Νίκη τῶν Θεσσαλῶν.

Πρᾶξις Α΄

Ὁ Ἥλιος, 
τὴν γῆς ἐπέλεξεν τῆς Νίκης τῶν Θεσσαλῶν, 
τὸ μεγαλεῖον του ν’ ἀποκαλύψῃ.
Θάλασσα ἐνδεδυμένη γαλήνην κι εὐμορφιά.
Γῆς ἐτῶν χιλιάδων…
περπατοῦσα καὶ κάθε ἀχτίδαν ἐμύριζα, 
τῆς συστάδας ποὺ ξέφευγε καὶ τῆς γραμμῆς…
 
Ἀναρωτιόμουν ποῦ νὰ  ᾿ναι ἄρα γε, 
οἱ ἀρχαιολογικοὶ χῶροι θαμμένοι;
Μονάχα ἐμπρός μου καταστήματα πολυεθνικῆς. 
Περπατοῦσα σκεπτικός…
 
Πλῆθος εἶδα μακρυά μου νὰ φωνασκῇ. 
Νὰ ἰδῶ πλησίασα,
μιᾶς καὶ ξένος εἰς τὴ πόλιν, δὲν ἐγνώριζα,
κόσμος πολύς,
ἔξω συγκεντρωμένος ἀπὸ τὸ μεγαλύτερον
ἴσως ἐν Ἑλλάδι ὑποκατάστημα τῆς πολυεθνικῆς
Θ.Ε.Ο.Σ.     Α.Ε.

 Γύρω κάγκελα παντοῦ,
ἐπίλεκτα παλληκάρια καλοσχηματισμένα,
μὲ στολὲς ὡραῖες
κι ἕνα θέ μου γλυκὺ χαμόγελον εἰς τὰ χείλη τους…
πόσον τοὺς ἄρεσε αὐτὸ ποὺ ἔκαμναν!

Προστάτευαν ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς δολίους, 
τὴν περιουσίαν τῶν περιουσίων!
 
Καὶ τότες ἐκατάλαβα! 
Ἐπίλεκτα στελέχη τῶν ἐπιλέκτων ἑταιρειῶν, 
εἶχαν συνάντησιν ἐδῶ.
Τὰ μεγάφωνα ἐπὶ ὥρας μισῆς,
τὴν παρουσίαν ἀνήγγειλαν,
τῶν ἱερῶν διευθυντάδων τῶν ἄλλων ὑποκαταστημάτων
ποὺ παρευρίσκοντο
κι ἔπειτας δέος!
Ὁ ἴδιος ὁ Κάρλ Παπούλ,
ὁ Γαϊδοὺρ Σαμάρ,
ὁ Ἀλὴτ Κλεφτράν,
ὁ Ἅι Δῶστε,
ὁ Ἅι Κιάλλα,
συνοδευόμενοι ἀπὸ τοὺς,
Σκατὰρ Συναπαντάμ,
ἐπέρασαν τὴν εἴσοδον τοῦ καταστήματος.
Ὁ κόσμος ἐφώναζε, μὰ δὲν ἔφευγε!
Τότες ἐρώτησα κάποιον ποὺ ἔκλαιε, 
διότι δὲν τὸν ἄφηναν νὰ περάσῃ μέσα:
Φίλε μου, τοῦ εἶπα, μέσα ἔχουν κηδείαν,
τὸν νεκρὸν προσκυνοῦν,
θὰ ᾿ναι ὅλοι συγγενεῖς!
Πήγαινε σὲ ἄλλον κατάστημα νὰ ψωνίσῃς!
Ἴδια εἶναι ἑταιρεία, ἴδιον προϊόν!
Μὰ ἐτοῦτος ὀργισμένος, 
θέλησε ἐμένα νὰ κτυπήσῃ, 
μιᾶς καὶ δὲν εἶχε οὔτε τὴν δύναμιν, 
μὰ οὔτε τὴν σκέψιν νὰ κατανοήσῃ, 
πὼς ἤμουν μόνον Λόγος Ἀληθής. 
Γύρισα κι ἔφυα θλιμμένος. 
Μέσα ἄκουα ἀπὸ τὸ πολυκατάστημα, 
νὰ ὁμιλοῦν οἱ ἱεροδιευθυντάδες 
κι ἀπέξω οἱ ἄλλοι ἐφώναζαν, 
οἱ δοῦλοι…τοῦ Θεοῦ…
 
