Ἀμερικὴ ἐναντίον Εὐρώπης

Ἡ Ἀμερικὴ ἐναντίον τῆς Εὐρώπης
Alain De Benoist

Τίτλος πρωτοτύπου: The Land of Milk and Honey

Ὁ Alain de Benoist ἐξηγεῖ γιατὶ ὁ Ἀμερικανισμὸς ἀντιτίθεται στὴν Εὐρωπαϊκὴ ταὐτότητα.

Τοῦ  Alain De Benoist

Κανεὶς δὲν θέλει νὰ εἶναι τὸ ἀντικείμενο κριτικῆς, καὶ οἱ Ἀμερικανοὶ δὲν διαφέρουν σὲ αὐτὸ ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Καὶ ὅταν κάποιος εἶναι ὁ στόχος τῆς κριτικῆς, δὲν ἀναμένεται ὅτι πάντα θὰ συμφωνήσῃ μαζύ της. Ὡστόσο εἶναι σημαντικὸ νὰ κατανοήσουν αὐτὴν τὴν κριτική, νὰ τὴν λάβουν σοβαρὰ ὑπ’ ὄψιν στὸ δικό της πλαίσιο, καὶ ὄχι ἁπλὰ νὰ τὴν ἀποῤῥίψουν σὰν προερχομένη ἀπὸ κακία, ζήλια ἤ ἄγνοια.

Ἡ κριτικὴ ποὺ ἡ γαλλικὴ Νέα Δεξιά (ΝΔ) ἔχει ἐξαπολύσῃ στὴν Ἀμερικὴ ἔχει ἀποκτήσῃ μιὰν ἀδικαιολόγητη ταμπέλα ὅτι ἐνέχει κάποιου εἴδους κρυφὸ γαλλικὸ σωβινισμὸ ἤ «ἀντιαμερικανική» φοβία. Καὶ πολλάκις ἡ κριτικὴ τῆς Νέας Δεξιᾶς δὲν ἔχει γίνῃ διόλου κατανοητή. Μερικοὶ Ἀμερικανοὶ — ποὺ καὶ οἱ ἴδιοι κατακρίνουν αὐτὸ ποὺ κατέληξε νὰ γίνῃ ἡ χώρα τους καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἐξελίχθη — ὑποθέτουν ὅτι ἡ κριτικὴ αὐτὴ ἀφορᾶ κυρίως στὴν σημερινὴ Ἀμερική. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια. Ἡ κριτικὴ ποὺ ἡ ΝΔ ἀσκεῖ ἐναντίον τῆς Ἀμερικῆς στοχεύει στὴν πραγματικότητα τὸ ἴδιο τὸ θεμέλιο αὐτοῦ ποὺ ἀποκαλοῦμε «Ἀμερικανικὴ ἰδεολογία» — μιὰ ἰδεολογία ποὺ ἀνάγεται στοὺς Ἰδρυτές της. Ἢ, γιὰ νὰ τὸ θέσω διαφορετικά, δὲν πρόκειται γιὰ κριτικὴ τῆς πολυφυλετικῆς (ἢ «πολυπολιτισμικῆς») Ἀμερικῆς τῆς συγχρόνου καὶ μεταμοντέρνας ἐποχῆς, ἀλλὰ πρωτίστως γιὰ κριτικὴ ἐναντίον τῆς Ἀμερικῆς ποὺ ἐδημιούργησαν οἱ λευκοὶ καὶ ἀγγλοσάξονες χριστιανοί.

Ἡ Εὐρώπη οὐδέποτε ἐκήρυξε πόλεμο στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες. Εἶναι ὡστόσο σαφέστατο ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχή τους ἀκόμη οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς εἶχαν ἀνοικτοὺς λογαριασμοὺς νὰ κανονίσουν μὲ τὴν Εὐρώπη. Ἡ Ἀμερικὴ ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἔλθῃ σὲ ῥήξη μὲ τὴν Εὐρώπη. Αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμούσαν πρωτίστως οἱ κοινότητες τῶν μεταναστῶν στὸν Νέο Κόσμο ἦταν νὰ ἐγκαταλείψουν τοὺς κανόνες καὶ τὶς πολιτικὲς ἀρχὲς ποὺ ἐπεκράτησαν στὴν Εὐρώπη. Τὸ ἀμερικανικὸ ἔθνος προέκυψε μέ μορφὴ ἐγγράφου συμφωνίας κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς νεωτερικότητος, παραπέμποντας σὲ μεγάλο βαθμὸ στὴν «ἀρχέγονη σκηνή» ὅπως τὴν ἐφαντάζετο ὁ Sigmund Freud: τὰ τέκνα συναθροίζονται μαζὺ πρὸ κειμένου νὰ σκοτώσουν τὸν πατέρα τους καὶ στὴν συνέχεια συντάσσουν ἕνα ἔγγραφο συμβόλαιο ποὺ ἐπικυρώνει τὴν σχέση μεταξὺ ἴσων.

Προφανῶς ὁ ἐν λόγῳ πατέρας σὲ αὐτὸ τὸ σχῆμα ἦταν ἡ Εὐρώπη. Ἦταν ἀπαραίτητο νὰ συμβῇ μιὰ ἰσχυρὰ ῥῆξις μὲ το παρελθόν, πρὸ κειμένου νὰ δημιουργηθῇ μιὰ νέα ἀνθρωπότης. Ἔτσι, διαβάζουμε στὰ ὁμοσπονδιακὰ ἔγγραφα (Federalist Papers):

Ἐὰν ὅλα τὰ σημαντικὰ βήματα ποὺ ἔκαναν οἱ ἡγέτες τῆς Ἐπαναστάσεως δὲν ἐβασίζοντο σὲ κάποιο νομικὸ προηγούμενο, ἐὰν γιὰ τὴν κυβέρνηση ποὺ ἐγκαθίδρυσαν δὲν ὑποβάλετο (προσκομίζετο) ἕνα ἀκριβὲς μοντέλο, οἱ ἄνθρωποι τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν ἴσως, αὐτὴν τὴν στιγμή, νὰ συγκαταλέγοντο ἤδη στὰ μελαγχολικὰ θύματα τῶν ἀστόχων (παραπλανημένων) συμβουλίων, ἢ στὴν καλλιτέρα τῶν περιπτώσεων νὰ μοχθοῦσαν ὑπὸ τὸ βάρος κάποιων ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς μορφὲς ποὺ συνέθλιψαν τὶς ἐλευθερίες τῆς ὑποολοίπου ἀνθρωπότητος. Εὐτυχῶς, γιὰ τὴν Ἀμερικὴ καὶ πιστεύουμε καὶ γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἠκολούθησαν μιὰ νέα καὶ πιὸ εὐγενὴ πορεία. Κατάφεραν μίαν ἐπανάσταση μοναδικὴ στὰ χρονικὰ τῆς ἀνθρωπίνου κοινωνίας. Ἀνέπτυξαν κυβερνητικοὺς ἱστοὺς ποὺ δὲν ἔχουν κάποιο μοντέλο ἐπὶ προσώπου γῆς.
[Federalist Papers, No. 14, 30 Νοεμβρίου, 1787]

Ὁμοίως, ἦταν ἐναντίον τῆς Εὐρώπης ποὺ τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1823 ὁ James Monroe διετύπωσε τὴν κεντρικὴ θέση του διασήμου του «Δόγματος», δηλαδὴ ὅτι οὐδὲ μία Εὐρωπαϊκὴ παρέμβασις πρέπει νὰ γίνῃ ἀνεκτὴ σὲ ὁποιοδήποτε σημείο ἀπολύτως στὴν Ἀμερικανικὴ ἤπειρο. «Καὶ πολὺ ἀκούσαμε τὶς ἁβρὲς Μοῦσες τῆς Εὐρώπης», ἀνεφώνησε ἀπὸ μέρους του ὁ ποιητὴς καὶ φιλόσοφος Ralph Waldo Emerson τὸν 19ο αἰῶνα. «Ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις», ὅπως οἱ Dominique Moisi καὶ Jacques Rupnik παρατηροῦν,

«ἡ Ἀμερικὴ εἶναι ἀντι-Εὐρώπη. Ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ δημιουργηθῇ μία «νέα Ιερουσαλήμ» ἐπὶ γῆς πρὸ κειμένου νὰ ξεπερασθοῦν οἱ περιορισμοὶ καὶ τὰ λάθη τῆς Εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας».

Δεδομένου ὅτι ἡ ὑπηκοότης στὶς ΗΠΑ θεμελιώνεται σὲ ἕνα συμβόλαιο μεταξὺ μεταναστῶν ποὺ ἡ καταγωγή τους ποικίλει, συνεπάγεται ὅτι ὅλες οἱ πολιτιστικὲς ἰδιαιτερότητες πρέπει νὰ ὑποβιβασθοῦν στὴν ἰδιωτικὴ σφαίρα, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ κρατηθοῦν προσωρινὰ ἐκτὸς τῆς ἐννοίας τῆς ὑπηκοότητος. Ἡ ἀπαίτησις αὐτὴ ταιριάζει ἀπολύτως μὲ τὴν ἀτομικιστικὴ φιλοσοφία τῶν Ἱδρυτῶν τῶν ΗΠΑ. Ἦταν στὴν Ἀμερική, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ μία κοινωνία ἐρμηνεύεται ὡς ἀποτελουμένη ἀποκλειστικῶς ἀπὸ ἄτομα καὶ ὄχι ἀπὸ ὁμάδες, ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἴδιος ὁ καπιταλισμὸς θέτει ὡς προϋπόθεσή του ἕνα εἴδος ἀτομικισμοῦ προσανατολισμένο πρῶτα στὴν κατοχὴ ἰδιοκτησίας.

Κάποιες φορὲς ἡ ἀδιαφορία τῶν Ἀμερικανῶν πρὸς τὴν ἱστορία ἀποδίδεται στὴν σχετικὰ μικρῆς διαρκείας ὕπαρξη τῆς χώρας τους. Ἡ ἐξήγησις αὐτὴ δὲν εἶναι ἱκανοποιητική. Ἄλλωστε, δύο αἰῶνες εἶναι ἀρκετὰ μακρὺ χρονικὸ διάστημα. Στὴν πραγματικότητα τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι τόσο ὅτι οἱ Ἀμερικανοὶ «δὲν ἔχουν ἱστορία» ἀλλὰ μᾶλλον ὅτι δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχουν. Καὶ δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχουν διότι, γι’ αὐτούς, τὸ παρελθὸν τοὺς θυμίζει τὶς Εὐρωπαϊκές τους ῥίζες, τὶς ὁποῖες κάποτε προσεπάθησαν νὰ ἀποῤῥίψουν. «Αὐτοὶ εἶναι οἱ μόνοι ἄνθρωποι χωρὶς ῥίζες καὶ γενεαλογία,» ἔγραψε, ἐπιδοκιμαστικά, ὁ λιμπεραλιστὴς συγγραφέας Guy Sorman. Ὁ Thomas Jefferson ἐξέφρασε τὴν ἴδια ἰδέα λέγοντας ὅτι κάθε γενεὰ ἀποτελεῖ ἔνα «ξεχωριστὸ ἔθνος.» «Οἱ νεκροί», εἶπε, «δὲν ἔχουν δικαιώματα». Ὁ Daniel Boorstin, πρώην διευθυντὴς τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Κογκρέσου, ἔγραψε ὅτι «ἡ ὅλη ἰδέα τοῦ νὰ τονίζουν κάποιοι Ἀμερικανοὶ τὴν καταγωγή τους δὲν εἶναι ἀμερικανική.

Πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν μόνον Ἀμερικανοί. Πολωνοί-Ἀμερικανοί, Ἰταλοὶ-Ἀμερικανοὶ ἢ Ἀφρο-Ἀμερικανοὶ εἶναι μιὰ ἔμφασις ποὺ δὲν ὀδηγεῖ κάπου… Οἱ Ἀμερικανοὶ προτιμοῦν νὰ ἀποκαλῶνται μὲ τὰ μικρά τους ὀνόματα καὶ νὰ παραμερίζουν αὐτὰ ποὺ ὑποδηλώνουν καταγωγή. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ ἀντικείμενα, ἡ τάσις εἶναι νὰ πετιοῦνται ὅλα ὅσα δὲν μποροῦν νὰ διατηρηθοῦν».

Ἡ ἴδια παρατήρησις ἔγινε ἀπὸ τὸν Christopher Lasch, ὁ ὁποῖος ἔγραψε ὅτι στὶς ΗΠΑ «ἡ ἀποκοπὴ τῶν ῥιζῶν ἀνέκαθεν ἐκλαμβάνετο ὡς ἡ προϋπόθεσις γιὰ αὐξημένες ἐλευθερίες». Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Ἀμερικὴ μπορεῖ νὰ περιγραφῇ ὡς ἕνας πολιτισμὸς ποὺ ὑπάρχει στὸν χῶρο, καὶ ὄχι ὡς πολιτισμὸς ποὺ ὑπάρχει στὸν χρόνο. Ὁ ἰδρυτικός της μῦθος δὲν εἶναι ἡ καταγωγὴ ἀλλὰ ἡ μεθόριος, ποὺ τὸ 1893 ὁ Frederick Jackson Turner ἑρμήνευσε ὡς τὴν πιὸ ἀντιπροσωπευτικὴ ἔννοια τοῦ Ἀμερικανικοῦ ἰδανικοῦ, δηλαδή, τὴν φιλοδοξία γιὰ τὴν «κατάκτηση τοῦ χώρου». «Ὅ,τι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι βιώνουν ὡς ἱστορία,» παρατηρεῖ ὁ Jean-Paul Dollé, «οἱ Ἀμερικανοὶ ἐκλαμβάνουν ὡς σημάδι ὑπαναπτύξεως.»

Καὶ οἱ Ἀμερικανοὶ δὲν ἐπιθυμοῦσαν τὴν ῥήξη μόνον μὲ τὴν Εὐρώπη. Ζητοῦσαν ἐπίσης νὰ δημιουργήσουν μιὰν νέα κοινωνία ποὺ θὰ ἀναγεννοῦσε τὴν ἀνθρωπότητα. Ἤθελαν νὰ δημιουργήσουν μίαν νέα «γῆ τῆς Ἐπαγγελίας» ποὺ θὰ γινόταν τὸ μοντέλο τῆς παγκοσμίου Ρεπούμπλικας. Αὐτὸ τὸ ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὴν Βίβλο θέμα, ποὺ βασίζεται στὴν ἰδέα τῆς «ἐκλεκτῆς» Ἀμερικῆς, ἀπὸ τὴν ἀρχή του καὶ μέσῳ μίας δῆθεν θεϊκῆς ἐπιλογῆς ἔχει ἀποτελέσῃ το θεμέλιο τῆς «ἀστικῆς θρησκείας» καὶ τοῦ Ἀμερικανικοῦ «ξεχωριστοῦ» (exceptionalism). Συνεχίζει νὰ ἀναδύεται ξανὰ καὶ ξανὰ ὡς τὸ κύριο θέμα ποὺ διατρέχει ὅλην τὴν Ἀμερικανικὴ ἱστορία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Προσκυνητῶν (Pilgrims), ὅπως γιὰ παράδειγμα ὅταν ὁ θεολόγος John Cotton  ἀπὸ τὸ Massachusetts Bay ἐπρότεινε τὴν ὑιοθέτηση τῆς ἑβραϊκῆς ὡς ἐπισήμου γλῶσσα γιὰ τὶς πρῴην βρεταννικὲς ἀποικίες. Ὁ John Winthrop, ὁ πρῶτος κυβερνήτης τῆς ἀποικίας τοῦ Massachusetts Bay, ποὺ ἰδρύθη τὸ 1629, ἰσχυρίσθη:

Πρέπει πάντα νὰ θεωροῦμε θὰ εἴμαστε ὅπως μία πόλη ἐπάνω σὲ ἕναν λόφο –τὰ μάτια ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἐπάνω μας. Σήμερα τὰ μάτια ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἶναι πραγματικὰ ἐπάνω μας– καὶ οἱ κυβερνήσεις μας, σὲ κάθε κλάδο, σὲ κάθε ἐπίπεδο, κεντρικὸ ἢ τοπικό, θὰ πρέπῃ νὰ εἶναι σὰν μία πόλις ἐπάνω σὲ ἕναν λόφο.

[John Winthrop, A Modell of Christian Charity (1630), Collections of the Massachusetts Historical Society (Boston, 1838).

[Ὁ Winthrop ἔκανε τὸ κήρυγμά του αὐτὸ ἐπάνω στὸ κατάστρωμα τοῦ Arbella πηγαίνοντας στὴν ἀποικία τοῦ Massachusetts Bay. «Ἡ πόλις ἐπάνω σὲ ἕναν λόφο» εἶναι ἀναφορὰ στὸν Ματθαῖο 5:14, ὅπου ὁ Ἰησοῦς λέει στοὺς ἀκροατές του, «Εἴσασθε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Μία πόλις ποὺ εὑρίσκεται ἐπάνω σὲ ἕναν λόφο δὲν μπορεῖ νὰ κρυφθῇ.»]

Παρόμοιες δηλώσεις ἔγιναν ἀπὸ τὸν William Penn, ἀρχηγὸ τῆς ἀποικίας τῶν Κουακέρων τῆς μελλοντικῆς Πενσυλβάνια, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς ἀποίκους τῆς Βιρτζίνια. Ἤδη ἀπὸ τὸ 1668, ὁ William Stoughton ἀνεφώνησε: «Ὁ θεὸς ἐκοσκίνησε ἕνα ὁλόκληρο έθνος ὥστε νὰ στείλῃ ἐκλεκτὸ σιτάρι σὲ αὐτὴν τὴν ἑρημιά.» [Election Sermon at Boston, April 29, 1669]. Γιὰ τὸν Daniel Webster, οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες εἶναι «γῆ τῆς ἐπαγγελίας»,

Ἐὰν ὄντως αὐτὸς τὸ ἐσχεδίασε ἀπὸ Πρόνοια, ὅτι ἡ μεγαλειωδεστέρα ἔκθεσις τοῦ ἀνθρωπίνου χαρακτῆρος καὶ τῶν ἀνθρωπίνων ὑποθέσεων θὰ λάβουν χώρα σὲ αὐτὸ τὸ θέατρο τοῦ Δυτικοῦ κόσμου.

[The Character of George Washington, Speech at a Public Dinner, Washington, February 22, 1832.]

Ὁ Τόμας Τζέφερσον ὁρίζει ἕνα καὶ μόνον σύνολο ἀτομικῶν καὶ συλλογικῶν δικαιωμάτων γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὑπὸ τὴν ἐπηροὴ τοῦ δόγματος τῶν φυσικῶν δικαιώματα, τὰ δικαιώματα αὐτὰ ἐξελήφθησαν ὡς καθολικὰ καὶ ἰσχύοντα σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ τόπο. Στὶς 13 Νοεμβρίου, 1813, ὁ John Adams προέτρεψε [παρῴτρυνε] τοὺς Αμερικανοὺς στὴν «ἁγνή, ἐνάρετη, δημόσια, ὁμοσπονδιακὴ ῥεπούμπλικά μας, ποὺ θὰ διαρκέσῃ γιὰ πάντα, θὰ κυβερνήσῃ τὴν ὑφήλιο καὶ θὰ εἰσαγάγῃ τὴν τελειότητα τοῦ ἀνθρώπου» [John Adams to Thomas Jefferson, November 15, 1813]. Ἀκόμη καὶ τὸ 1996, ὁ «συντηρητικός» γερουσιαστὴς τῶν ΗΠΑ, Jesse Helms, ἀνεφώνησε ὅτι, «οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες πρέπει νὰ καθοδηγήσουν τὸν κόσμο μὲ τὴν ἠθικὴ δάδα… καὶ νὰ χρησιμεύσουν ὡς παράδειγμα γιὰ ὅλους τοὺς λαούς».

Ὁ στόχος δὲν εἶναι μόνον νὰ καλωσορίζουν τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀποβλήτους, ὅπως διεκηρύχθη στὴν επιγραφὴ τοῦ βάθρου τοῦ Ἀγάλματος τῆς Ἐλευθερίας:

«Κρατῆστε, ἀρχαῖα ἐδάφη, τὴν χιλιοτραγουδισμένη σας λαμπρότητα!» κραυγάζει αὐτὴ [ἡ Μητέρα τῶν Ἐξορίστων] μὲ χείλη σιωπηλά.
«Δόσατέ μου τοὺς κουρασμένους σας, τοὺς φτωχούς σας,
Τὶς συνωστισμένες σας μάζες ποὺ λαχταροῦν νὰ ἀναπνεύσουν ἐλεύθερα,
Τοὺς ἀποῤῥιφθέντες ἀθλίους ποὺ γεμίζουν τὶς ἀκτές σας.
Στείλατέ τους, τοὺς ἀστέγους, ῥιφθέντες ἀπὸ τὴν τρικυμία σὲ ἐμένα,
Σηκώνω τὴν λαμπάδα μου δίπλα στὴν χρυσῆ πόρτα!»

Ὁ στόχος εἶναι ἐπίσης νὰ βοηθήσουν τοὺς νεοεισερχομένους νὰ πάρουν ἐκδίκηση ἐναντίον τῆς χώρας προελεύσεώς τους. Καὶ ἐπίσης νὰ συνεχίσουν νὰ πορεύονται μὲ τρόπο ποὺ θὰ ὀδηγήσῃ τελικὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο νὰ ἐμποτισθῇ μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ ἀμερικανικὴ κοινωνία εἶναι ἡ τελεία κοινωνία καὶ ὅτι οἱ ἀπόγονοι τῶν Πουριτανῶν εἶναι οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ. Ἐπιπροσθέτως, εἶναι ἡ πουριτανικὴ θεολογία τῆς «διαθήκης» ποὺ ἐνέπνευσε τὸ δόγμα τοῦ Προδήλου Πεπρωμένου [Manifest Destiny: ἡ πεποίθησις τοῦ 19ου αἰῶνος, ὅτι οἱ τότε ἰδρυθεῖσες ΗΠ ἦσαν ἡ χώρα τῶν ἐκλεκτῶν, στὴν ὁποίαν ὁλόκληρος ἡ Βόρειος ἀμερικανικὴ ἤπειρος ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄρα καὶ ἡ ἐπέκτασίς τους ἦταν ἀναπόφευκτος], ὅπως ἐπροτάθη ἀπὸ τὸν John L. O’Sullivan τὸ 1839:

Ἡ γέννησις τοῦ ἔθνους μας ἦταν ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ἱστορίας, ὁ σχηματισμὸς καὶ ἡ πρόοδος ἑνὸς πολιτικοῦ συστήματος ποὺ οὐδέποτε ἄλλοτε ἔχει δοκιμασθῇ, τὸ ὁποῖο μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ παρελθὸν καὶ μᾶς συνδέει μόνον μὲ τὸ μέλλον∙ καὶ μέχρι στιγμῆς ὅσον ἀφορᾷ στὴν ὅλη ἀνάπτυξη τῶν φυσικῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ἠθική, πολιτικὴ καὶ ἐθνικὴ ζωή, ἐμεῖς μποροῦμε μὲ βεβαιότητα νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ χώρα μας εἶναι προορισμένη νὰ γίνῃ τὸ μεγάλο ἔθνος του μέλλοντος…  Καί ποιός, λοιπόν, μπορεῖ νά ἀμφισβητήσῃ ὅτι ἡ χώρα μας εἶναι προορισμένη νὰ γίνῃ τὸ μεγάλο ἔθνος του μέλλοντος;

[John L. O’Sullivan, “The Great Nation of Futurity,” The United States Democratic Review, Volume 6, 1839.]

Μὲ ἄλλα λόγια, ἐὰν ὁ Θεὸς εἶχε ἐπιλέξῃ νὰ εὐνοήσῃ τοὺς Ἀμερικανούς, αὐτοὶ πρέπει νὰ ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ προσηλυτίσουν ἄλλους λαοὺς μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο πιστεύουν αὐτοὶ καλλίτερο καὶ πιὸ πρόσφορο.

Ὡς ἐκ τούτου, ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ παρατηροῦμε τὸν ἀπομονωτισμὸ — ἡ Ἀμερικὴ πρέπει νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο, ὁ ὁποῖος θωρεῖται ὡς διεφθαρμένος. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὑπάρχει ἀνάγκη γιὰ «σταυροφορία» — ὁ κόσμος πρέπει σταδιακὰ νὰ διέπεται ἀπὸ τὶς καθολικὲς ἀξίες τοῦ αμερικανικοῦ συστήματος. Ὅπως στὰ οικονομικά, οἱ πολιτικὲς τοῦ ἐλευθέρου ἐμπορίου δὲν ἀπέκλεισαν ποτὲ τὴν χρήση τοῦ προστατευτισμοῦ, ὅποτε αὐτὸ ἐκρίνετο ἀπαραίτητο, ὁμοίως στὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ ὁ ἀπομονωτισμός, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς  «σταυροφορίας», μποροῦν νὰ συμβαδίζουν. Αὐτὲς εἶναι οἱ δύο ὄψεις τῆς ἰδίας μεσσιανικῆς ἀποστολῆς καὶ ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τοῦ πῶς ὁ πολιτικὸς οὐνιβερσαλισμὸς εἶναι ἁπλῶς ἕνα προκάλυμμα γιὰ τὸν ἐθνοκεντρισμό τους, δηλαδή, ἕνα ἰδιόμορφο μοντέλο μὲ πλανητικὲς φιλοδοξίες.

Ἡ θεμελιώδης αὐτὴ βεβαιότης ἐξηγεῖ τὴν ἐξαιρετικὴ σταθερότητα τοῦ ἀμερικανικοῦ συστήματος. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἱστορίας τους, οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες ἔχουν γνωρίσῃ μόνον ἕνα σημαντικὸ πολιτικὸ μοντέλο, ἕνα μοντέλο τὸ ὁποῖο ἔχει παραμείνῃ οὐσιαστικὰ ἀμετάβλητο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἰδρυτῶν τους. Τὸ Σύνταγμά τους, σὲ μεγάλον βαθμὸ ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸν Λὸκ και γενικότερα ἀπὸ τὴν φιλοσοφία τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ ἔχοντας ἀπὸ τὸν ἐξονυχιστικὸ ἔλεγχο τοῦ πουριτανισμοῦ, ἔγινε ἕνα εἶδος ἱεροῦ μνημείου καθιστώντας τὸν Ἀμερικανισμὸ μιὰ πραγματικὴ θρησκεία. Εἴτε δεξιοὶ εἴτε ἀριστεροί, ἅπαντες οἱ Ἀμερικανοὶ συμφωνοῦν ὅτι ἔχουν μιὰ θεϊκὴ ἀποστολὴ νὰ διαδώσουν «τὸν λόγο» στὴν ἀνθρωπότητα. Ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ ἀχαλίνωτοι οὐτοπιστὲς δὲν θέτουν ὑπὸ καμμία ἀμφισβήτηση τὴν ἐξουσία τοῦ Συντάγματος ἤ τὴν ἀνωτερότητα τῆς ἀτομικῆς πρωτοβουλίας. Τὸ σύστημα μπορεῖ νὰ βελτιωθῇ ἤ νὰ μεταρρυθμισθῇ δειλά, ἀλλὰ πρέπει νὰ παραμείνῃ οὐσιαστικὰ ἀμετάβλητο, στὸν βαθμὸ ποὺ εἶναι ἀλληλένδετο μὲ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τῆς χώρας. Ἐνῶ στὴν Εὐρώπη εἶναι ἀκόμη δυνατὸν νὰ ἀναφερέμεθα σὲ μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀμέτρητα πολιτικὰ μοντέλα ποὺ ὑπῆρχαν στὸ παρελθόν, ἡ πολιτικὴ ἀντιπαράθεσις στὴν Ἀμερικὴ ἀρκεῖται νὰ περιορίζεται σὲ συζητήσεις σχετικὰ μὲ τὰ συγκριτικὰ πλεονεκτήματα τῶν Χάμιλτον, Τζέφερσον, Οὐάσιγκτον, κ.ο.κ. Ὁ φασισμὸς καὶ ὁ κομμουνισμὸς οὐδέποτε εἶχαν ὁποιανδήποτε οὐσιαστικὴ ἐπίδραση στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ὅπως δὲν εἶχαν οὔτε ἡ ἰδέα τῆς ἀντεπαναστάσεως, οὔτε ὁ κριτικὸς Μαρξισμός, οὔτε ὁ ἐπαναστατικὸς συνδικαλισμός, οὔτε ὁ Ἀναρχοσυνδικαλισμός, οἱ Καταστασιακοὶ κ.λπ. Στὰ πανεπιστήμια, τὰ μαθήματα πολιτικῶν ἐπιστημῶν συχνὰ ἐπικεντρώνονται σὲ ἀτέρμονες συζητήσεις σχετικὰ μὲ τὸ ἔργο τῶν Ἰδρυτῶν, ποὺ ἀπεικονίζονται ὡς φορεῖς ἀνυπερβλήτου κληρονομιᾶς. Ἀκόμη καὶ ἡ αἰώνια διένεξις μεταξὺ τῶν ὁμοσπονδιακῶν καὶ τῶν ἀντι-ὁμοσπονδιακῶν, μεταξὺ δηλαδὴ τῶν Χαμιλτονιανῶν καὶ τῶν Τζεφερσονιανῶν, εἶναι κατ’ οὐσίαν μιὰ οἰκογενιακὴ βεντέτα, ἡ ὁποία οὐδέποτε ἀμφισβητεῖ τὴν βασικὴ πολιτικὴ ὁμοφωνία.

