Ἡ πόλη ἀνοικοδομεῖται τόν 19ο αἰῶνα ἀκολουθῶντας, σέ μεγάλο βαθμό, τά καθιερωμένα πρότυπα τῆς «ἀρχοντικῆς» ἀρχιτεκτονικῆς τῆς Βόρειας καί τῆς Κεντρικῆς Ἑλλάδας. Σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τήν στέρηση καί τήν φτώχεια τῶν προηγουμένων τρομερῶν αἰώνων, οἱ πλούσιοι πλέον ἔμποροι καί ναυτικοί νοικοκυραῖοι ἀνοικοδομοῦν, μετά τόν 18ο αἰῶνα, τά σπίτια τους μέ τρόπο πού ὑπερβαίνει τίς ἁπλές στεγαστικές ἀνάγκες. Οἱ μακραίωνες αἰσθητικές παραδόσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀναδύονται καί πάλι καί ἐμφανίζονται ὡς ἐπιλογές τῶν εὐπόρων νέων ρωμαίικων ἀστικῶν στρωμάτων, ἐκφραζόμενες βέβαια σύμφωνα μέ τίς αἰσθητικές ἀντιλήψεις καί τούς τρόπους τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, τῆς Δύσεως, ἀλλά καί τῆς εὐρύτερης Ἀνατολῆς. Εἶναι σημαντικό καί ἐπίκαιρο τό γεγονός ὅτι ἡ ἀνερχόμενη νέα ρωμαίικη καί ἐμπορευματική τάξη, –παρ’ ὅλη τήν γοητεία πού αἰσθάνεται γιά τόν μεγάλο ἀστικό πολιτισμό τῶν Εὐρωπαίων καί τόν δυτικό εὐρωπαϊκό πολιτισμό–, παραμένει προσηλωμένη στήν μακραίωνη παράδοση τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου καί στήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ πλούσιοι ἔμποροι ζητοῦν τήν συνεργασία τῶν λαϊκῶν μαστόρων, οἱ ὁποῖοι ἐνσωματώνουν στήν πλούσια παράδοσή τους τούς τρόπους καί τίς ἀντιλήψεις πού ἔρχονται ἀπό Ἀνατολή καί Δύση, δημιουργώντας μία ὑβριδική ἀρχιτεκτονική.
Ἡ Παλαιά Ξάνθη εἶναι γεμάτη ἀπό λαϊκές βαλκανικές κατοικίες, χάνια, μαγαζιά, ρωμαίικες ἐκκλησίες τῆς τελευταίας ὀθωμανικῆς περιόδου καί ἀρχοντικά τῶν ἐμπόρων τοῦ καπνοῦ, πού θέλουν νά ἐντυπωσιάσουν ἐπιδεικνύοντας χλιδή καί πλοῦτο σάν ἐπιβεβαίωση τῆς ὑπερβάσεως τῆς παλαιᾶς τους φτώχειας.
Ὡστόσο, ἡ σύγκριση μέ τά χρονικά προηγούμενα παραδείγματα τῶν πόλεων τῆς Ἠπείρου, τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θεσσαλίας εἶναι σχετική, ἀφοῦ ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς Ξάνθης ἀκολουθεῖ τά πρότυπα αὐτά μέ καθυστέρηση ἑνός αἰῶνος. Αὐτό ὀφείλεται στήν καταστροφή τῆς πόλεως τό 1829, ἀλλά καί εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς γεωγραφικῆς ἐγγύτητας τῆς πόλεως εἰδικότερα καί τῆς Θράκης γενικότερα πρός τό κέντρο τῆς δυνάμεως τῶν κατακτητῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων, τῶν ὁποίων ἡ κυριαρχία στήν Θράκη ἦταν καταθλιπτική.
Ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς πόλεως πού ξεκινᾶ ἀμέσως μετά τό 1929 καί ἐπιταχύνεται κατά τήν περίοδο 1870-1910 πραγματοποιεῖται σέ μεγάλο βαθμό ἀπό ὁμάδες μαστόρων πού ξεκινοῦν ἀπό τήν Μακεδονία, τήν Ἤπειρο καί τή Βόρεια Θράκη[i].
Ὁ μάστορας εἶναι αὐτός πού γνωρίζει καλά μία πρακτική τέχνη καί ἀσχολεῖται μ’ αὐτήν ἐπαγγελματικά. Ἡ λέξη εἶναι βυζαντινή (μαΐστωρ, μαγίστωρ ἀπό τό λατινικό magister). Ὁ μάστορας ἀποκτᾶ τόν τίτλο του μετά ἀπό μακροχρόνια μαθητεία σέ ἄλλο μάστορα. Ἡ μαθητεία ἀρχίζει ἀπό τήν παιδική ἠλικία. Ὁ ἀρχιμάστορας διευθύνει ὁμάδα μαστόρων καί βοηθῶν (τσιράκια καί καλφάδες). Ὁ ἀρχιμάστορας ἔχει τέτοια γνώση τῆς τέχνης του, ὥστε μπορεῖ νά καθοδηγήσει καί νά κατασκευάσει ἕνα σύνθετο ἔργο, γιά τό ὁποῖο χρειάζεται πολλή ἐργασία ἀπό πολλούς μαστόρους.
Ὁ θεσμός τῆς συνεργασίας καί τῆς ὀργανώσεως τῶν μαστόρων, δηλαδή ὁ θεσμός τῶν συντεχνιῶν ἤ τῶν συναφιῶν, ξεκινᾶ ἀπό πολύ παλαιά καί συνεχίζεται κατά τήν Τουρκοκρατία. Τό σινάφι περιλαμβάνει ὅλους τούς μαστόρους μιᾶς συγκεκριμένης εἰδικότητας καί διοικεῖται ἀπό τούς ἀρχιμάστορες πού ἐκλέγονται σέ συνέλευση διά βοῆς. Οἱ Τοῦρκοι ἀνέχθηκαν τά σινάφια, ἀφοῦ τούς χρησίμευαν καί τούς βοηθοῦσαν στήν εἴσπραξη τῶν φόρων. Τά σινάφια γίνονται πλέον καί μεγάλες συσσωματώσεις καί ἀποβλέπουν στήν ἀποδοτικότερη παραγωγή. Ὁλόκληρα χωριά ἤ περιοχές ἐξειδικεύονται στήν παραγωγή καί τήν ἀπασχόληση. Ὅπως ἡ Στεμνίτσα γίνεται τό κέντρο τῆς μεταλλοτεχνίας, ἡ Καστοριά τῆς γουναρικῆς, ἡ Δημητσάνα τοῦ μπαρουτιοῦ, στήν Ἤπειρο καί στήν Δυτική Μακεδονία χωριά καί περιοχές ἐπιδίδονται στήν οἰκοδομική. Τά σινάφια τῶν οἰκοδόμων λέγονται στήν Ἤπειρο καί στήν Δυτική Μακεδονία κουδαραῖοι καί στήν Θράκη δουλγκέρηδες.
Ὡστόσο, δέν γνωρίζουμε ποιοί κτίσαν τήν Ξάνθη. Οὔτε γνωρίζουμε ἄν τά σημαντικά κτίρια ἔγιναν μετά ἀπό σχέδια ἀρχιτεκτόνων.
Ὅσο γιά τήν μαστοριά, τήν δεξιοτεχνία περί τά τεχνικά, αὐτή, πέρα ἀπό ἐπαγγελματική προϋπόθεση, ἔχει σχέση καί μέ τό μεράκι– καί τοῦ μάστορα καί αὐτοῦ πού τόν πληρώνει.
Χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς στήν Ξάνθη εἶναι τό λεγόμενο σαχνισί. Τό σαχνισί ἀποτελεῖ προέκταση τοῦ ὀρόφου, ἤ τμήματος τοῦ ὀρόφου ἑνός κτίσματος, πού συνήθως εἶναι κατοικία. Ἡ ἐπέκταση αὐτή ὑποστηρίζεται ἀπό ξύλινα στηρίγματα. Ἡ λέξη σαχνισί εἶναι περσική καί σημαίνει τόν θρόνο τοῦ βασιλιᾶ.
Τό σαχνισί συναντᾶται πολύ συχνά στήν βυζαντινή ἀρχιτεκτονική, ὅπως καί μέ ἄλλη μορφή στήν Δυτική Εὐρώπη (ἔρκερ). Ὡστόσο, στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἔλαβε τεράστια διάδοση γιά λόγους πού μᾶλλον εἶναι κοινωνικοί. Ὁ ἀποκλεισμός τῆς γυναίκας ἀπό τήν ἀνοικτή κοινωνική ζωή καί ἡ εσωστρέφεια τῶν Τούρκων, ὑπεχρέωσαν τήν νοικοκυρά νά ἀναζητᾶ κάποια ψυχαγωγία μέ τήν ἐπαφή μέ τά τεκταινόμενα στόν δρόμο καί στήν ἄμεση γειτονιά τῆς κατοικίας.
Τό σαχνισί προσφέρει ἕνα εἶδος στεγασμένου καί κεκαλυμμένου μπαλκονιοῦ, ὅπου τό φῶς καί ὁ ἥλιος εἰσέρχονται χωρίς ἐμπόδια. Τό σαχνισί δίνει δυνατότητα εὐρύτερης θέας καί ἐπιτρέπει στήν νοικοκυρά καί τά ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας νά περνοῦν τίς ἐλεύθερες ὧρες τους εὐχάριστα. Τά καφασωτά καλύμματα στά παράθυρα ἐμποδίζουν τά βλέμματα τῶν ξένων.
Στούς χριστιανικούς μαχαλάδες εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἔλλειψη τῶν καφασωτῶν στά παράθυρα. Τό σαχνισί συναντᾶται κατά κόρον σέ κτίσματα τῆς λαϊκῆς παραδοσιακῆς ἀρχιτεκτονικῆς στά Βαλκάνια καί στήν Μικρά Ἀσία ἀπό τόν 12ο μέχρι τόν 19ο αἰῶνα, σέ τέτοιο βαθμό, πού ἀποτελεῖ ἴσως τό κύριο ἀρχιτεκτονικό στοιχεῖο στούς παραδοσιακούς οἰκισμούς τῆς Αὐτοκρατορίας.
Συναντοῦμε διάφορες μορφές καί μεγέθη σαχνισιῶν –ἁπλά, διπλά, μέ διαφορετικό βάθος κατά τμήματα καί ἄλλα– καί εἶναι δυνατό ἐπίσης γιά ἕνα κτίσμα νά διαθέτει δύο ἤ περισσότερα σαχνισιά σέ συμμετρική ἤ μή διάταξη.
Συναντῶνται ἐπίσης στήν Ξάνθη στοιχεῖα τῆς κατά παράδοση ἑλληνικῆς λαϊκῆς τέχνης.
Στήν λαϊκή τέχνη τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου κατά τόν 18ο καί 19ο αἰῶνα ἐμφανίζεται ἕνα ἀπό τά κύρια προβλήματα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἐννοοῦμε τήν ἐπίδραση καί τήν ἀναμέτρηση μέ τό πολιτισμικό περιβάλλον τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, δηλαδή τήν ἐπίδραση τῆς εὐρωπαϊκῆς αἰσθητικῆς στή μακραίωνη παράδοση τῆς ἑλληνικῆς τέχνης.
Ἰδιαίτερα ἐνδιαφέροντα εἶναι τά λιθανάγλυφα πού συναντῶνται σέ κατασκευές τῶν Ἠπειρωτῶν μαστόρων (κατάστημα στήν ὁδό Παλαιολόγου, ἀρχοντικό στήν πλατεῖα Ματσίνη, ἐρειπωμένη κατοικία στήν ὁδό Ἐλ. Βενιζέλου).
Ἀκόμη, στήν Παλαιά Ξάνθη ὑπάρχουν δείγματα τῆς ἐργασίας ζωγράφων πού ἀφοροῦν κυρίως σὲ ζωγραφικές διακοσμήσεις ἀρχοντικῶν, γιά τά ὁποῖα τό μεράκι τῶν πλουσίων κτιτόρων τους δέν ἐμποδίστηκε ἀπό τό οἰκονομικό κόστος. Ἔτσι, οἱ πλούσιοι ἔμποροι μετεκάλεσαν ζωγράφους τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης, οἱ ὁποῖοι διεκόσμησαν τά ἐντυπωσιακά ἀρχοντικά τους.
Λίγα εἶναι τά παραδείγματα αὐτά καί κυρίως ἀφοροῦν στό ἀρχοντικό Μεταξᾶ στήν ὁδό Μάρκου Μπότσαρη καί στά δύο ἐν σειρᾶ ἀρχοντικά Κουγιουμτζόγλου στήν ὁδό Ἀντίκα. Πρόκειται γιά ζωγραφική διακόσμηση εἰκονική καί ἀνεικονική τοῦ ὕφους τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης στήν ὄψιμη ρομαντική ἔκφρασή της.
Ὁ χαρακτῆρας τῆς πόλεως εἶναι ὁπωσδήποτε λαϊκός ὅπως μεταφέρεται ἀπό τούς ἀγρότες τῆς περιφερείας καί τούς μικροεπαγγελματίες καί ἐργάτες πού εἶναι ἐγκατεστημένοι σ’ αὐτήν. Ἡ ἔλευση τῶν προσφύγων πλουτίζει μέ νέες ποικιλίες τόν λαϊκό χαρακτῆρα τῆς πόλεως.
Χιλιάδες εἶναι οἱ μικροεπαγγελματίες καί οἱ ἐργάτες πού καταφθάνουν ἀπό τήν Ἑλληνική Ἀνατολή. Ἡ ἀποκατάσταση τῶν προσφύγων δημιουργεῖ στήν Ξάνθη νέες συνοικίες, ἀφοῦ ὁ πληθυσμός διπλασιάζεται. Περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή ἡ λαϊκότητα χαρακτηρίζει τήν πόλη καί αὐτό εἶναι σημαντικό γιατί ἡ λαϊκότητα εἶναι φορέας καί κιβωτός λαϊκοῦ πολιτισμοῦ καί παραδόσεως.
[i] Οἱ ὁμάδες τῶν οἰκοδόμων, τά μπουλούκια, ξεκινοῦσαν ἀπό τά χωριά τους μετά τίς Ἀποκριές γιά νά δουλέψουν σέ μακρινούς τόπους. Κανονικά ἡ ἀποδημία διαρκοῦσε μέχρι τόν Δεκέμβριο, ὅταν ἐπέστρεφαν στά χωριά τους γιά νά φροντίσουν τά σπίτια τους καί νά καλλιεργήσουν τά χωράφια. Τέτοια μπουλούκια κουδαραίων πρέπει νά ἔκτισαν πολλά ἀπό τά σπίτια καί τά ἐργοστάσια τῆς Ξάνθης. Φαίνεται μάλιστα ὅτι ἀρκετοί Ἠπειρῶτες καί Μακεδόνες μπουλουκτζῆδες ἐγκαταστάθηκαν μόνιμα στήν πλούσια Ξάνθη.
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.