Πρᾶξις Β΄ 
 
 
Τριγμὸς καὶ βοή, 
τ’ ἀψηλὰ περάσματα ἠχοῦσαν, 
ἡμέραν ἑορτῆς, ὥραν ζωῆς, 
καμπάνες καὶ τρόμος, 
λαμπρὴ μὲ σκότος, 
ἐχθροὶ γελαστοί, 
Μέγας ὁ Νέκυος, 
μικρὸς ὁ νοῦς, 
νιότης μὲ γῆρας, 
ἡ γλῶσσα κλαίουσα· 
Τριγμὸς καὶ βοὴ 
κι ὁ Λευκὸς Καβαλάρης, 
μόνος ἐφύλαε τὴν μαρμαρένιαν του καρδιά. 
Μήτες φωνὴν ἔλεεν, 
μήτες δάκρυον ἐκύλαε, 
μήτες λάμψις τὸ ξίφος.
 
Τῶν ὕμνων ἡ Δόξα, 
κάτου ἀπ’τὴν γῆς μοιρολογοῦσε 
καὶ πλήθη τὰ χείλη νέκυον ἐφιλοῦσαν.
Ὁ Ἄρχων μὲ μαῦρον ῥοῦχον 
κι ἀπάνω μαλάματα, ζαφείρια, ἀσήμια 
κι Ἀτίμωσιν τοῦ Ἀθρώπου ἀνάγλυφον, 
κάτου κι αὐτὸς ἀπὸ τὴν γῆς, 
τὸ χέρι ἅπλωνε, 
τὸ σωσμένον ζητοῦσε βιός, 
τοῦ παραπλανημένου.
  
Κι ἦλθαν ἄρχοντες μὲ στέμματα καὶ τίτλους γυαλιστεροὺς 
κι ἄνοιε τὸ χαμόγελόν τους 
κι ἔβγαινε ἔξω Θάνατος!
Μήτες λυχνάρι γιὰ φῶς, 
ὅλον σκοτάδι 
καὶ γύρω τυφλοί, 
σὲ μεγάλην ὁδὸν χειροκροτοῦσαν, 
Τὸ Τίποτα, 
Τὸν Κανέναν, 
Τὸν Νέκυον 
καὶ Τὸν Ἄρχοντα… 
μόνος ἐπιζῶν ὁ Ἥλιος,
συγχώραε πάλι τοὺς τυφλοὺς 
κι ἔγερνε ἀργὰ νὰ κλάψῃ, 
ἀντίκρυ τῆς Νίκης τῶν Θεσσαλῶν…
  
Πρᾶξις Γ΄ 
 

 Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐξύπνησα ἐνωρίς.

Ὑποσχέθηκα εἰς τὰ πόδια μου, 
νὰ τὰ πάω πίσω ἀπὸ τὸν Πύργον, 
ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν Θάλασσαν, 
μιᾶς καὶ τὰ μάτια μου, 
οὔτε νὰ ἰδοῦν ἤθελαν 
κι οὔτε λέξιν νὰ εἰποῦν τὰ χείλη μου.
 
Τ’ ἄφησα νὰ περπατοῦν, 
σὲ πλακόστρωτα δρομιὰ… 
κι ἦταν ποδάρια χιλιάδες.
 
Ἀκολούθησα τὸ σούρσιμόν τους, 
ἔφθασα ἴσαμε τὰ σίδερα.
Οὔτε ἕνα μάτι δὲν εἶδα, 
μήτες λέξιν δὲν ἄκουσα 
κι ὀμπρός μου σίδερα 
κι ἡ σιγὴ τῶν ποδιῶν, 
Τὸ μόνον διάφορον, 
οἱ φονιάδες τοῦ Ἄλφα ἀντίκρυ, 
τὸν Ἥλιον ἐχαιρόντουσαν.
Δὲν εἶχαν φόβον μήτες ταραχήν. 
Δὲν τοὺς ἔβλεπαν μάτια, 
μήτες αὐτιὰ τοὺς ἄκουαν, 
γλῶσσα καμμιά… 
μονάχα χείλη νὰ τοὺς φιλοῦν εἶδα 
καὶ ποδάρια χιλιάδες 
καὶ γύρω τους κάγκελα… 
Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply