Ἀπὸ τὴν Ὀρθοέπεια στὴν Καλλιέπεια (α)

Ἀπὸ τὴν Ὀρθοέπεια στὴν Καλλιέπεια
Φωνὴ καὶ Λόγος, μαρφήματα καὶ φωνήματα, γλῶσσα καὶ γραφὴ  (1)

Πλούσιες καὶ πτωχὲς γλῶσσες: ἡ ἀνησυχία τῆς γλωσσικῆς πτωχείας, ἢ ἐκπτωχεύσεως (1/3)

Εἶναι σαφὲς γιατί οἱ πλεῖστοι μας εἴμαστε πτωχότεροι τοῦ κ. Σιακόλα, ἢ τοῦ κ. Λεπτοῦ: ἔχουν περισσότερα χρήματα.

Μιλοῦμε, ὅμως, καὶ γιὰ τὸν γλωσσικὸ πλοῦτο, κι ἐξ ἀναλογίας γιὰ πλούσιες καὶ λιγότερο πλούσιες γλῶσσες.
Συχνὰ χωρὶς τεκμηριωμένα ἐπιχειρήματα, καὶ χωρὶς τὴν ἄδεια, σήμερα, τῆς «value free» ἐπιστήμης νὰ χρησιμοποιοῦμε ἀξιολογικὲς διακρίσεις στὴν ἀποτίμηση γλωσσῶν:
«Δὲν ὑπάρχουν καλλίτερες καὶ χειρότερες γλῶσσες», θὰ σᾶς διορθώσουν οἱ ἐπιστήμονες, καταγγέλλοντας μάλιστα στὴν ἰδεολογικὰ καὶ πολιτικὰ φορτισμένη Ἑλλάδα (ὅπου, ἄλλωστε ὅλα ἐξαργυρώνονται πολιτικὰ) τοὺς «νεο-ἀρχαϊσμούς» (νὰ προσεχθῇ τὸ ὀξύμωρον) ἢ τίς «ὑπερδιορθώσεις» ὡς ἔκφρασις νεοσυντηρητισμοῦ, αὐταρχισμοῦ ἢ ἐθνικιστικοῦ παροξυσμοῦ.

Ἡ τάσις ὅμως, ὅσο «ἄκριτος», ὑπάρχει καί, ψέξατε τὰ τεράστια λεξικὰ τοῦ Δημητράκου ἢ τοῦ Σταματάκου, ἢ πάλι τὰ ἀκίνητα τοῦ Σιακόλα, τὰ κριτήρια εἶναι ποσοτικά: μιὰ πλούσια γλῶσσα εἶναι ἡ γλῶσσα μὲ πολλὲς λέξεις, μὲ λεξικολογικὸ πλοῦτο.
Ἄν ὅμως ἀξιολογοῦμε μιὰ γλῶσσα ὡς τὸν πλοῦτο τῶν λέξεων, συνεπάγεται τοῦτο ὅτι γλῶσσα εἶναι τὸ σύνολο τῶν λέξεων;
Κι ἂν οἱ λέξεις χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ δηλώνουν, ἢ ἀναφέρονται στὰ πράγματα, ὑπάρχουν γλωσσικὲς κοινωνίες μὲ περισσότερα πράγματα, ἢ γλῶσσες μὲ περισσότερες λέξεις γιὰ τὰ ἴδια πράγματα, πχ πολλὰ συνώνυμα; Ἤ, οἱ λέξεις δημιουργοῦν ἀντίστοιχα πράγματα, διαιρῶντας τὸν κόσμο ἀκριβέστερα κι ἀναγνωρίζοντας σ’ αὐτὸν περισσότερα ὄντα καὶ καταστάσεις, εἴτε ὑλικά, «πραγματικά», δένδρα, σπίτια κι ἠλεκτρόνια, εἴτε ἀφῃρημένες ἔννοιες, λεπτότης, ἀρετή, ἐμβρίθεια, λέξεις ποὺ ἐκλαμβάνονται νὰ ἐκφράζουν μιὰ περισσότερο ἐκλεπτυγμένη – πολιτισμένη ἀντίληψι τοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀντικατοπτρίζεται στὸν πλοῦτο τῆς γλώσσης του.

Θὰ σᾶς περιέπλεκα τὰ πράγματα μὲ φιλοσοφικὲς προβληματικὲς τῆς σχέσεως τῆς σημασιολογίας τῶν φυσικῶν γλωσσῶν (semantics of natural languages) μὲ αὐτὴν τῶν τεχνικῶν ἢ ἐπιστημονικῶν γλωσσῶν, πχ τοῦ ἐπιστημονικοῦ ῥεαλισμοῦ (scientific realism): ὑπάρχουν τὰ «κβάντα», στὰ ὁποῖα ἀναφέρεται ὁ ἐπιστημονικὸς ὅρος ἢ εἶναι μιὰ «ὑποθετικὴ ἔννοια» ποὺ συνεπάγεται μιὰ ἐπιστημονικὴ θεωρία;

Ὁ φόβος τῆς «λεξιπενίας»

Ὁ συγκριτικὸς ὅρος «περισσότερο» ἐπιμένει, καὶ μαζύ του ἡ ποσοτικὴ ἀντίληψις τῆς γλώσσης, σὰν κασέλας μὲ λέξεις, τὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ Σκροὺτζ μὰκ Ντάκ. Μαζύ κι ὁ φόβος τῆς γλωσσικῆς «ἐκπτωχεύσεως» τῶν καιρῶν μας, κάτι ἀντίστοιχο τοῦ μύθου τῶν γενεῶν: χρυσῆ, ἀργυρᾶ καὶ μπρούτζινη, καὶ «τὰ παιδιὰ στὶς καφετέριες ποὺ χρησιμοποιοῦν λεξιλόγιο μόνο πεντακοσίων λέξεων».
Ποσοτικὲς ἀποτιμήσεις ποὺ ὑποδηλοῦν περισσότερο διαδεδομένους «ἀστικοὺς μύθους» – σὲ ποιά ἐπιστημονικὴ στατιστικὴ ἀναφέρεσθε;
Σὲ ποιό ἐπιστημονικὰ τεκμηριωμένο κριτήριο θὰ ἀναφερόταν ἡ σύγκρισις ὅτι «ἡ ἑλληνικὴ εἶναι πλουσιώτερη τῆς ἀγγλικῆς»;
Πῶς θὰ μεταφραζόταν ἡ «αὔρα», οἱ γλωσσικὲς συμπαραδηλώσεις τοῦ ἀγγλικοῦ ὅρου τῆς ἀργκὸ «poontang», ποὺ ἀφήνομε ἀμετάφραστο, διότι …διαβάζουν καὶ κυρίες;

Προσέξατε τὴν ἀπαρίθμησι ὅρων τῆς ἀγγλικῆς γιὰ τὸ εἰρωνικὸ σκῶμμα, στὴν μονογραφία τοῦ D. C. Muecke, γιὰ τὴν Εἰρωνεία (σειρά: Ἡ Γλῶσσα τῆς Κριτικῆς, ἀρ. 10, μτφ Κώστα Πύρζα 1974), σ. 28-9, (β´επανέκδ., 2001): fleer, flout, gibe, jeer, mock, scoff, scorn, taunt ( καγχάζω, κοροϊδεύω, σαρκάζω, περιγελῶ, ἐμπαίζω, χλευάζω, περιφρονῶ, προσβάλλω), ἐνῶ, σημειώνει ὁ εἰρωνολόγος, μετὰ τὸν 17o αἰῶνα χρησιμοποιήθηκαν πιὸ πλατιὰ οἱ λέξεις rally, banter, smoke, roast καὶ quiz: σκώπτω, ἀστειεύομαι, ἐξαπατῶ, πειράζω καὶ κοροϊδεύω. Δεκατρεῖς παραλλαγὲς συνωνύμων σὲ μιὰ εἰρωνεία, οὐκ ὀλίγες γιὰ νά… εἰρωνευθοῦν «ἐμπαιγμοὺς» γιὰ ἀγγλικὲς λεξιπενίες, ἀκόμη καὶ σὲ μιὰ ἀνθοπώλιδα τοῦ Covent Garden, Professor Hick!

Παραμένει σταθερὸς ὁ ἀριθμὸς τῶν λέξεων μιᾶς γλώσσης ἢ τὸν ἀλλάζει ἡ λεξιπαραγωγή, τὰ λεξιδάνεια ἀπὸ ἄλλες γλῶσσες ἢ ἡ ἔκπτωσις ἀπὸ τὴν γλωσσικὴ χρήσι; Πόσες ἀπὸ τίς λέξεις τῶν Εἰδυλλίων τοῦ Θεοκρίτου ἢ τοῦ Ὁμήρου θὰ ἀνεγνώριζαν σήμερα οἱ φυσικοὶ ὁμιλητὲς τῆς ἑλληνικῆς, ἔστω «στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου», καὶ ποιά ἡ ἔννοια μιᾶς ἑλληνικῆς πέραν ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς ὁμιλητές της;
Εἶναι πιὸ καλαίσθητο τὸ «ἀπέπτησαν» τοῦ Ὁμήρου γιὰ τίς ψυχὲς ἀπό το «τὰ ἔφτυσαν» τῆς ἀργκὸ ἢ τὸ «φτιούσαν» του Βάρναλη;
Θέλγει ἡ συνήχησις τοῦ «χύντο χαμαὶ χολάδες» τοῦ Ὁμήρου, ἀλλὰ δὲν ἀπωθεῖ ἡ εἰκόνα τῆς ἀναφορᾶς τῆς ἐκφράσεως, ἢ ἀπωθεῖ λιγότερο ἀπὸ τὸ ῥεμπετοειδές «τοῦ πέταξε τὰ ἔντερα ἔξω»; Σὲ τί εἶναι αἰσθητικὰ πιὸ ἀποδεκτὸ τὸ ἐπίθημα «-ὕλλιον» τῶν ὑποκοριστικῶν παραγώγων, πχ, δενδρύλλιον, δασύλλιον, ἀπὸ τὸ καταληκτικὸ ἐπίθημα -άκιας, φλιπεράκιας, μπιλιαρδάκιας;

Τί ἀντιπροσωπεύει, λοιπόν, στὰ μάτια τῆς γλωσσολογικῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς κοινωνιογλωσσολογίας ὁ φόβος τῆς «λεξιπενίας»; Εἶναι ἁπλᾶ θέμα τῆς «κοινωνιογλωσσίας» καὶ ὑφερπουσῶν κατηγοριῶν ἐλιτισμοῦ, κοινωνικῆς διαστρωματώσεως καὶ αὐταρχισμοῦ ἢ ἐμπλέκονται ἀντικειμενικὲς ἀξιολογήσεις; Τί σημαίνει γιὰ τοὺς χρῆστες του ὁ ὅρος καὶ πόσο δικαιολογημένος, ὡς ἀξιολογικὸς ἀποῤῥιπτισμὸς κι ἀπαισιοδοξία μπορεῖ νὰ εἶναι; Προσθέτει, ἐμπλουτίζει ἢ πτωχαίνει τὴν γλῶσσα ἡ δημοτικιστικὴ ἀκρότητα τοῦ Ψυχάρη νὰ μετονομάσῃ τὸ περιοδικό «Τέχνη» σὲ …Μαστοροσύνη; (προσοχή: ὄχι «μαστουρωσύνη»!)

Ἡ γλῶσσα ὡς γραμματικὴ ἱκανότητα – Chomsky κι οἱ μετασχηματιστὲς …στὴν μπρίζα

Στὸν Chomsky καὶ τὴν γενετικὴ μετασχηματιστικὴ (generative transformational) ἐπαναστασί του – παρέμεινε καὶ στὰ πολιτικὰ ἀκτιβιστὴς ἐπαναστάτης – ὀφείλουμε τὴν πληρεστέρα θεωρία τοῦ πῶς ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι μιὰ δεδομένη κασέλα λέξεων ἀλλὰ μιὰ ἔμφυτος ἱκανότητα παραγωγῆς καταληπτοῦ λόγου ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς ὁμιλητὲς μιᾶς γλώσσης. Δὲν εἶναι ἐνεργείᾳ ἀλλὰ δυνάμει, ὅπως θὰ ἔλεγε κάποιος Ἀριστοτέλης, ποὺ σᾶς ἐκούρασε πρόσφατα.

Σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία τοῦ Chomsky ἡ γραμματικὴ ὁρίζεται ὡς, μεταξὺ ἄλλων, ἡ γνώσις τῶν κανόνων μιᾶς γλώσσης ποὺ διαθέτει ὁ φυσικὸς ὁμιλητής της. Ἡ γνώσις αὐτὴ τοῦ ἐπιτρέπει
(α) νὰ δομῇ καλοσχηματισμένες προτάσεις τῆς γλώσσης του,
(β) νὰ κατανοῇ καλοσχηματισμένες προτάσεις τῆς γλώσσης του (τίς ὁποῖες ἐνδεχομένως δὲν ἔχει ξανασυναντήσει) καὶ …
(γ) νὰ ἐντοπίζῃ ποιὲς ἀπὸ τίς προτάσεις ποὺ συναντᾷ εἶναι γραμματικῶς καλοσχηματισμένες – καὶ τί σημαίνουν, ἀκόμη κι ἂν δὲν τὸ ἐκφέρουν σὲ σωστὲς γραμματικῶς προτάσεις, εἶναι  «κακοσχηματισμένες»…. (ἂν μᾶς ἐπιτραποῦν ἀξιολογικοὶ καὶ κανονιστικοὶ ὅροι!)

Σὰν ἔμφυτος, γενετική, δυνάμει ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀποκωδικοποιήσῃ λογικὰ τὴν δομὴ τοῦ λόγου τῶν ἄλλων καὶ νὰ διαρθρώσῃ προτάσεις κατανοητὲς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἡ γλῶσσα κτίζεται γύρω ἀπὸ ἁπλὲς λογικὲς δομές, ἢ σύνταξι: κάποιος κάνει κάτι ἢ ὑφίσταται κάτι.
Ὄνομα καὶ Ῥῆμα. Οἱ συντακτικὲς δομές, ἔμφυτες καὶ κοινές, βιολογικὰ στὸν ἄνθρωπο, κτίζουν ἀναδραστικὰ καὶ τίς πιὸ περίπλοκες συντακτικὲς δομές, πάντα μὲ ἐφαρμογὴ τοῦ ἑρμηνευτικοῦ, ἀναλυτικοῦ σχήματος Ὄνομα – Ῥῆμα. Θὰ δεῖτε τὰ περίπλοκα ἀναλυτικὰ δένδρα (nested syntactic structures) Ὁ-Ρ σὲ πλεῖστα «papers», ἐπιστημονικὲς εἰσηγήσεις τῆς γλωσσολογίας.
Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἀγόνων ἐπαναστάσεων, τὰ θυμήθηκε στὰ γεράματα ὁ Chomsky, στὴν πιὸ πρόσφατο δημοσίευσί του, τὸ 2005, τὸ ἄρθρο τοῦ «Τhree Factors on Language Design», στὸ γλωσσολογικὸ περιοδικὸ Linguistic Inquiry, ὅπου ξανὰ ἔπιασε τὸ θέμα τῶν παραγόντων ποὺ συμβάλλουν στὸν καθορισμὸ καὶ τὴν λειτουργία τῆς γλώσσης ὅπως τὴν ἀντελήφθη καὶ περιέγραψε: δηλαδή, σὰν «μηχανισμὸ παραγωγῆς δομῶν, φράσεων κι προτάσεων».

Ὅπως ἐξηγεῖ συνοπτικὰ ὁ Φοῖβος Παναγιωτίδης (οπ.π. σελ. 57-9), οἱ τρεῖς παράγοντες ποὺ καθορίζουν τὰ γλωσσικὰ χαρακτηριστικὰ εἶναι τὸ περιβάλλον (ὁ ἐμπειρικὸς ὁρίζοντας στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ γλῶσσα ὅπως καὶ τὸ ἰδιαίτερο γλωσσικὸ περιβάλλον τοῦ φυσικοῦ ὁμιλητοῦ μιᾶς γλώσσης), ἡ καθολικὴ γραμματική, δηλαδὴ τὰ ἐγγενῆ, σὲ ἀφῃρημένο ἐπίπεδο, χαρακτηριστικὰ ἡ δυνατότης σὲ μιὰ γλῶσσα νὰ φτιάχνουμε σύνθετες δομὲς ἀπὸ ἐπὶ μέρους συστατικὰ καὶ οἱ γενικὲς σχεδιαστικὲς δομὲς ποὺ συναντοῦμε γενικὰ σὲ βιολογικὰ συστήματα: ὅροι στὴν δημιουργία μορφῶν, πχ ἡ (ἀντίληψις γιὰ τὴν) συμμετρία ἢ ἡ ἀσυμμετρία καὶ προτερότητα, πχ ἡ προτερότητα στὸν συνδυασμὸ ῥήματος κι ὀνόματος σὲ μιὰ πρόταση.

Σημειώνω, ἐν παρόδῳ, τίς θεωρίες τῆς ὀντογενέσεως τῆς γλώσσης, πῶς ἐξελισσόμαστε ἀπὸ τίς πρῶτες νηπιακὲς «σημάνσεις», ἀδιαίρετες καὶ χωρὶς δομὴ ἐκφορὲς ἤχων στὴν ἀντίληψι τῆς γλώσσης ὡς συνθέτου διαρθρώσεως μερῶν ἢ τμημάτων, ὡς α’ ποὺ λέγεται ἢ συνδυάζεται μὲ τὸ β’, ὁ ἄνδρας εἶναι πατέρας, ἡ μπανάνα ἔχει φλούδι.

Γραμματικὴ (μορφολογία), Σύνταξις, Φωνολογία – φωνήματα καὶ μορφήματα

Α. Ἡ γλῶσσα περιγράφεται ὡς ἀποτελουμένη ἀπὸ στοιχεῖα: ἡ πρότασις ἀπὸ λέξεις, οἱ λέξεις ἀπὸ μορφήματα, τμήματα ποὺ συντίθενται γιὰ νὰ ἐπηρεάσουν τὴν κατασκευὴ τοῦ νοήματος τῆς λέξεως, καὶ στὴν βάσι ὅλων, οἱ ἦχοι ποὺ πραγματώνουν τὴν ὑλικότητα, τὸ ἐνέργημα ἢ ὕπαρξι τῆς γλώσσης: τὰ ἐλάχιστα ἐδῶ ἠχητικὰ ἢ φωνητικὰ στοιχεῖα εἶναι τὰ φωνήματα. Τὸ τμῆμα τῆς γλωσσολογίας ποὺ ἐξετάζει τὴν ἠχητικὴ σύστασι τῶν φωνημάτων, τὴν περιγραφή, σύστασι κι ἐξέλιξί τους, εἶναι ἡ φωνολογία.

Οἱ ἦχοι αὐτοί, ὡς φωνήματα, μπορεῖ νὰ παραλλάσσουν ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο ἢ τόπο, πχ τὸ «ὁ» νὰ προφέρεται πιὸ «κλειστό», σὰν «οὐ,οὗ», χωρὶς νὰ ἀλλάσσῃ τὸ νόημα τῆς λέξεως. Τὸ «μουστοκούλουρο» σημαίνει τὸ ἴδιο μὲ τὸ «μουστουκούλουρου». Μπορεῖ καὶ νὰ σιγῶνται ἐντελῶς – ἀλλὰ νὰ ἐννοοῦνται στὴν ὀπτικὴ εἰκόνα τῆς λέξεως: ὁ Καραμανλῆς νὰ ἀκούῃ «σλὶπ» ἀλλὰ νὰ μὴν ἐννοῇ ἐσώρουχο: «δὲν μ’ λείπ’» ἀλλὰ «σοῦ λείπει». Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες προέφεραν τὸ «φ» ὡς «ph», δασὺ ἐκρηκτικὸ ψιλό, κι αὐτὸ ἐξελίχθηκε σὲ «δασὺ ἠχηρὸ συνεχές» «φ», ‘f’. Ἡ Ψαπφὼ σὲ …Φωφώ, γιὰ νὰ ἀστειευθοῦμε.

Ἄν ὅμως ἡ ἐναλλαγὴ τῶν φωνημάτων ἀλλάσσῃ τὸ νόημα τῆς λέξεως, τότε αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα φωνητικὰ στοιχεῖα διαδραματίζουν τὸν ῥόλο «μορφημάτων»: τῶν ἐλαχίστων στοιχείων τῆς γλώσσης μὲ δύναμι νὰ συμβάλουν ἢ ἀλλάσσουν τὸ νόημα τῆς γλώσσης. Τὸ «π» κάνει πιὸ ἐκρηκτικὸ τὸν δασὺ φθόγγο «φ» ἀλλὰ δὲν ἀλλάσσει τὸ νόημα. Ὁ φίλος φέρεται τὸ ἴδιο φιλικὰ καὶ σὰν «pfίλος», φοριέται στὸ κεφάλι, ὅμως, σὰν «πῖλος». Ἄν τὸ «π», ὁμοίως, ἀντικαταστήσῃ τὸ «φ» στὸ «φόνος», τὸ θῦμα ὑποφέρει, ἀλλὰ ζεῖ, δὲν πεθαίνει. Σὰν μόρφημα, τὸ «φ» καὶ τὸ «φ» μποροῦν νὰ κάνουν τὴν διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ ζωὴ καὶ θάνατο.

Ἀπὸ τὴν φωνὴ στὸν λόγο: φωνολογία καὶ μορφολογία, μορφολογία καὶ σύνταξις

Ἡ σύνθεσις παραλλαγῶν τμημάτων γιὰ νὰ φτιάξουμε τὸ νόημα τῆς λέξεως συνιστᾷ τοὺς κανόνες τῆς μορφολογίας, ἐνῶ ὁ συνδυασμὸς τῶν αὐτονόμων πιὰ νοημάτων τῶν λέξεων γιὰ νὰ φτιάξουμε μιὰ πρότασι, πχ μιὰ δηλωτικὴ πρότασι ποὺ ὡς «ἀπόφανσις» λέει μιὰ ἀλήθεια γιὰ τὸν κόσμο ἢ τὸν ἴδιο τὸν λέγοντα, ὁρίζεται ἀπὸ τὴν σύνταξι τῆς γλώσσης.

Πολὺ ἁπλᾶ, μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε τὴν σχέσι συντάξεως καὶ μορφολογίας μὲ μιὰ ἀναλογία: εἶναι κάτι ἀνάλογο πρὸς τὴν σχέσι ἀρχιτεκτόνων καὶ πολιτικῶν μηχανικῶν. Ὁ φυσικὸς ὁμιλητὴς ἔχει μάθει νὰ ἀποκωδικοποιῇ στὴν γλῶσσα του τὴν σχέσι ὀνόματος καὶ ῥήματος, καὶ γνωρίζει ὅτι ἕνα ὄνομα μπορεῖ νὰ ὁρίζῃ τὸν δράστη ἢ τὸν δέκτη μιᾶς ἐνεργείας – θὰ δοῦμε, στὴν παρουσίασι τῶν αὐτοπαθῶν ῥημάτων, στὴν θέσι καὶ τῶν δύο: «κτενίζομαι» = «κτενίζω τὸν ἑαυτό μου».

Τὸ κλιτικὸ σύστημα: σύνταξις καὶ μορφολογία τῶν πτώσεων

Ἡ σύνταξις θὰ μᾶς ὁρίσῃὅτι τὸ ὑποκείμενο, ὁ δράστης τοῦ ῥήματος, μπαίνει σὲ πτώσι ὀνομαστική, ἐνῶ τὸ ἀντικείμενο σὲ πτώσι αἰτιατική. Ἡ δουλειὰ τῶν πτώσεων εἶναι νὰ ἀποδίδουν, μὲ ὑποδειγματικὲς μορφολογικὲς ἀλλοιώσεις στὰ ἐπιθήματα τῶν ῥιζῶν, ἢ καταλήξεις τῶν λέξεων αὐτῶν, μιὰ κατάληλο πτωτικὴ διασκευὴ τῶν ὀνομάτων, ὥστε νὰ εἶναι στὴν πτώσι ποὺ ἀπαιτεῖ τὸ ἀρχιτεκτονικὸ σχέδιο τῆς προτάσεως. «Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον»: τὸ τελικὸ «ς» ὑποδηλοῖ τὴν ὀνομαστική, στὸ κλιτικὸ ὑπόδειγμα τῶν ἀρσενικῶν δευτεροκλίτων τῆς ἀρχαίας, ἐνῶ τὸ τελικὸ «ν», δηλώνει τὴν αἰτιατική. Στὸ «ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾷ τὸν Θεὸ(ν)» τὰ μορφήματα «ς» καὶ «ν» δείχνουν τὴν ἀντίστροφο σχέσι: ὁ Θεὸς εἶναι δέκτης ἢ «ἀντικείμενο» τῆς ἀγάπης του …ἐνεργητικῶς ἀγαπῶντος ἀνθρώπου.

Ἡ κατασκευὴ τῆς λέξεως εἶναι δουλειὰ τῆς μορφολογίας σύμφωνα μὲ τίς πρότυπες συνταγές της, ἢ τὰ κλιτικά της ὑποδείγματα / συστήματα, δηλαδὴ τίς κλίσεις, γιὰ τὸ πῶς διαμορφώνονται οἱ πτώσεις. Τὸ ποιά πτώσι θὰ κάνῃ τὴν δουλειὰ τοῦ νοήματος, τῆς σημασιολογίας, θὰ τὸ ὁρίσῃ τὸ ἀρχιτεκτονικὸ σχέδιο, ἡ σύνταξις.

Συνοπτικά, πρὶν μποῦμε, στὸ ἑπόμενο μάθημα στὸ ὄνομα: ὑπάρχουν πέντε πτώσεις στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ποὺ συνοψίζουν τὴν συντακτικὴ δουλειὰ τῶν ὀκτὼ πτώσεων τῆς ἰνδοευρωπαϊκὴς ursprache τῆς ἑλληνικῆς. Ἡ δοτικὴ ἔχει ἀποῤῥοφήσει καὶ τὴν σημασιολογικὴ λειτουργία τῆς «ὀργανικῆς» (Ναυσικᾶ ἴμασσεν μάστιγι ἡμιόνους’) καὶ τῆς «τοπικῆς» («Ἀχιλλεὺς εὖδε μυχῷ κλισίης»), ἡ γενικὴ τῆς «ἀφαιρετικῆς»: «Θέτις ἀνέδυ πολιὴς ἀλός».

Στὰ νέα ἑλληνικὰ οἱ πτώσεις συνεπτύχθησαν σὲ τέσσερεις, ἐνῶ ἡ μορφολογικὴ ἁπλοποίησις εἶναι ἀκόμη δραστικοτέρα: μόνο τὸ τελικὸ «ς» διαφορίζει τὴν ὀνομαστικὴ «πατέρας» ἀπὸ τίς ἄλλες πτώσεις στὸν ἑνικό, καὶ τὸ τελικὸ «ς» τὴν γενικὴ «μητέρας» ἀπὸ τίς ἄλλες πτώσεις στὸ θηλυκὸ «μητέρα». Συγκρίνετε: Μήτηρ, μητρός, μητρί, μητέρα, μῆτερ. Πιὸ μεγάλη ἡ ἁπλοποίησις καὶ στὰ τριτόκλιτα περιττοσύλλαβα. Ἀπό το: ῥήτωρ, ῥήτορος, ῥήτορι, ῥήτορα, ῥῆτορ, στό: ῥήτορας, ῥήτορα, ῥήτορα, ῥήτορα. Ἀπό το: ἄῤῥην, ἄῤῥενος, ἄῤῥενι, ἄῤῥενα, ἄῤῥεν, στό: ἄῤῥενας, ἄῤῥενα, ἄῤῥενα, ἄῤῥενα. Κι ἀπό το φάρυγξ, φάῤῥυγγος, φάρυγγι, φάρυγγα, φάρυγξ, στό: φάῤῥυγγας, φάρυγγα, φάρυγγα, φάρυγγα.

Πρόκειται ἐδῶ γιὰ ἁπλούστευσι ὡς μεγαλυτέρα ἀποτελεσματικότητα κι εὐρυθμία, ἢ ἁπλούστευσι ὡς ἐκπτώχευσι καὶ πήρωσι τῆς γλώσσης; Ῥήτορα, ῥήτορα, ῥήτορα. Τρεὶς ὅμοιες μορφολογικὰ πτώσεις, μὲ μόνο τὸ ἄρθρο νὰ τίς διαφορίζῃ. Πόση ἡ ἀπόστασις ἀπὸ τὸ μορφολογικὸ ὁμοιόπτωτο στὸ ἄπτωτο; Λεξιδάνεια ἤδη χρησιμοποιοῦνται ἀπτώτως, τὸ κομπιοῦτερ, ὁ σέντερ φόρ, ἡ βάμπ, τὸ σασπένς, τὸ σόκ… Ξενικὰ ὀνόματα καὶ χῶρες, τὸ Τσάντ, τὸ Μονακό… Τὸ Μεξικὸ λιγότερο, δίνεται στὸ κλιτικό μας σύστημα πιὸ εὔκολα (;) τὸ τελευταῖο. Ἄπτωτες ἀκοῦμε – κι ἀνατριχιάζουμε – καὶ μετοχές: «τοῦ διευθύνων σύμβουλου», μὴ ζητοῦμε καὶ καταβιβασμὸ τοῦ τόνου τοῦ «συμβούλου», πάει πολύ, ἔτσι;
Μὲ λιγότερες μορφολογογικὲς ἀπαιτήσεις τὸ «team work», γιατί νὰ μὴ τὴν προτιμήσω ἀπό την …«ὁμαδικὴ ἐργασία»; Καὶ βέβαια, ἄλλες «πτώσεις» κι ἄλλες …μορφολογικὲς ἀπαιτήσεις ἔχει τὸ ἄπτωτον «σέξ», ἀνούσια ἡ «συνουσία» κι ἀνέραστος ξέμεινε ἡ «γενετήσια συνομιλία»!

Ὑπεδείκνυε ὁ λογικιστὴς φιλόσοφος Carnap πῶς στὶς L, τίς τεχνικὲς γλῶσσες, ἡ οἰκονομία τῶν συμβόλων «notations», ἢ τῆς μορφολογικῆς σημάνσεως προσφέρει στὴν οἰκονομία ἄλλὰ στερεῖ ἀπὸ τὴν σημαντικὴ πληρότητα. Ἀκόμη πιὸ Ὀκκαμικός, ὁ Νομιναλιστὴς Quine, ἀνάγει ὅλα τὰ πέντε ἢ πόσα σύμβολα τῆς πρωτοβαθμίου λογικῆς σὲ ἕνα, το «/», συνδυασμὸς ἀρνήσεως καὶ διαζεύξεως ποὺ ἐκφράζει ὅλα τὰ ἄλλα, τοῦ παίρνει ἕνα ὁλόκληρο βιβλίο, τὸ Methods of Logic νὰ ἐξηγήσει πῶς..

Ἡ ἀξία τῆς ἁπλότητας, κι ἡ μὴ ἁπλότης τῆς «ἀξίας»

Ἀρετὴ τῶν τεχνικῶν γλωσσῶν ἡ οἰκονομία στὰ σύμβολα, εἶναι ἀρετὴ ἡ οἰκονομία καὶ τῶν φυσικῶν γλωσσῶν;
Πιὸ παρατακτικὴ κι ἁπλῆ στὴν μορφολογία καὶ τὴν σύνταξι ἡ ἁπλοποιημένη εἶναι, στὴν εὐχρηστία της,πιὸ ἑλκυστική;
Κι εἶναι αἰσθητικὰ ἀνωτέρα, ἢ κατωτέρα γι’ αὐτό;
Ποιό τὸ νόημα, καὶ ποιά τὰ κριτήρια μιᾶς τέτοιας συγκρίσεως κι ἀξιολογήσεως;;

Kι ἐπήρετο γιὰ τὸν Ἀττικό του λόγο ὁ ῥήτωρ τῆς Β’ Σοφιστικῆς Αἴλιος Ἀριστείδης, ὅπως κι ὁ Δίων ὁ Χρυσόστομος κι ὁ Συνέσιος Κυρήνης, περὶ τριχῶν μαρνάμενοι, οἱ δύο τελευταῖοι. Ἤδη ὅμως εἰχαν οἱ νέοι πληθυσμοὶ τῆς ἑλληνιστικῆς αὐτοκτατορίας τῶν βασιλείων τῶν ἐπιγόνων σπρώξει τὴν γλῶσσα στὴν «κοινὴ» ἁπλοποιημένη μορφὴ τοῦ ἀττικοῦ λόγου…
Τόσο ἁπλοποιημένη ποὺ νὰ ἐννοοῦν τὴν Καινὴ Διαθήκη κι οἱ θεολόγοι κι ἱερεῖς μας…

Τῖτος Χριστοδούλου

φωτογραφία

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply