουν έτσι τα πράγματα, ποιόν τόπο θα πρέπει να θεωρούμε πατρίδα μας. Πολύ φοβάμαι ότι η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη. Θα προσπαθήσω να σου το εξηγήσω με μια απλή ιστορία. Στα πρώτα χρόνια της ζωής του λαού μας στην Ελλάδα, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1930, είχε αναπτυχθεί μέσα από τις σελίδες των πρώτων ποντιακών περιοδικών ένας πολύ ενδιαφέρων διάλογος ανάμεσα στην ποντιακή διανόηση της εποχής (για την ακρίβεια ανάμεσα στα απομεινάρια της, που κατόρθωσαν να ξεφύγουν τα ικριώματα της Αμάσειας).
 
Η κεντρική ιδέα αυτού του διαλόγου ήταν «ποιοι είμαστε και που πάμε». Κάποιοι λοιπόν, ίσως οι πιο «προοδευτικοί», βιάστηκαν να πουν τότε ότι, εφόσον ήρθαμε στη Μακεδονία και ζούμε πλέον εδώ, χωρίς μάλιστα προοπτική επιστροφής, ίσως θα ήταν σκόπιμο να πάψουμε να αυτοαποκαλούμαστε «Πόντιοι» και να αρχίσουμε να αισθανόμαστε «Μακεδόνες». Και τότε ένας δάσκαλος, συμπατριώτης του παππού μου, έγραψε από ένα ορεινό χωριουδάκι της Μακεδονίας, όπου υπηρετούσε, μια συγκλονιστική επιστολή. Σου μεταφέρω έναν από τα επιχειρήματά του, εκείνο που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση, όπως ακριβώς το έγραψε και με την ελπίδα ότι, όταν θα διαβάσεις αυτές τις γραμμές, θα είσαι σε θέση να τις καταλάβεις. «Είνας κάτα», είπε λοιπόν ο γέρο δάσκαλος, «εγέννεσεν απές ’ς σο φουρνίν εμούν πέντε κατοπούλα-. Πως πρέπ’ να λέμε τα γιαβρία τ’ς, κατοπούλα-, γιόξαμ παξιμάδα-;»
 
Όπως κατάλαβες, σου γράφω επειδή επιμένω να σε βλέπω ως «κατοπούλ’» και όχι ως «παξιμάδ’». Εσύ θα επιλέξεις τι θέλεις να είσαι. Εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σε συμβουλέψω να αγαπάς τον τόπο που γεννήθηκες, να παραβλέπεις την παρακμή του χάριν των καλύτερων ημερών που πρόκειται να ζήσεις σ’ αυτόν, να νοιάζεσαι και να παλεύεις για την προκοπή του. Ούτε για μια στιγμή όμως να μη περνά από το μυαλό σου ότι μπορείς να ξεχάσεις. Αν δεν ξέχασα εγώ, που πρόλαβα τον απόηχο των χρόνων της λήθης, αν δεν ξέχασε η μάνα μου, που έφαγε ξύλο από τη δασκάλα της στο σχολείο γιατί επέμενε να μιλάει «ποντιακά», τη μόνη γλώσσα που γνώριζε μέχρι τα έξι της χρόνια, πως μπορείς να ξεχάσεις εσύ;
 
Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να σου πω! Θέλω να σου μιλήσω για ανθρώπους που γνώρισα, για μουσικές που με νανούρισαν, για τόπους που είδα και για διηγήσεις που άκουσα. Οι παιδαγωγοί λένε ότι δεν πρέπει να λέμε στα παιδιά δυσάρεστες ιστορίες. Το σέβομαι. Όμως η δική μας η ράτσα δεν έχει και πολλές ευχάριστες ιστορίες να σου αφηγηθεί. Κι αυτές ακόμη τις λίγες που είχε, τις πήραν μαζί τους άνθρωποι με ροζιασμένα χέρια και βαθιές αυλακιές στο πρόσωπο. Άνθρωποι που εσύ δεν θα γνωρίσεις ποτέ.
 
Θα σου μιλήσω λοιπόν για ένα άλλο κοριτσάκι. Ένα κατάξανθο κοριτσάκι, που είχε τα ίδια ακριβώς με σένα δικαιώματα, αλλά χάρη σε μια πρόστυχη συνωμοσία της φύσης και της ιστορίας, δεν απόλαυσε σχεδόν κανένα από αυτά. Γεννήθηκε πριν από έναν περίπου αιώνα σε ένα τόπο πολύ μακριά από το σπίτι μας. Σωστά κατάλαβες, ο τόπος που γεννήθηκε είναι ο μακρινός τόπος που θέλω να σε μάθω να αγαπάς. Ήταν ένα παιδί με σοβαρά προβλήματα υγείας, αυτό που σήμερα αποκαλούμε «παιδί με ειδικές ανάγκες».
 
Έχασε τους γονείς του όταν ήταν πέντε χρονών. Δεν φόρεσε όμορφα ρούχα, δεν είχε παιχνίδια για να χαρεί. Κουβαλώντας το στην πλάτη του το ανέβασε ο αδερφός του σε εκείνο το καταραμένο σαπιοκάραβο. Πέθανε το χειμώνα του 1923 σε ένα θλιβερό προσφυγικό στρατόπεδο της Κωνσταντινούπολης ίσως από τύφο, ίσως από ασιτία. Δεν είχε κλείσει καν τα επτά του χρόνια. Το έλεγαν Χαρίκλεια και ήταν αδερφή του παππού μου.
 
Σου μιλώ για αυτό το παιδί, γιατί τυχαίνει να είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θυμάται ακόμη το όνομά του. Δεν ξέρω γιατί, αλλά από τη μέρα που έμαθα τον ερχομό σου, ο νους μου τριγυρίζει συνέχεια σε εκείνο το παιδί. Τρέμω και μόνο στην ιδέα ότι θα μπορούσε να ζήσεις έστω και ένα μέρος όσων πέρασε. Θέλω να είσαι ευτυχισμένη και να απολαύσεις όλα όσα δικαιούσαι. Σε ότι με αφορά θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να το πετύχω. Σε εξορκίζω όμως να μη το ξεχάσεις ποτέ εκείνο το κοριτσάκι. Μου το χρωστάς…
 
Υ.Γ.
Πιθανόν να αναρωτιέσαι γιατί επέλεξα αυτόν τον τρόπο για επικοινωνήσω μαζί σου. Ασφαλώς και θα μου ήταν ευκολότερο να γράψω τις σκέψεις μου σε ένα χαρτί και να το αφήσω σε ένα συρτάρι του γραφείου μου, για να το βρεις, όταν μεγαλώσεις. Σκέφτηκα όμως ότι αν δεν νοιώσεις ποτέ την ανάγκη να ξεφυλλίσεις τη στοίβα από τα ξεθωριασμένα περιοδικά που θα βρεις στη βιβλιοθήκη μου -τη μόνη ίσως κληρονομιά που πρόκειται να βρεις από τον πατέρα σου- τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να διαβάσεις αυτές τις γραμμές. Θα είναι απλά χάσιμο χρόνου…
 
Δημοσιεύτηκε στο 15ο τεύχος του περιοδικού Άμαστρις
Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

5 thoughts on “Τσικαρόπο μ΄.

  1. Ἐγὼ Φιλονόη ἤμουν τυχηρότερος. Ἔμεγάλωσα ἔχων παπποῦν τὸν ἐκ Κερασοῦντος Παναγιώτην ὁ ὁποῖος μοῦ ἐδιηγεῖτο τὰε τῆς πατρίδος του, ἐπαιζε τὴν λύραν του καὶ ἐχόρευε τοὺς ἡρωϊκοὺς αὐτοὺς χοροὺς τοῦ Πόντου. Καὶ αἱ παρέαι του

  2. Ἐπειδὴ ἡ ξυγγραφὴ τοῦ σχολίου διεκόπη αἰφνιδίως ἐπανέρχομαι Φιλονόη λέγων μόνον ὅτι παιδιόθεν ἐδιδάχθην τὸν Πόντον, τὸν ἠσθάνθην καὶ εἶμαι ὑπερύφανος διὰ τὴν – μερικῶς ἔστω – καταγωγήν μου αὐτὴν. Δὲν εἶναι ὀλίγον νὰ κατάγεσαι ἀπὸ τὴν πατρίδα ἑνὸς Διογένους ἤ ἑνὸς Μιθριδάτου καὶ ἄλλων πολλῶν γιγάντων! Εἶναι προνόμιον!!.

  3. Με συγκινησες,Φιλονοη,κλαιω απο τον πονο της αδικιας για τους δικους μας που χαθηκαν,αλλα ΟΧΙ στη μνημη μας.Καποτε τα πραγματα θα ερθοθν στα ισια τους.Ελπιζω να ειμαι ζωντανος να το δω,αλλα αν δεν ειμαι,ο μικρος Αλεξανδρος και η μικρουλα Σοφουλα θα ξερουν ποιοι ειναι,και θα συνεχισουν…Να εσαι καλα μωροπωμ’.

    • Κι ἐγὼ κλαίω Ἴωνα. Δὲν ἔμαθα τὴν πατρική μου γλῶσσα. Ἔμαθα μόνον τὴν μητρική μου. Κι αὐτὸ μὲ πονᾶ. Κάθε φορὰ ποὺ σκοντάφτω σὲ «ἄγνωστη» λέξι ἀνατρέχω σὲ συγγενεῖς, φίλους, λεξικὰ πρὸ κειμένου νὰ τὴν μάθω. Καὶ εἰλικρινῶς αἰσθάνομαι ὀρφανή!
      Βλέπεις, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ μᾶς τὴν μάθαιναν δολοφονήθηκαν. Κι αὐτὸ μὲ κάνει νὰ θυμώνω ἀκόμη περισσότερο!
      Ὅσο γιὰ τὴν γιαγιὰ Πολυξένη, δὲν ἦταν πραγματική μας γιαγιά. Θεία τοῦ πατέρα μου ἦταν, ποὺ τὸν μεγάλωσε. Ἀλλὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της τὴν φιλοξενούσαμε ἀρκετοὺς μῆνες κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους.
      Ἄς εἶναι ἀναπαυμένη γιατὶ πόνεσε πολύ!!!!Ναὶ Ἴωνα. Ἔτσι εἶναι…. Τὰ δικά σου βλαστάρια θὰ εἶναι πιὸ τυχερά…
      Καλὴν δύναμιν!

  4. Νικόλαε, ἐγὼ δὲν ἤμουν τυχερή. Ἀντιθέτως θὰ ἔλεγα πὼς μᾶλλον συνέβησαν ὅλα ἐκεῖνα ποὺ χρειάζονταν πρὸ κειμένου νὰ μὴν μάθω τίποτα!
    Πρὸς τοῦτο ξανακάθομαι διαρκῶς στὰ θρανία καὶ πασχίζω νὰ τὰ μάθω ἕσα ἔμαθα λᾶθος, σωστὰ κι ἀπὸ τὴν ἀρχή…

Leave a Reply