Τὶς προηγούμενες ἡμέρες, συζητῶντας μὲ πολλοὺς καὶ διαφορετικοὺς φίλους, τὸ ἐρώτημα τοῦ τίτλου, καταλήγαμε, ἅπαντες, σὲ ἕνα καὶ μόνον συμπέρασμα: δὲν μποροῦμε νὰ ἀλλάξουμε χώρα, διότι αὐτὸς ἐδῶ εἶναι ὁ τόπος μας καί, κατ’ ἐπέκτασιν, ὅπου κι ἐὰν εὑρεθοῦμε, ἐκτὸς τοῦ ὅτι θὰ τὸν κουβαλᾶμε διαρκῶς μέσα μας, θὰ πονᾶμε σαφῶς πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀπουσία μας παρὰ ἀπὸ τὴν ὑπομένουσα δυσβάστακτο παραμονή μας, ὑπὸ τὶς ὑπάρχουσες συνθῆκες. Κι ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ πόνος ποὺ μᾶς πνίγει εἶναι τόσο βαθύς, ποὺ ἐξ Ἀνάγκης ἀρχίζουμε ὅλοι μας νὰ σκεπτόμεθα, δειλά-δειλά, πὼς ἔφθασε ἡ στιγμὴ νὰ ἀλλάξουμε τὴν ἰδίαν τὴν χώρα, ἐκ βάθρων καὶ διὰ παντός.
Μά πῶς ὅμως ἀλλάζει μία χώρα; Καί, ἐπὶ τῆς οὐσίας, πῶς ἀπαλλασσόμεθα ἀπό τούς γνωστούς ὡς βενιζελικούς ἀπογόνους σήμερα, πού ἁπλῶς εἶναι οἱ ἴδιοι προαιώνιοι δυνάστες μας μέ ἄλλα ὀνοματάκια;