Βιβλιοκριτικὴ γιὰ «Τὸ βουνὶ»

Πῆρα πρὶν λίγους μῆνες ἕνα πρόσφατα βραβευμένο μυθιστόρημα πιστεύοντας πὼς δὲν θὰ ἔχανα τὸν καιρό μου καὶ ἄρχισα νὰ διαβάζω κρατώντας, μάλιστα, καὶ σημειώσεις μὲ σκοπὸ νὰ γράψω κάτι γιὰ τὸ ἔργο μετὰ τὸ πέρας τῆς ἀνάγνωσης. Καθὼς προχωροῦσα βῆμα μὲ βῆμα, σελίδα μὲ σελίδα, ἐνοίωσα ξαφνικὰ ὅτι βρέθηκα ξανὰ σὲ μία παραλία τῆς Ζακύνθου, ὅπου πῆγα γιὰ διακοπὲς πρὶν καμμιὰ εἰκοσαριὰ χρόνια. Γιατί; Διότι ὅταν μπῆκα στὴ θάλασσα νὰ κολυμπήσω μου συνέβη κάτι ποὺ δὲν τὸ περίμενα. Περπατοῦσα μὲν μὲς στὸ νερό, μὰ τὸ νερὸ δὲν ἀνέβαινε καθόλου, οὔτε κἂν μέχρι τὰ γόνατα. Ἐπέμεινα νὰ περπατῶ στὰ ῥηχὰ ψάχνοντας τὸ πολὺ νερὸ μὰ δὲν ὑπῆρχε καὶ στὸ τέλος βαρέθηκα κι ἐπέστρεψα στὴν ἁμμουδιά. Τὸ ἴδιο γινόταν τώρα μὲ τὸ βιβλίο. Τὸ ἄφησα στὴ μπάντα. Ἡ τελευταία σημείωση ποὺ ἔγραψα ἦταν αὐτή, γιὰ τὴν παραλία τῆς Ζακύνθου. Συνέχεια