Ἡ ἐσωτερικὴ Ἀμερικανικὴ πολιτικὴ συχνὰ περιορίζεται σὲ ἕναν διαγωνισμὸ μεταξὺ τῶν δύο μεγάλων κομμάτων, ποὺ στὰ μάτια τῶν Εὐρωπαίων λὲν λίγο πολὺ τὰ ἴδια πράγματα. Οἱ ἐκλογικὲς ἀναμετρήσεις, μὲ τὶς συγκεντρώσεις νὰ ὀργανώνονται ὡς παραστάσεις τσίρκου, ἐξαρτῶνται ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὸ χρῆμα. Ἡ «Δημοκρατία» στὴν Ἀμερικὴ ἰσοῦται μὲ οἰκονομικὴ ὀλιγαρχία. Οἱ ἐκλογὲς εἶναι οἰκονομικὴ ἐπίδειξις τῶν δισεκατομμυριούχων. Γιὰ τοὺς Ἀμερικανούς, θεωρεῖται φυσικὸ ὅτι οἱ πολιτικοὶ πρέπει νὰ εἶναι πλούσιοι — κατὰ τὴν ἄποψή μου, ἡ κοινωνία θὰ πρέπῃ νὰ εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσπιστος πρὸς ὅποιον εἶναι πλούσιος καὶ ἰσχυρὸς ταὐτοχρόνως — ὅπως ἀκριβῶς εἶναι φυσικὸ γιὰ τοὺς πολιτικούς τους νὰ ἐκθέτουν τὶς συζύγους καὶ τὰ παιδιὰ σὲ δημόσιες συναντήσεις, καθὼς βάζουν ὁλοένα καὶ περισσότερες θρησκευτικὲς φράσεις στὶς ὁμιλίες τους. Στὴν ἠπειρωτικὴ Εὐρώπη, ἐὰν ἕνας ἀρχηγὸς κράτους ἀπευθυνθῇ στοὺς ψηφοφόρους τους λέγοντας «ὁ Θεὸς νὰ σᾶς εὐλογῇ!» καὶ καλέσει τοὺς βουλευτὲς σὲ ὁλοήμερο προσευχὴ καὶ νηστεία ὁ περισσότερος κόσμος θὰ τὸν ἔχῃ ἔτοιμο γιὰ ἐγκλεισμὸ σὲ ψυχιατρικὸ ἄσυλο…

Ἡ ἀνάποδη ὄψις αὐτῆς τῆς θεσμικῆς παραλύσεως εἶναι ὁ τρομερὸς κονφορμισμὸς καὶ ἡ ἐξαιρετικὴ μονοτονία μιᾶς κοινωνίας πού, ἐπὶ σωρείας δεκαετιῶν, ἐπαναλαμβάνει μὲ τὴν ἴδια ὑπακοὴ τὸ πιστεύω της, ὅτι ἡ Ἀμερικὴ εἶναι μιὰ «ἐλευθέρα χώρα», ἐνῶ προσκολλᾶται στὶς ἴδιες καταστάσεις, συμμορφώνεται μὲ τὶς ἴδιες συμβάσεις, ἐπαναλαμβάνει τὰ ἴδια συνθήματα, καί, βεβαίως, φορώντας τὶς ἴδιες στολὲς (τζῆνς καὶ μπλουζάκια μὲ τὸ λογότυπο κάποιου πανεπιστημίου ποὺ οὐδέποτε συμμετεῖχε ἢ μιᾶς ὁμάδος μπέιζμπωλ τῆς ὁποίας οὐδέποτε ἦταν μέλος). Ἡ μονοτονία αὐτὴ εἶχε ἤδη περιγραφῇ ἀπὸ τὸν Alexis de Tocqueville, ὁ ὁποῖος διεπίστωσε ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ ἀλληλοδιαδεχόμενες ὀχλαγωγίες καὶ μόδες οὐδέποτε προαναγγέλουν κάτι καινούργιο στὴν Ἀμερική. Περίπου τὴν ἴδια ἐποχὴ ἡ Κόμησα τοῦ Merlin ἐπίσης παρετήρησε ὅτι ἡ ζωὴ τῶν Ἀμερικανῶν εἶναι «μία αἰωνία πορεία στὴν γεωμετρία».

Ἡ ἴδια μεσσιανικὴ βεβαιότης ἐμπνέει τὴν Ἀμερικανικὴ ἐξωτερικὴ πολιτική, τῆς ὁποίας ἡ βασικὴ ἀρχὴ εἶναι πὼς ὅ,τι εἶναι καλὸ γιὰ τὴν Ἀμερικὴ πρέπει νὰ εἶναι ἐπίσης καλὸ γιὰ ὅλον τὸν ὑπόλοιπο κόσμο — πρᾶγμα ποὺ συνεκδοχικὰ πρέπει νὰ ἐπιτρέπῃ στὴν Ἀμερικὴ νὰ περιμένῃ ἀπὸ τοὺς συμμάχους της χρηματικὲς συνεισφορὲς καὶ χειροκροτήματα. Ὡς τὸ ἐκκοσμικευμένο προκάλυμμα τοῦ Πουριτανικοῦ ἰδανικοῦ, ἡ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ βασίζεται στὴν ἰδέα ὅτι μόνον ἡ ἔλλειψις πληροφορίας ἢ τὸ ἔγγενὲς κακὸ τῶν ξένων ἡγετῶν εὐθύνεται γιὰ τὴν ἀπροθυμία τῶν ἀνθρώπων σὲ ὅλον τὸν κόσμο νὰ ἐνστερνισθοῦν τὸν Ἀμερικανικὸ τρόπο ζωῆς. Ὅπως ἔγραψε καὶ ὁ Jean Baudrillard, οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες εἶναι μία κοινωνία

τῆς ὁποίας ἡ ἀφέλεια μπορεῖ νὰ περιγραφῇ ὡς ἀφόρητος, καὶ ποὺ ἡ ἔμμονη ἰδέα της εἶναι ὅτι ἡ Ἀμερικὴ εἶναι ἡ τέλεια ὁλοκλήρωσις ὅλων ὅσων ὀνειρεύονται οἱ ἄλλοι.

[Jean Baudrillard, America]

Οἱ «Διεθνεῖς σχέσεις» δὲν εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ τὴν παγκόσμια διάδοση τοῦ Ἀμερικανικοῦ ἰδεώδους σὲ πλανητικὸ ἐπίπεδο. Δεδομένου ὅτι ὑποθέτουν πὼς ἀποτελοῦν τὸ πρότυπο τῆς τελειότητος, οἱ Ἀμερικανοὶ δὲν αἰσθάνονται ὑποχρεωμένοι νὰ γνωρίσουν ἄλλους. Παραμένει γιὰ τοὺς ἄλλους νὰ ὑιοθετήσουν τὸν Ἀμερικανικὸ τρόπο. «Ἡ ἀλληλεπίδρασις εἶναι ἄνισος,» παρατηρεῖ ὁ Thomas Molnar, «ἐπειδὴ ἡ Ἀμερικὴ δὲν ἔχει κάτι νὰ μάθῃ, ἀλλὰ τὰ πάντα νὰ διδάξῃ» [Thomas Molnar, LAméricanologie]. Και πράγματι, ὅ, τι συμβαίνει στὴν Ἀμερικὴ πρέπει τελικὰ νὰ συμβῇ καὶ ἀλλοῦ στὸν κόσμο. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ ἔχει γιὰ στόχο τὴν δημιουργία μιᾶς ἑνοποιημένης ἀνθρωπότητος, ποὺ δὲν θὰ χρειάζεται ἄλλο κάποιαν ἐξωτερικὴ πολιτική. Ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες δὲν θὰ πρέπῃ νὰ μᾶς ἐκπλήσσῃ ὅτι οἱ ἀποτυχίες καὶ ὀπισθοδρομήσεις ποὺ ἀντιμετώπισαν οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες στὴν διεθνὴ ἀρένα εἶναι συχνὰ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀδυναμίας τῆς Ἀμερικῆς νὰ κατανοήσῃ ὅτι οἱ ἄλλοι λαοὶ σκέπτονται διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτούς. Στὴν πραγματικότητα, γιὰ τοὺς Ἀμερικανούς, ὁ ἐξωτερικὸς κόσμος («ὁ ὑπόλοιπος κόσμος») ἁπλῶς δὲν ὑπάρχει, ἢ μᾶλλον ὑπάρχει μόνον στὸν βαθμὸ ποὺ ἀμερικανοποιεῖται – μιὰ ἀπαραίτητος προϋπόθεσις γιὰ νὰ τοὺς γίνῃ κατανοητός.

Πολλοὶ παρατηρητὲς ἔχουν προσέξῃ τὴν σημασία τῆς θρησκείας στὴν Ἀμερικανικὴ κοινωνία. Ἡ φράσις «στὸν Θεὸ ποὺ ἐμπιστευόμεθα» ἀναγράφεται σὲ ὅλα τὰ τραπεζογραμμάτια, καὶ ἀπὸ τὸ 1956 ἔχει γίνῃ ἐθνικὸ ῥητό. Στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, σχεδὸν σὲ ὅλες τὶς ἐπίσημες τελετὲς προηγεῖται ἢ ἔπεται μιὰ προσευχή. Ἀπὸ τὸ 1923, ὁ αἰδεσιμότατος J. B. Soames ἐδήλωσε, στὴν Οὐάσιγκτον κατὰ τὴν ἐπίσημο εὐλογία τοῦ στρατιωτικοῦ ἐξοπλισμοῦ: «Ἐὰν ὁ Ἰησοὺς Χριστὸς ἐπέστρεφε στὴν γῆ θὰ ἦταν λευκός, Ἀμερικανὸς καὶ ὑπερήφανος γι’ αὐτό!» Ὁ Τοκβίλ παρετήρησε ἤδη ὅτι,

Εἶναι ἡ θρησκεία ποὺ ἐγέννησε τὶς Ἀγγλο-Ἀμερικανικὲς κοινωνίες. Οὐδέποτε πρέπει νὰ τὸ ξεχνοῦμε αὐτό∙ στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ἡ θρησκεία εἶναι ἐπομένως ἀναμεμιγμένη μὲ ὅλες τὶς ἐθνικὲς συνήθειες καὶ ὅλα τὰ συναισθήματα ποὺ γεννᾷ μία πατρίδα.

Ἡ θρησκεία συχνὰ ἐπαναπροσδιορίζεται μὲ αἰσιόδοξο τρόπο, συμφώνως πρὸς τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ πρακτικοῦ ὑλισμοῦ καὶ τὶς ἐπιδιώξεις ἀνθρώπων οὐδέποτε ἔπαψαν νὰ πιστεύουν στὶς ἀρετὲς τῆς τεχνολογίας καὶ ποὺ αὐθορμήτως ὑποθέτουν — δεδομένου ὅτι ἡ αἴσθησις τοῦ τραγικοῦ τοὺς εἶναι ξένη — ὅτι κατὰ κάποιον τρόπο τὰ πράγματα πάντα ξεδιαλύνουν ἀπὸ μόνα τους στὸ τέλος. Ὁ εὑρέως γνωστὸς Ἀμερικανὸς καθηγητὴς Thomas L. Pangle, στὴν μελέτη του γιὰ τὸν Μοντεσκιὲ καὶ τὴν ἐπιροή του στοὺς Ἰδρυτές, προτείνει τὴν ὑιοθέτηση ἑνὸς λίμπεραλ, ἐμπορικοῦ ρεπουμπλικανισμοῦ καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ ἐμπορίου ὡς τὸ καλλίτερο καθεστώς.

ῥιζικὰ ἀντίθετο, ὄχι μόνον στὴν ἀνασφάλεια, ἀλλὰ ἐπίσης στὴν αὐστηρὴ πολιτικὴ ἀρετὴ τῆς ἀρχαίας ῥεπούμπλικας καθὼς καὶ στὴν θρησκευτικὴ ὑπερβατικότητα τοῦ ἐαυτοῦ ἢ τὸν πνευματικό, ἀνώτερο κόσμο.

Τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὁ συμβιβασμὸς καὶ ἡ συμφιλίωσις τῆς θρησκείας μὲ τὴν αἰσιοδοξία ποὺ ἐκληρονομήθη ἀπὸ τὸν Διαφωτισμό, καὶ ἡ ἐνσωμάτωσίς τους στὴν εὐθεία πορεία πρὸς τὸ μέλλον καὶ τὴν γοητεία [μυστικισμό] τῆς προόδου. Ἀπὸ τὸν John Winthrop στοὺς George W. Bush καὶ Barack Obama, οἱ Ἀμερικανοὶ οὐδέποτε ἔχουν ἐγκαταλείψῃ τὴν πίστη στὴν πρόοδο, ποὺ συχνὰ τοὺς ὀδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ ὑλικὲς καὶ τεχνολογικὲς ἐξελίξεις θὰ φέρουν ἐπίσης τὴν βελτίωση τῆς ἀνθρωπότητος. Σὲ ἕναν τέτοιον κόσμο, μόνον μέσα ἀπὸ τὴν συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν εἶναι δυνατὴ ἠ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξ οὖ καὶ ἡ ἰδέα τῆς «λυτρώσεως» μέσῳ τοῦ προσηλυτισμοῦ στὸν Ἀμερικανικὸ τρόπο ζωῆς. Ὁ Καλβινισμὸς εἶχε ἤδη προσπαθήσῃ νὰ λύσῃ αὐτὸ τὸ πρόβλημα τοῦ «Προκαθορισμοῦ» ἑρμηνεύοντας τὴν ὑλικὴ ἐπιτυχία ὡς τὸ σημάδι τῆς θεϊκῆς ἐκλογῆς. Ἡ ἐξύμνησις τῆς ἀτομικῆς ἐπιδόσεως, τὸ πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ, ἡ ἐφησυχαστικὴ ἀρετὴ τοῦ «ὁμαλοῦ ἐμπορίου», ὅλα αὐτὰ καλλιεργοῦν ἐλπίδες ὅτι ἡ συσσώρευσις τοῦ πλούτου κάποιαν ἡμέρα θὰ ἐξαφανίσῃ ὅλα τὰ κακά. Τὸ κακὸ γίνεται ἕνα «λάθος», μία κατάστασις ἀτελείας ποὺ θὰ πρέπῃ τελικῶς νὰ ξεπερασθῇ ἀπὸ τὴν αὔξηση τοῦ ἐμπορίου καὶ τὴν οἰκονομικὴ «ἀνάπτυξη». Ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἐξῆς, δὲν εἶναι πλέον ἡ ἠθική δεοντολογία ὅπου βασίζεται καὶ ἀποῤῥέει τὸ συμφέρον, ἀλλὰ τὸ συμφέρον ὅπου βασίζεται καὶ ἀποῤῥέει ἡ ἠθικὴ δεοντολογία. Σὲ μία ἐπιστολή του, τὸ 1814, πρὸς τὸν Thomas Law, ὁ Jefferson ἔγραψε: «Ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι ἡ φύσις ἔχει διορίσῃ τὴν ὠφέλεια [χρησιμότητα] ὡς τὸ καλλίτερο πρότυπο τῆς ἀρετῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο». [Thomas Jefferson to Thomas Law, Esq., June 13, 1814 ]. Ἕναν αἰώνα ἀργότερα, ὁ ἀνώτατος δικαστικός, Oliver Wendell Holmes, προσέθεσε:

τὸ καλλίτερο κριτήριο τῆς ἀληθείας εἶναι ἡ δύναμις τῆς σκέψεως νὰ καταστήσῃ τὸν ἑαυτόν της (ἀπο)δεκτὸ στὸν ἀνταγωνισμὸ τῆς ἀγορᾶς και αὐτὴν ἡ ἀλήθεια ἀποτελεῖ τὴν μόνη βάση ἐπὶ τῆς ὁποίας οἱ ἐπιθυμίες τους μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν μὲ ἀσφάλεια.

[Abrams v. United States, 1919, dissenting opinion]

Φαίνεται ὅτι στὴν Ἀμερικὴ ἡ ἀλήθεια ἔχει γίνει ἐμπορικὸ ζήτημα. Τηλεοπτικοὶ εὐαγγελιστὲς κηρύττουν τὸ «εὐαγγέλιο τῆς εὐημερίας» – τὸ νὰ γίνῃ κάποιος πλούσιος εἶναι σημάδι ὅτι σώζεται [λυτρώνεται] – πρὶν προβοῦν στὶς συνεχεῖς προτροπές τους γιὰ χρηματικὲς εἰσφορές.

Οἱ Πουριτανοὶ εἶχαν διατηρήσῃ ἀπὸ τὸν Λὸκ τὴν ἰδέα ὅτι ὅλα τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα δικαιώματα ἀποῤῥέουν ἀπὸ τὸ «φυσικὸ δικαίωμα τῆς ἰδιοκτησίας». Γιὰ τὸν Madison, «ὁ πρῶτος στόχος τῆς κυβερνήσεως» εἶναι νὰ ἐξασφαλίσῃ τὴν ἀπόκτηση ἰδιοκτησίας. Τὸ 1792, εἶπε: «ἐν συντομίᾳ, ὅπως ἕνας ἄνθρωπος λέγεται ὅτι ἔχει δικαίωμα στὴν ἰδιοκτησία του, μπορεῖ ἐξ ἴσου νὰ εἰπωθῇ ὅτι ἔχει ἰδιοκτησία στὰ δικαιώματά του» [James Madison, “Property,” National Gazette, March 29, 1792]. Τὰ δικαιώματα ἐκλαμβάνονται ὡς ἔμφυτες (σύμφυτες) ἰδιότητες τῆς ἀνθρωπίνου φύσεως, κάτι ποὺ τὰ ἄτομα κατέχουν ἐπειδὴ ἀνήκουν στὸ ἀνθρώπινο εἶδος, καὶ εἶναι αὐτὰ τὰ δικαιώματα ποὺ οἱ κυβερνήσεις δεσμεύονται νὰ «ἐξασφαλίσουν».

Ἡ Νέα Δεξιὰ ἀποῤῥίπτει ἐντελῶς αὐτὴν τὴν ἔννοια τῶν ὑποκειμενικῶν δικαιωμάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀπολύτως ἀντίθετα μὲ τὴν παραδοσιακὴ ἔννοια τοῦ ἀντικειμενικοῦ δικαίου. Ὑπὸ αὐτὴν τὴν θεώρηση, ὁ νόμος εἶναι μία ἀμερόληπτος σχέσις δικαιοσύνης, ποὺ ἐπιτρέπει στὸν καθένα νὰ πάρῃ ὅ,τι ἄξίζει. Ὁμοίως, ἡ Νέα Δεξιὰ ἀποῤῥίπτει τὴν ἰδέα ὅτι ἡ ἀτομική ἰδιοκτησία πρέπει νὰ εἶναι ἀπόλυτος.

Μιὰ τέτοια περὶ ἀνθρώπου ἀντίληψις ἦταν σύμφυτος μὲ τὰ θεμέλια μιᾶς κοινωνίας, ποὺ εὐστόχως περιγράφει ὁ Ezra Pound ὡς ἕναν «καθαρὰ ἐμπορικὸ πολιτισμό». Τὰ λόγια του ἀπηχοῦν τὸν Tocqueville:

Τὰ πάθη ποὺ συγκινοῦν βαθύτατα τοὺς Ἀμερικανοὺς εἶναι τὰ ἐμπορικὰ πάθη καὶ ὄχι τὰ πολιτικὰ πάθη, ἢ γιὰ νὰ τὸ θέσουμε πιὸ σωστά, οἱ Ἀμερικανοὶ μεταφέρουν τὶς συνήθειες τοῦ ἐμπορίου στὴν πολιτική.
[Tocqueville, Democracy in America, Volume I, 273]

Σίγουρα ἡ Ἀμερικὴ δὲν εἶναι ἡ πρώτη ἐμπορικὴ Ρεπούμπλικα στὴν ἱστορία, ἀλλὰ εἶναι ἡ πρώτη ποὺ ἔθεσε εὐθέως ὅτι δὲν θὰ πρέπῃ νὰ περιορίζῃ τὸ ὁ,τιδήποτε τὶς οἰκονομικὲς δραστηριότητες, ἀφοῦ αὐτὲς εἶναι τὸ λατρεμένο μέσον γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς βελτιώσεως τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀπὸ μόνο του, τὸ ἄτομο μετρᾶ τόσο ὅσο ἡ ἐξωτερική του δραστηριότης συνεχίζει νὰ αὐξάνεται. Φυσικά, μόνον ἡ οἰκονομική του ἀπόδοση θὰ μετρήσῃ δεόντως τὴν ἀξία του. «Στὴν Ἀμερική,» ἔγραψε ὁ Hermann Keyserling, «οἱ ἄνθρωποι ὄντως πιστεύουν ὅτι οἱ πλούσιοι εἶναι ἀνώτεροι, ἁπλᾶ ἐπειδὴ ἔχουν λεφτά∙ στὴν Ἀμερική, τὸ ἔχειν χρήματα δημιουργεῖ, πράγματι, ἠθικὰ δικαιώματα».

Ὁ Max Horkheimer και ὁ Theodor W Adorno παρετήρησαν ἀπὸ τὴν πλευρά τους:

Ἐδῶ στὴν Ἀμερική, δὲν ὑπάρχει κάποια διαφορὰ μεταξὺ ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ τῆς οἰκονομικῆς του μοίρας. Ἕνας ἄνθρωπος συνίσταται ἀπὸ τὰ περιουσιακά του στοιχεῖα, εἰσόδημα, θέση καὶ προοπτικές. Ὁ οἰκονομικὸς αὐτὸς πολτὸς συμπίπτει πλήρως μὲ τὸν ἐσωτερικὸ χαρακτῆρα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ κάθε ἕνας ἀξίζει ὅ, τι βγάζει καὶ βγάζει ὅ,τι ἀξίζει.

[Max Horkheimer and Theodor Adorno, Dialectic of Enlightenment: Philosophical Fragments, Gesammelte Schruften: Dialehtih der Aufleldrung und Schruften 1940–1950 (Frankfurt am Main: S. Fishcher Verlag GmbH, 1987)]

Ὁ καπιταλιστικὸς ἀνταγωνισμὸς ἀντιπροσωπεύει τὸ πιὸ ἠθικὸ δικαστήριο: οἱ πλούσιοι εἶναι οἱ «νικητές», καὶ οἱ «νικητές» εἶναι οἱ δίκαιοι. Αὐτὰ εἶναι τὰ πρωτεῖα ἑνὸς πολιτισμοῦ τοῦ ἔχειν ἔναντι ἑνὸς πολιτισμοῦ τοῦ εἶναι.

Τέτοια χαρακτηριστικὰ δὲν προσφέρονται γιὰ διαλογισμὸ τοῦ πνεύματος καὶ ἐσωτερικὴ ἐνατένιση. Ὅταν ὁ δεσμὸς μὲ τοὺς ἄλλους εἶναι ἀποκλειστικὰ τρεφόμενος ἀπὸ τὸν σεβασμὸ γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὸ Παντοδύναμο Δολλάριο, τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ἀπεριόριστος ἀποξένωσις. Γιὰ τοὺς Ἀμερικανούς, σημειώνει ἡ Ἀναΐς Νὶν στὸ ἡμερολόγιό της, «εἶναι ἁμαρτία νὰ ἔχουν ἐσωτερικὴ ζωή». Αὐτὲς οἱ λέξεις μπορεῖ νὰ ἀκούγονται ὑπερβολικές, ὅμως ἀπηχοῦν τὰ ἴδια συμπεράσματα τοῦ Ἀμερικανοῦ Christopher Lasch. Στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες ὑπάρχει ἡ σταθερὴ τάσις νὰ πιστεύουν ὅτι ἡ νοημοσύνη πρέπει νὰ μειωθῇ σὲ τεχνικὲς γνώσεις καὶ ὅτι ἡ συγκέντρωσις ἐπάνω στὰ οἰκονομικὰ ζητήματα θὰ βοηθήσῃ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν καθαρῶν ἰδεῶν. Ὅποιος ἐπιχειρεῖ νὰ ἐκφράσῃ μίαν πρωτότυπο καὶ βαθυστόχαστο ἰδέα κινδυνεύει νὰ τοῦ ἀπαντήσουν: «Μὴν εἶσαι τόσο ἀρνητικός. Μεῖνε στὸ πρακτικό! Σκέψου θετικά!»

Γιὰ τοὺς Ἰδρυτές, σκοπὸς τῆς κυβερνήσεως ἦταν νὰ ἐξασφαλίσῃ τὰ «ἀναπαλλοτρίωτα δικαιώματα» τῶν ἀτόμων ποὺ «ἐδημιουργήθησαν ἴσοι». Οὔτως, ὁ πολιτικὸς βίος ἐσυῤῥικνώθη σε ἠθικότητα και νόμους. Ὁ Ἀμερικανὸς ἀντιφρονὼν H.L. Mencken ἐσάρκασε ὅτι τὸ ἀντίθετο ἦταν ἀλήθεια:

Ἡ χειροτέρα κυβέρνησις εἶναι καὶ ἡ πιὸ ἠθική. Μία κυβέρνησις ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ κυνικοὺς εἶναι πολὺ συχνὰ ἀνεκτικὴ καὶ ἀνθρώπινος. Ἀλλὰ ὅταν οἱ φανατικοὶ εὑρίσκονται στὴν κορυφή, τότε δὲν ὑπάρχουν ὅρια στὴν καταπίεση.

[H.L. Mencken, Minority Report: HL. Mencken’s Notebooks, §327 (New York: Alfred A. Knop£ 1956), 221]

Στὶς Ἠνωμένες Πολιτεῖες, ἡ πολιτική δράσις πρέπει πάντα νὰ ἀρχίζῃ μὲ ἕνα ξαφνικὸ κῦμα ἠθικῆς εὐαισθητοποιήσεως («κάτι πρέπει νὰ γίνῃ γι’ αὐτό!»), ποὺ ὀδηγεῖ πάντα σὲ μίαν «τεχνική» ἐξέταση τοῦ ὅλου ζητήματος. Ὁ ἴδιος ὁ νόμος εἶναι ἕνας τρόπος ἐκφράσεως ποὺ θέτει νομικὲς φόρμες τῶν ἠθικῶν χαρακτηριστικῶν ποὺ εἶναι σύμφυτα στὴν ἰδεολογία τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἐξαιρετικὴ σημασία τῶν δικηγόρων στὴν ἀμερικανικὴ πολιτική, ποὺ ὁ Michel Crozier ἀποκαλεῖ «διαδικαστικὸ παραλήρημα» καὶ «νομικὴ παραφροσύνη». Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ οὐσιαστικὴ ἀνωτερότης τοῦ ἰδιωτικοῦ ἐπὶ τοῦ δημοσίου βίου πρέπει νὰ δηλωθῇ ἠχηρὰ παντοῦ∙ ἡ «κοινωνία τῶν πολιτῶν» ἐπάνω ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πολιτικῆς, ὁ ἐπιχειρηματικὸς καὶ οἰκονομικὸς ἀνταγωνισμὸς ἐπάνω ἀπὸ τὸ κοινὸ καλό. «Ἕνας Ἀμερικανός, εἴτε εἶναι κυβερνητικὸς ὑπάλληλος εἴτε ὁποιοσδήποτε τυχαῖος περαστικός», γράφει ὁ Thomas Molnar, «εἶναι πεπεισμένος ὅτι ἡ πολιτικὴ καθαυτὴ εἶναι κακὸ πρᾶγμα καὶ ὅτι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ βροῦν κάτι ἄλλο γιὰ νὰ ἐπικοινωνοῦν καὶ νὰ ἐγκαθιδρύουν εἰρηνικὲς σχέσεις». Ὅπως ἀνέφερα παραπάνω, οἱ Ἀμερικανοὶ ἔχουν τὴν τάση νὰ πιστεύουν ὅτι τὸ κακὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἐξαφανισθῇ καὶ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ καταργήσουν τὸ τραγικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ἀνθρωπίνου ὑπάρξεως. Γι’ αὐτὸ καὶ θέλουν νὰ καταργήσουν τὴν πολιτική, ἐνῶ ταὐτοχρόνως νὰ φέρουν τὴν ἱστορία στὸ τέλος της. «Ἡ Ἀμερικὴ οἰκοδομήθη οὐτως ὥστε νὰ μπορέσῃ νὰ βγῇ ἀπὸ τὴν ἱστορία», ἔγραψε ὁ Octavio Paz. Ὁ Ἀμερικανὸς «νεοσυντηριτικός» Francis Fukuyama ἐπίστευσε ὅτι ἦταν σὲ θέση νὰ ἀνακοινώσῃ τὸ τέλος της.

Ἡ διεξαγωγὴ πολέμου πάντα ἐσήμαινε γιὰ τοὺς Ἀμερικανοὺς ἠθικὴ «σταυροφορία». Γι’ αὐτὸ δὲν τοὺς ἀρκεῖ ἡ στρατιωτικὴ μόνον νίκη. Πρέπει ἐπίσης νὰ ἐξολοθρεύσουν τὸν ἐχθρό, ὁ ὁποῖος πάντοτε ἀπεικονίζεται ὄχι ὡς ἕνας ἡγέτης ἢ μιὰ χώρα ποὺ ἁπλῶς συμβαίνει νὰ εἶναι ἀντίπαλος, ἀλλὰ ὡς ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ κακοῦ. Ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς «ἀνθρωπιστικῆς παρεμβάσεως» ἢ τῶν μαχῶν ἐναντίον «τρομοκρατῶν», οἱ Ἀμερικανικοὶ πόλεμοι είναι πάντα «δικαιολογημένοι πόλεμοι» δηλαδή, πόλεμοι justa causa – καὶ ὄχι πόλεμοι ἐναντίον ἑνὸς justus hostis («δικαιολογημένου ἐχθροῦ»). Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ἐχθρὸς πρέπει πάντα νὰ περιγράφεται ὄχι μόνον ὡς τωρινὸς ἐχθρὸς (ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ στὸ ἀπώτατο μέλλον σύμμαχος ἐπίσης), ἀλλὰ ὡς ἕνας ἐγκληματίας ποὺ ἀξίζει τιμωρία καὶ ἐπανεκπαίδευση.

Οἱ διαφορὲς φαίνονται νὰ εἶναι πολὺ βαθειὲς μεταξὺ τῆς πολιτικῆς σκέψεως στὴν ἠπειρωτικὴ Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀμερικανικὴ νοοτροπία, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ μίαν οἰκονομική, ἐμπορικὴ καὶ διαδικαστικὴ ὁπτικὴ τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὶς πανταχοῦ παροῦσες βιβλικὲς ἀξίες, καθὼς καὶ ἀπὸ τεχνολογικὴ αἰσιοδοξία, συμβολαιομανία, τὴν γλῶσσα τῶν «δικαιωμάτων», καὶ τὴν πίστη στὴν πρόοδο.

Νομίζω ὅτι ξέρω καλὰ τὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, καθὼς ἔχω μείνει προσωρινὰ ἐκεῖ σὲ πολλὲς περιπτώσεις. Ἔχω ταξειδέυσῃ πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις, ἀπὸ τὴν Οὐάσινγκτον στὸ Λὸς Ἄντζελες, ἀπὸ τὴν Νέα Ὀρλεάνη στὸ Key Largo, ἀπὸ τὸ Σὰν Φρανσίσκο στὴν Ἀτλάντα, ἀπὸ τὴν Νέα Υόρκη στὸ Σικάγο. Καὶ ἔχω, βεβαίως, συναντήσῃ πράγματα ποὺ ἀπήλαυσα πάρα πολύ. Οἱ Ἀμερικανοὶ εἶναι φιλικοὶ καὶ φιλόξενοι (ἀκόμη κι ἐὰν οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις εἶναι συχνὰ ἐπιφανειακές). Ἔχουν μίαν χειροπιαστὴ αἴσθηση τῆς κοινωνίας. Τὰ μεγαλύτερα πανεπιστήμιά τους προσφέρουν συνθῆκες ἐργασίας τέτοιες ποὺ οἱ Εὐρωπαῖοι θὰ μποροῦσαν μόνον νὰ ὀνειρευθοῦν. Δὲν μπορῶ νὰ ξεχάσω τὴν ἐπίδραση ποὺ εἶχαν οἱ Ἀμερικανικὲς ταινίες σὲ ἐμέναν μίαν ἄλλη ἐποχὴ ὅπου δὲν περιορίζοντο σὲ εἰδικά ἐφὲ ἢ ἀνοησίες περὶ σοῦπερ-ἡρῴων. Ἰδιαιτέρα ἐντύπωση μοῦ εἶχαν κάνῃ Ἀμερικανοὶ λογοτέχνες ὅπως Μὰρκ Τουέιν, Ἔντγκαρ Ἄλλαν Πόε, Χέρμαν Μέλβιλ, Τζὸν Στάινμπεκ, Ἔρνεστ Χέμινγουεϊ, Τζὸν Ντὸς Πάσσος, Οὐίλιαμ Φῶκνερ, κ.ἄ. Ἁλλὰ ἐπίσης διακρίνω τὴν ἀνάποδη πλευρὰ τοῦ «Ἀμερικανικού τρόπου ζωῆς»: Τὴν ἀντίληψη τοῦ πολιτισμοῦ ὡς ἀναλώσιμο ἐμπόρευμα, ἢ ὡς «ψυχαγωγία», μία τεχνομορφικὴ ἀντίληψις τῆς ἀνθρωπίνου ζωῆς σχεδιασμένη γιὰ νὰ μετατρέπῃ τοὺς ἀνθρώπους σε ἐκτεταμένα τερματικὰ ἢ ὑπολογιστὲς ἐλεγχομένους ἀπὸ μακρυά, ψεύτικες σχέσεις τῶν φύλων, κουλτούρα τῶν αὐτοκινήτων καὶ τῆς ἐμπορικῆς ἀρχιτεκτονικῆς (ὑπάρχει πιὸ γνήσια κοινωνικότητα σὲ μίαν Ἀφρικανικὴ τοπικὴ ἀγορὰ ἀπ’ ὄ, τι σὲ ἕνα Ἀμερικανικὸ σοῦπερ μάρκετ — κυρίαρχο σύμβολο τοῦ Δυτικοῦ μηδενισμοῦ), παχύσαρκα παιδιὰ ἀναθρεμμένα ἀπὸ τὴν τηλεόραση, δοξασμὸ τῶν «νικητῶν» καὶ ἐμμονὴ μὲ τὴν κατανάλωση, ταχυφαγεῖα, ἕνα μεῖγμα ἀπὸ Πουριτανικὰ διατάγματα καὶ ὑστερικὲς ὑπερβολές, διαφθορὰ ἀπὸ ὑποκρισία, κ.λπ. Ναί, γνωρίζω ὅτι κινδυνεύω νὰ κατηγορηθῶ γιὰ μεροληψία. Ἀλλὰ ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι γιὰ τὴν Ἀμερικὴ τῶν «ἀκριβοπληρωμένων μεγαλοστελεχῶν», τῶν «βλάχων», τῶν «φουσκωτῶν τοῦ γυμναστηρίου» καὶ τῶν «χαζῶν ξανθιῶν», τοῦ «Ἀμερικανικοῦ ὀνείρου» καὶ τῶν μαζορετῶν, καὶ τῶν «χρηματοπαραγωγῶν» και «μεσιτῶν» τῆς Οὐῶλ Στρῆτ, δὲν ἔχω τὴν παραμικρὴ συμπάθεια.

Εἶναι ἡ παγκοσμιοποίησις σήμερα συνώνυμος μέ τόν Ἀμερικανισμό; Ἐδῶ μᾶλλον τείνουμε νὰ ἀπαντήσουμε καταφατικά. Γεγονὸς παραμένει ὅτι οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες οὐδέποτε σταμάτησαν νὰ ἐξαγάγουν τὰ προβλήματά τους στὸν ὑπόλοιπο κόσμο, ξεκινώντας μὲ τὴν Εὐρώπη. Στὶς δημοσκοπήσεις, ἡ ἐχθρότης πρὸς τὴν παγκοσμιοποίηση πολὺ συχνὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἀπόῤῥιψη τῆς Ἀμερικανικῆς ἡγεμονίας. Πολιτικὰ καὶ πολιτιστικά, παγκοσμιοποίησις σημαίνει σὲ μεγάλο βαθμὸ μία διαδικασία Ἀμερικανοποιήσεως, καθὼς ἡ κυρίαρχος ὑπερδύναμις συνεχίζει νὰ ἐξαγάγῃ τὸ ἐμπόρευμά της, τὸ κεφάλαιό της, τὶς ὑπηρεσίες της, τὴν τεχνολογία της, ἀλλὰ καὶ τὴν «βιομηχανία τοῦ φανταστικοῦ» της, τὴν κουλτούρα της, τὴν γλῶσσα της, τὰ δικά της μέτρα καὶ σταθμὰ διαβιώσεως, καὶ τὴν δική της κοσμοθεωρία.

Ἀλλά ἀντί γιά Ἀμερικανοποίηση, μήπως θά ἦταν καταλληλότερον νά ὁμιλοῦμε γιά «Δυτικοποίηση»; Πολλοὶ Ἀμερικανοὶ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους «Δυτικούς» — καὶ μερικοὶ ἐξ αὐτῶν φθάνουν ἀκόμη καὶ νὰ χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρο «Ἡ Δύσις» ὡς συνώνυμο τοῦ «λευκοῦ κόσμου» (πολιτικὰ μία ἄνευ νοήματος ἔκφρασις).

Ἐτυμολογικά, «ἡ Δύσις» εἶναι ὁ τόπος ὅπου ὁ ἥλιος δύει, ὁ τόπος ὅπου τὰ πράγματα χάνονται καὶ ὅπου ἡ ἱστορία φθάνει στὸ τέλος της. Στὸ παρελθόν, ὁ ὅρος αὐτὸς ἀποτελοῦσε τὸν προσδιορισμὸ μίας ἐκ τῶν δύο αὐτοκρατοριῶν (pars occidentalis) ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὴν διάσπαση τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἐν συνεχείᾳ, ὁ ὅρος ἔγινε συνώνυμος τοῦ «δυτικοῦ πολιτισμοῦ». Τὴν σήμερον, ὅπως συμβαίνει μὲ πολλοὺς ἄλλους ὅρους, ὁδεύει στὸ νὰ προσλάβῃ μίαν οἰκονομικὴ χροιὰ ἐφ’ ὅσον οἱ Δυτικὲς χῶρες ἔχουν δομηθῇ κυρίως ὡς «ἀναπτυγμένες» χῶρες. Αὐτὸς δὲν εἶναι ἕνας ὅρος, ὅμως, ποὺ ἐγὼ χρησιμοποιῶ μὲ θετικὴ ἔννοια. Κατὰ τὴν ἄποψή μου, «ἡ Δύσις» ἔχει γίνῃ πλέον τὸ ὄχημα -ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν Εὐρώπη- ἑνὸς κοινωνικοῦ μοντέλου ποὺ ἀντανακλᾶ τὸν μηδενισμό. Κατὰ τὰ ταξείδια μου σὲ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, ἔχω δῇ τὶ συμβαίνει στοὺς καθιερωμένους πολιτισμοὺς ὅταν ἐπηρεάζονται ἀπὸ «τὴν Δύση»: οἱ παραδόσεις γρήγορα μετατρέπονται σὲ φολκλὸρ γιὰ τοὺς τουρίστες, οἱ κοινωνικοὶ δεσμοὶ διαλύονται, τα ἤθη ἀποκτοῦν ὠφελιμιστικὸ προσανατολισμό, ἡ ἀμερικανικὴ γλῶσσα καὶ μουσικὴ διεισδύουν στὸ μυαλὸ καὶ τὸ πάθος γιὰ τὸ χρῆμα κατακλύζει τοὺς περισσοτέρους.

Ἡ φράσις «ἡ Δύσις» συχνὰ ἐκλαμβάνεται ὅτι ἐννοεῖ τὸ σύνολο ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες καὶ τὴν Εὐρώπη. Ἀλλὰ τὸ σύνολο αὐτό, ἐὰν δεχθοῦμε ὅτι κάποτε ὑπῆρξε, τελεῖ ἤδη ὑπὸ κατάῤῥευση ὅπως ἐπεσήμανε πρὶν ἀπὸ μερικὰ ἔτη ὁ Immanuel Wallerstein [Immanuel Wallerstein, “Does the Western World Still Exist?,” Commentary, No. 112, May 1, 2003]. Τὸ ὑπερατλαντικὸ χάσμα μεγαλώνει κάθε ἡμέρα καὶ περισσότερο. Ἡ παγκοσμιοποίησις, ἐνῶ ὀξύνει τὸν ἀνταγωνισμό, ἀποκαλύπτει βαθειὲς ἀποκλίσεις μεταξὺ τῶν Εὐρωπαϊκῶν συμφερόντων καὶ τῶν Ἀμερικανικῶν. Σὲ γεωπολιτικὸ ἐπίπεδο, οἱ ἀποκλίσεις εἶναι ἀκόμη πιὸ κραυγαλέες [κατάφωρες] — οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες εἶναι μία ναυτικὴ δύναμις, ἐνῶ ἡ Εὐρώπη μία ἠπειρωτικὴ δύναμις. Ὅπως ἔδειξε ὁ Carl Schmitt, ἡ λογικὴ τῆς Γῆς ἐναντίον της Θαλάσσης ἀντιπροσωπεύει τὶς δύο ἀλληλοσυγκρουόμενες ὀπτικὲς [Carl Schmitt, Land und Meer: Eine weltgeschtliche Betrachtung (Stuttgart: Klett-Cotta, 1942); Land and Sea: A World Historical Meditation (Candor, New York: Telos Press, 2015)]. Ἡ Γῆ εἶναι ἀντίθετος μὲ τὴν Θάλασσα ἀκριβῶς ὅπως ἡ πολιτικὴ εἶναι ἀντίθετος μὲ τὸ ἐμπόριο, τὸ σύνορο μὲ τὸ κύμα, τὸ τελλουρικὸ στοιχεῖο μὲ τὸ ὠκεάνιο στοιχεῖο. Ὡς ἐκ τούτου, ἐγὼ δὲν προσδιορίζομαι ὡς «Δυτικός». Εἶμαι Εὐρωπαῖος.

Ἰδωθεῖς ὑπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία τῆς οἰκονομίας, ὁ καπιταλισμὸς δὲν ἐγεννήθη στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ἁτλαντικοῦ, παρ’ ὅ,τι ἦταν ἐκεῖ ὅπου ἐνσωματώθη στὴν ἐθνικὴ ἰδεολογία: ἡ ὑπεροχὴ τῶν συμβάσεων, ἡ συῤῥίκνωσις τοῦ κράτους, ἡ κριτικὴ τῆς «μεγάλης κυβερνήσεως», ἡ ὑπεράσπισις τοῦ ἀνταγωνισμοῦ καὶ τῶν ἐλευθέρων συναλλαγῶν, κ.λπ. Εἶναι ἐπίσης στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες ὅπου ἐγεννήθη ἡ ἔννοια τῆς «διοικήσεως» — ποὺ ἐφηρμόσθη πρῶτα στὶς ἐπιχειρήσεις καὶ ἐν συνεχείᾳ στὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωή. Δὲν θὰ πρέπῃ νὰ μᾶς ἐκπλήσσῃ λοιπὸν ὅτι ἀπὸ τὸ 1945, ἡ οἰκονομία τῶν ΗΠΑ ἔχει γίνῃ ἡ κεντρικὴ σκηνὴ τοῦ διεθνοῦς χρηματοπιστωτικοῦ συστήματος. Ἦταν οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες ποὺ ἴδρυσαν τὸ 1947 τὸ Διεθνὲς Νομισματικὸ Ταμεῖο (IMF) καὶ τὸ Γενικὸ Σύμφωνο Δασμῶν καὶ Ἐμπορίου (GATT), τὸ ὁποῖο διεδέχθη τὸ 1995 ὁ Παγκόσμιος Ὀργανισμὸς Ἐμπορίου (WTO). Αὐτὰ ἦσαν τὰ θεσμικὰ ὄργανα ποὺ ἀπηλευθέρωσαν τὴν κίνηση κεφαλαίων τὸ 1974 γιὰ νὰ χρηματοδοτήσουν τὰ ἐλλείμματα τῆς Ἀμερικῆς. Στὸν τομέα τοῦ χρηματοπιστωτικοῦ κεφαλαίου, ἡ Ἀμερικὴ ἐξακολουθεῖ νὰ διατηρῇ πολὺ ὑψηλότερο μερίδιο ἐν συγκρίσει μὲ τὸν βιομηχανικό της τομέα. Θέτει τοὺς κανόνες γιὰ τὸ διεθνὲς ἐμπόριο, ἐνῶ ἡ νομισματική της πολιτικὴ παραμένει ὁ κυρίαρχος μηχανισμὸς ποὺ ῥυθμίζει τὴν χρηματοπιστωτικὴ συσσώρευση σὲ ὅλη τὴν ὑδρόγειο.

Ἀκριβῶς ὅπως πολλοὶ Εὐρωπαῖοι, μένω ἔκπληκτος ποὺ οἱ Ἀμερικανοὶ συντηρητικοὶ ὑπερασπίζονται, σχεδὸν ἀνεξαιρέτως, τὸ καπιταλιστικὸ σύστημα, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπέκτασις καταστρέφει μεθοδικὰ ὅλα ὅσα δῆθεν ἐπιθυμοῦν νὰ συντηρήσουν. Παρὰ τὴν διαρθρωτικὴ κρίση ποὺ βιώνει τὸ καπιταλιστικὸ σύστημα τὰ τελευταῖα ἔτη, οἱ Ἀμερικανοὶ συντηρητικοὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἐκθειάζουν τὸν καπιταλισμὸ σὰν σύστημα ποὺ φέρεται νὰ σέβεται καὶ νὰ ἐγγυᾶται τὴν ἀτομικὴ ἐλευθερία, τὴν ἰδιοκτησία καὶ τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο. Πιστεύουν σὲ ἐγγενεῖς ἀρετὲς τῆς ἀγορᾶς, τὸν μηχανισμὸ τῶν ὁποίων λατρεύουν ὡς παράδειγμα γιὰ ὅλες τὶς κοινωνικὲς σχέσεις. Πιστεύουν ὅτι ὁ καπιταλισμὸς ἔχει κάπως νὰ κάνῃ μὲ τὴν δημοκρατία καὶ τὴν ἐλευθερία. Πιστεύουν στὴν μεταφυσική, ὄχι μόνον στὴν οἰκονομική, ἀναγκαιότητα τῆς ἀτέρμονης «ἀναπτύξεως». Νομίζουν ὅτι ἡ κατανάλωσις ἰσοῦται μὲ τὴν εὐτυχία καὶ ὅτι τὸ «περισσότερο» εἶναι συνώνυμο τοῦ «καλλιτέρου».

Ὁ καπιταλισμός, ὡστόσο, δὲν εἶναι «συντηρητικός». Εἶναι τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετον ἀπ’ αὐτό. Ὁ Κᾶρλ Μᾶρξ εἶχε ἤδη παρατηρήσῃ ὅτι ἡ ἀποδόμησις τῆς φεουδαρχίας καὶ ἡ ἐξάλειψις τῶν παραδοσιακῶν πολιτισμῶν καὶ ἀξιῶν εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ καπιταλισμοῦ, ὁ ὁποῖος κατόπιν πνίγει τὰ πάντα στὰ «παγωμένα ὕδατα τοῦ ἐγωιστικοῦ ὑπολογισμοῦ» [Karl Marx, The Communist Manifesto]. Σήμερα τὸ καπιταλιστικὸ σύστημα, περισσότερο ἀπὸ ποτὲ ἄλλοτε, εἶναι παγιωμένο πρὸς τὴν ὑπερσυσσώρευση κεφαλαίου. Χρειάζεται περισσοτέρους ἐμπορικοὺς χώρους, ὅλο καὶ περισσότερες ἀγορές, καὶ ὅλο καὶ περισσότερα κέρδη. Λοιπόν, ἕνας τέτοιος στόχος δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῇ ἐκτὸς ἐὰν τὸ κάθε τὶ ποὺ εὑρίσκεται στὸν δρόμο του κατεδαφισθῇ, ξεκινώντας ἀπὸ τὶς συλλογικὲς ταὐτότητες. Μὶα πλήρως ἑδραιωμένη οἰκονομία τῆς ἀγορᾶς δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσῃ μὲ τὸν τρόπο ποὺ θὰ τὴν διατηρήσῃ, ἐκτὸς ἐὰν οἱ ἄνθρωποι ἐνστερνισθοῦν πρῶτα μίαν κουλτούρα τοῦ συρμοῦ, κατανάλωση, καὶ ἀπεριόριστη ἀνάπτυξη. Ὁ καπιταλισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ μετατρέψῃ ὅλον τὸν κόσμο σὲ μιὰ τεράστια ἀγορὰ –τὸ ὁποίο εἶναι σίγουρο ὅτι ἀποτελεῖ τὸν κύριο στόχο του– ἐκτὸς ἐὰν ὅλος ὁ πλανήτης ἰσοπεδωθῇ καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀποκηρύξουν τὸν ὁραματικὸ κόσμο τῶν συμβόλων τους, καὶ ἐπιδοθοῦν μονίμως στὸν πυρετὸ μιᾶς ἀσταμάτητης συσσωρεύσεως τοῦ «κάτι νέου».

Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ καπιταλισμός, στὴν προσπάθειά του νὰ ἐξαλείψῃ τὰ σύνορα, ἀποτελεῖ ἐπίσης ἕνα σύστημα ποὺ ἀποδεδειγμένα εἶναι πολὺ πιὸ ἀποτελεσματικὸ καὶ πολὺ πιὸ καταστροφικὸ ἀπὸ τὸν κομμουνισμό. Αὐτὸ διότι ἡ οἰκονομικὴ λογικὴ προτάσσει τὸ κέρδος ἐπάνω ἀπὸ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Ὁ Adam Smith ἔγραψε ὅτι ὁ ἔμπορος δὲν ἔχει ὁποιανδήποτε ἄλλην πατρίδα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περιοχὴ ὅπου βγάζει τὸ μεγαλύτερο κέρδος. Εἶναι σὲ αὐτὴν τὴν λογικὴ τοῦ ἐμπορεύματος, τὴν ὁποίαν συχνὰ ἐμπνέουν οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ποὺ ἡ Νέα Δεξιὰ ἀντιτάσσεται σφοδρά.

Μάρτιος, 2016
Παρίσι, Γαλλία

πηγὴ

Μετάφρασις ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ κι ἐπιμέλεια κειμένου Φρούριον

 

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply