Οἱ γυναῖκες στὸν Μακεδονικὸ Ἀγώνα.

 

 Γυναῖκες, οἱ ἀφανεῖς ἡρωΐδες.
Αὐτὲς ποὺ στὸ μέτωπο κουβαλοῦσαν ἀπὸ τροφὴ ἔως πολεμοφόδια.
Αὐτὲς ποὺ στὴν εἰρήνη μεγάλωνων Ἀνθρώπους γιὰ νὰ δουλέψουν τὴν Γῆ καὶ νὰ τὴν καρπίσουν.
Αὐτὲς ποὺ δὲν ἐδειλίασαν κάτω  ἀπὸ τὴν μπότα κανενὸς κατακτητοῦ.
Γυναῖκες Μακεδονίτισσες σήμερα. 
Φιλόπτωχος Ἀδελφότης κυριῶν Βεροίας. 
Καί τί δέν ἔκαναν; Ἀπὸ ἁπλῇ στήριξι στὸν Μακεδονικὸ ἀγώνα ἔως περίθαλψι προσφύγων. Ἀπὸ συσσίτια ἔως μεταφορὰ ἀλληλογραφίας, ἀνάμεσα στὰ βουλγαρικὰ καὶ στὰ τουρκικὰ πυρά. 
Γυναῖκες… 
Ἐὰν δὲν τὶς εἴχαμε…

Φιλονόη.  

Η Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών Βεροίας, που ιδρύθηκε το 1905

από την Πηνελόπη Καμπίτογλου, πρώτη πρόεδρο,
τη δασκάλα Καλλιόπη Δημητριάδου,
την ανεψιά του Μητροπολίτου Κωνσταντίνου Μαρία Παπαδοπούλου και
την Μαρίκα Σμυρλή,
έδωσε την ευκαιρία στις Ελληνίδες να δείξουν την μεγάλη τους φιλοπατρία. 

Όλες τότε έσπευσαν να γίνουν μέλη κι οι επόμενες πρόεδροι, Αικατερίνη Παπαδήμου, Ελένη Χριστοδούλου, Αφροδίτη Γεωργιάδου και Ελένη Στράλλα με τον ενθουσιασμό τους ανέβασαν το σωματείο στη συνείδηση των Βεροιέων, ώστε απλόχερα άρχισαν να καταφθάνουν οι δωρεές.

Εύεργέτες ήταν ο Δημήτριος Βικέλας, η Καλλιόπη/Χατζηλουίζου, οι γιατροί αδελφοί Μερκούριού Χατζή-νικολάκη, οι διευθυντές του ξενοδοχείου «Όλυμπία», ή Μαριορίτσα Γεμιτζόγλου, ο Αναστάσιος Κατσαμάκας, η Ελένη Χριστοπούλου, η Ελένη Τούσα κ.ά.

Έχοντας ακμαία οικονομικά η Αδελφότης ίδρυσε μικρό νοσοκομείο, όπου οι γιατροί Αφιλοκερδώς νοσήλευαν τους απόρους ασθενείς, αλλά και τους Μακεδονομάχους. 

Οι κυρίες μέλη πάλι με κίνδυνο της ζωής τους δέχονταν τους αντάρτες του καπετάν Κόρακα στ’ αρχοντικά τους, φρόντιζαν την τροφοδοσία τους και στην άνάγκη άπό τις «άπάνξεις», τις μυστικές πορτούλες που υπήρχαν άπό σπίτι σέ σπίτι, τούς φυγάδευαν.

Όταν οι ρουμανίζοντες άρπαξαν την εκκλησία «Κάτω Παναγιά», όρθωσαν το άνάστημά τους και άπέτρεψαν την διαρπαγή και της έκκλησιας των Ταξιαρχών.

Για να δώσουμε δέ ολοκληρωμένη εικόνα της προσφοράς του σωματείου προσθέτουμε, ότι  όταν στίς 16 Όκτωβρίου του 1912 ο έλληνικός στρατός μπήκε στη Βέροια, τα μέλη άνοιξαν τα σπιτικά τους, ζώστηκαν τις ποδιές και επιδαψιλέυσαν στους στρατιώτες μητρικές περιποιήσεις.

Αργότερα η Αδελφότης πρωτοστάτησε στην περίθαλψη τών προσφύγων της Μικρασίας, λειτούργησε συσσίτια γερόντων, άνέλαθε την εύθύνη της φανέλας του στρατιώτου στόν  πόλεμο του ’40, συνεργάστηκε με τον Ε.Ε.Σ. στην κατοχή σώζοντας άπό  βέβαιο θάνατο πεινασμένους και συνεχίζει μέχρι σήμερα τα καλά της έργα σέ φιλανθρωπικό και πολιτιστικό επίπεδο, με διαλέξεις, μουσικές, καλλιτεχνικές καί  πνευματικές εκδηλώσεις. οι θεροιώτισσες έργάστηκαν γιά τον Μακεδονικό Αγώνα.

Ή Δέσποινα Νόιδου

Ξέχωρα όμως μνημονεύουμε τη Δέσποινα Νοΐδου που φυλακίστηκε ένα χρόνο και θα είχε κακό τέλος, αν δεν  την άμνήστευαν οι Νεότουρκοι, τη γυναίκα και την κόρη του Φώτη Κατίνα  που φιλοξενούσαν τον καπετάν Κόρακα  
προσφέροντάς του το λιγοστό ψωμί τους, την Ελένη Μαντά, τη Θεονίτσα Ζαφάρα, την Ελένη Γαλίτσιου, την Κώσταινα Σιδέρη, τη Γιώργαινα Τουρώνη, τη Σωτήραινα Σακελλαρίδη, τη Δήμαινα και Γιώργαινα Κατινα, καθώς και τη Γιάνναινα Κανάκη,  που είχαν κάνει τα σπίτια τους μόνιμα καταλύματα των Μακεδονομάχων.  και δεν  ήταν οι μοναδικές.

 Ή Άνθία Γούναρη δέχονταν τα όπλα, που έφερνε στην πόλη ο Αθανάσιος Παπαδήμος, και μαζί με τον γυιό της Θωμά Μούμουλο Γούναρη τα έκρυβε στο ναό των ‘Αγίων Κηρύκου και Ίουλέττης, ένώ η Μαριγώ Γκαλίτσου η Γούτσιου έρραβε τα ρούχα των ανταρτών. Την φουστανέλα του Άγρα έκανε με τριακόσια λαγκιόλια.

 Άλλοτε πάλι έκρυβε πάνω από 450 όπλα στό σπίτι της, ζύμωνε ψωμιά και πολλές φορές οι Βούλγαροι την καταδίωξαν να τη σφάξουν, καθώς μετέφερε την άλληλογραφία του Σιορμανωλάκη, μα αύτή ποτέ δεν  έκανε πίσω.

Ή κρισιμότητα των καιρών έκανε τις βεροιώτισσες να βρίσκονται σέ διαρκή επαγρύπνηση.

Τό Πάσχα του 1905 ο Πάλλας κι ο Σκοτίδας φιλοξενούνταν στό νεόκτιστο άρχοντικό τού γιατρού και μέλους της «Άμύνης» Στεργίου Μάρκου,  όταν το έπισκέφτηκαν Τούρκοι αξιωματικοί να εύχηθούν και να πάρουν αύγά. Κάποια στιγμή θέλησαν να δούνε και τα διαμερίσματα.

Ή οικοδέσποινα τότε έτρεξε πάνω, όπου αναπαύονταν οι καπετάνιοι, κλείδωσε την πόρτα τους και έκρυψε το κλειδί.
Σάν έφτασαν οι Τούρκοι μπροστά στό δωμάτιό τους, προσποιήθηκε άδιάφορα πώς το είχε σφαλιστό γιατί τό’χε άσυγύριστο σαν αποθήκη κι έτσι έσωσε την κατάσταση.
Άλλες γυναίκες έγιναν έξιλαστήρια θύματα όπου έκτονώνονταν οι Τούρκοι.

Ή μητέρα τού Κωνσταντίνου Ρέπου, ψυχογιού τού καπετάν Κόρακα, φυλακίστηκε και βασανίστηκε σ’ αντίποινα για τη δράση τού γιου της. 

Πέρα όμως άπ’ τις βεροιώτισσες, σύσσωμες οι λεβέντισσες γυναίκες των χωριών τού Ρουμπλουκιού δέχονταν τους Μακεδονομάχους, τους περιποιούνταν, έπλεναν τα ρούχα τους και ζύμωναν το ψωμί τους.

 Ό καπετάν Κόρακας τους ήταν ιδιαίτερα αγαπητός γιά την καλή διαγωγή και την παλληκαριά του. Όμως τον Αύγουστο τού 1907 συνέβη κάτι,που τις πλήγωσε και γιά ένα διάστημα τον άπέφευγαν σάν χολεριασμένο.
Ό Ματαπάς τον χρόνο εκείνο παίρνοντας αφορμή άπό το πάθημα φτωχής νύφης, που δεν  είχε χρήματα να κάνει το πατροπαράδοτο σάν περικεφαλαία κατσιούλι και την άφησε ο γαμπρός, έδωσε διαταγή να το καταργήσουν.

Έτσι ο Κόρακας μιά μέρα του Αύγούστου έλαβε άπό το Κέντρο Θεσσαλονίκης ένα μεγάλο μπόγο όμορφα μαντήλια, μέ έντολή να τα μοιράσει στό Ρουμπλούκι, γιά να άντικαταστήσουν οι γυναίκες τα κατσιούλια, το έντυπωσιακό μέρος της τοπικής φορεσιάς τους.

Μέ έξι άντρες λοιπόν και δυό πλάβες πήγε πρώτα στό σπίτι του Παπά στό Μικρογούζι, όπου τον ύποδέχτηκε πρόσχαρη, όπως πάντα, η μητέρα του και της πρότεινε να διαλέξει ένα.

Χάρηκε έκείνη και τα βρήκε όλα πολύ βολικά για τη μέση η το χορό, μα σαν έμαθε ότι προορίζονταν για το κεφάλι, άγρίεψε και με άλλες γυναίκες που εν τω μεταξύ είχαν καταφτάσει, δήλωσε ορθά κοφτά:

-Κιφάλ πέφτ’, κατσιούλια δεν  πέφν. Τά ’χουμι πτούν Μεγα’ Λέξαντρου...

 Κι έπειτα άναψοκοκκινισμένες έξαφανίστηκαν βροντώντας την πόρτα.
Έφυγε άπρακτος ο Κόρακας και πήγε στό Μέτς.
Ό γερο-Πρόδρομος και στενός φίλος του έκει του είπε:

-Μί τ’ς γναΐκις τά’βαλις; Δέν τα βγάνουμι πέρα! Αύτουνς μάς ούρίζν’…

Ώς το άλλο πρωί ο γυναικόκοσμος στό Ρουμπλούκι βρισκόταν σ’ έπαναστατικό άναβρασμό δηλώνοντας κατηγορηματικά, οτι όχι μόνο οι άντάρτες, μα και οι άντρες τους δεν  θα έτρωγαν πια φαί και ψωμί, άν τις ύποχρέωναν να «ρίξουν τα κατσιούλια».

Στό Διαβατό; όπου κατευθύνθηκε μετά ο καπετάνιος  έξαφανίστηκε και η σύζυγος του καλύτερου συνεργάτη του Λαμιώτη.
 Δέν ήρθε στό σπίτι να έτοιμάσει φαγί, παρά μόνο όταν ο άντρας της τη φοβέρισε, ό,τι θα της σπάσει τα κόκκαλα.
 Όπου και άν βρίσκονταν ο Κόρακας, έβλεπε τις γυναίκες να τον άποστρέφονται.

 Έ! Τί να κάνει; Γύρισε στο Βάλτο, έστειλε πίσω στη Θεσσαλονίκη τα μαντήλια και μήνυσε να άνακαλέσουν τη διαταγή, γιατί ο αγώνας κινδύνευε.

Στά άπομνημονεύματά του ο ίδιος μιλά με εύγνωμοσύνη γιά τη βοήθεια που του παρείχαν τότε οι γυναίκες του Ρουμπλουκιοϋ. Γιά την προαναφερθείσα μάννα του Παπακώστα άπό το Μικρογούζι (Μακροχώρι) γράφει:

«… Ή μητέρα του Παπακώστα μπορεί σάν θέλει να καυχηθή, πώς τον καιρό τον άγώνα ανασκουμπώθηκε και σάν γνήσια Ελληνίδα βοήθησε όσο μπορούσε τους Έλληνες άντάρτες. Ζύμωνε ψωμί, τους έπλενε, τους περιποιόταν.

Γνώρισα κι εγώ, σάν έφτασα αργότερα, τη μάννα τον Παπακώστα και ομολογώ, πώς η βοήθειά της μάς στάθηκε πολύτιμη.»

Ἡ Μακεδονία δὲν εἶναι Ἑλληνική… Εἶναι Ἑλλάδα  

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply