Τὰ καθίκια

Μὲ δισταγμὸ μπήκαν στὸν αἰώνα
μὲ φόβους γιὰ ἕναν δύσκολο χειμώνα…

Διακριτικὰ ἀνέκαθεν κρυμμένα
μὲ τὰ δικά του σχέδια τὸ καθένα…

Τά΄ πιανε πανικὸς σὲ κάθε ὀσμή μεγάλη
κρυφὰ ἀλλάζαν μεταξύ τους τὴ σκυτάλη…

Κι ἤξεραν πὼς μποροῦσαν νὰ ἐπιζήσουν
μόνον ἄν ἔλθουν κι ἄλλοι νὰ καθίσουν…

Κι ἡ πρόοδος ἦρθε διακριτικὰ
μὲ νέες ἰδέες κι ἀποσμητικά.

Βῆμα τὸ βῆμα κυκλοφόρησαν τὰ νέα
πὼς γίνονται τ΄ ἀσήμαντα σπουδαῖα…

Κι ἀφοῦ εἶδαν πὼς περπάταγε ὁ μῦθος
 ἀντικατέστησαν τὸ ἦθος μὲ τὸ πλῆθος…

Κι ὅταν ἐπῆλθε πλήρης σύγχυση στῶν ἰδεῶν τὶς γεύσεις
ὅλα τους συγχωνεύτηκαν σ΄ ὁμαδικὲς ἀποχετεύσεις…

Κι ἐπικαλούμενα ἐν τέλει καὶ τὴν χούντα
ἔγιναν πλέον δοχεῖα συγκοινωνοῦντα…

ΤΑΣΟΣ ΖΕΡΒΟΣ

(ἀπὸ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ «Πάραλος, 1981-1983»)

Leave a Reply