« Α Ε Ρ Α Σ »

Ν.Πετιμεζᾶς (Λαύρας)

Λέξις μαγική, ποὺ δὲν σημαίνει σχεδὸν τίποπα καὶ ὅμως τὰ σημαίνει ὅλα. Τρεῖς συλλαβὲς ποὺ βγῆκαν μιὰν ἡμέρα ἀπὸ τὰ χείλη ἑνὸς ἀπλοϊκοῦ, ἐκεῖ στὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου, ὅταν εἶδε νὰ σκάζουν οἱ ὀβίδες ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του καὶ νὰ μὴν παθαίνη τίποτε κανείς καὶ ἔκαμαν ἔπειτα τὸ γύρω τους ὅπου συμπλοκή, ὅπου μάχη, ὅπου θάνατος!
Τὴν πῆρε ἡ δόξα μαζὺ μὲ τὰ φτερά της κι ἐγύρισε ὅλους τοὺς κάμπους καὶ ὅλα τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια. Ὅπου αἷμα, ἐκεῖ κι αὐτή· ὅπου μάχη, θ’ ἀντηχοῦσε κι αὐτή· ὅπου νίκη, βροντόφωνη θὰ ἓβγαινε ἀπὸ τὰ στήθη τῶν πολεμιστῶν καὶ θ’ ἀνέβαινε ψηλὰ σὰν ὕμνος ἐπινίκιος.
Σήμερα δὲν ὑπάρχει χωριό, δὲν εὑρίσκεται σπίτι ἢ καλύβι ποὺ νὰ μὴν ἀντηχῆ μέσα.

Γιὰ τὸν πολὺ κόσμον δὲν ἔχει καθαρὸ νόημα, καὶ ὅμως εἶναι γεμάτη ἀπὸ νόημα γιὰ ὅσους ἔζησαν τοὺς δυὸ πολέμους, καὶ ὅμως ἔχει νόημα γιὰ κάθε περίσταση ποὺ ἐλέγετο, καὶ ἄλλαζε σημασία γιὰ τὸ καθετί.
Ἔπεφταν οἱ ὀβίδες καὶ περνοῦσαν ἀπάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια τους: «Ἀέρας!» τοὺς ἐφώναζαν.
Πήγαιναν λίγο μακρυὰ ἀπ’ ὅ,τι ἔπρεπε, καὶ κτυποῦσαν πίσω ἐκεῖ στὰ μετόπισθεν καὶ ἔκαναν ἄνω κάτω τὰ ἀσυνήθιστα ἐπιτελεῖα;

Ἐγύριζαν οἱ μαχηταὶ μὲ ἕνα μειδίαμα εἰρωνείας, καὶ βλέποντας τὴν ταραχή, τὸ σκόρπισμα καὶ τὴν φυγή, «Ἀέρας!» πάλι τοὺς ἐφώναζαν.
Καμμιὰ, ἀπ’ ἐκεῖνες ποὺ φεύγουν παρεπλανημένες ἔπεφτε στὴν δευτέρα γραμμή, ἐκεῖ ποὺ κάθονταν οἱ ἄλλοι ξέγνοιαστοι μακρυὰ ἀπὸ τὸν κίνδυνο. Αὐτοὶ ἐσκόρπιζαν ἀπ’ ἐδῶ καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἀσυνήθιστοι, τρομαγμένοι. Τότε μ’ ἕνα χαμόγελο εἰρωνικὸ στὰ χείλη ἐκεῖνοι ποὺ πολεμοῦσαν στὴν πρώτη γραμμὴ ἄφηναν νὰ τοὺς ξεφύγη ἕνα βροντόφωνο : «Ἀέρας!».

Μιὰ φορὰ ἕνας ταγματάρχης, ἀπ’ ἐκείνους τοὺς λίγους, ποὺ ὅταν βροντοῦσε τὸ κανόνι γινόταν ἄφαντος, καὶ μόλις ἔπαυε ἔβγαινε ἐμπρὸς καὶ ἄρχιζε λόγια καὶ συμβουλές, πῆρε κι αὐτὸς τὸ μερίδιό του ἀπὸ τὸν «Ἀέρα», γεμάτο ἀπὸ καυστικὴ εἰρωνεία. Ἕνας «Ἀέρας!» δυνατὸς τὸν ἀκολουθοῦσε κάθε φορὰ ποὺ ἄνοιγε τὸ στόμα του, ὥσπου ἐξαφανίσθηκε πιὰ γιὰ πάντα.

Ἕνας ἄλλος, ἀπὸ ἐκείνους τοὺς πολλοὺς ποὺ ζοῦσαν νύκτα-ἡμέρα μαζὺ μὲ τὰ παλικάρια, ποὺ ἐμοίραζε τὴν γαλέττα μαζύ τους, καὶ κοιμόταν πλάγι πλάγι μ’ αὐτοὺς μέσα στὸν κίνδυνο, ἐκτυπήθηκε μιὰν ἡμέρα βαρειά. Τὸν ἐκουβάλησαν μὲ τὸ πόδι σπασμένο. Μερικοί, ἀνήσυχοι, τὸν περιτριγύρισαν. Ἀλλ’ αὐτὸς σφίγγοντας τὰ χείλη του γιὰ νὰ μὴ φωνάξη ἀπὸ τὸν πόνο, χαμογέλασε καὶ τοὺς ἐφώναξε δυνατά:
– Δὲν εἶναι τίποτα, παιδιά. «Ἀέρας!».
– «Ἀέρας!» τοῦ ἐφώναξαν κι ἐκεῖνοι, κι ἐτράβηξαν πηδώντας πάλι στὴν πρώτη γραμμή.

Ἄλλη μιὰν ἡμέρα, ἕνας ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἡρωικοὺς ἀξιωματικοὺς τοῦ πεζικοῦ, ποὺ εὑρίσκονταν πάντοτε μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι μπροστά, ἄφησε νὰ τοῦ ξεφύγη ἡ ἴδια λέξις. ῏Ηταν μία ἀπὸ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες τὶς λίγες, ποὺ ἀντικρύσαμε μερικὰ ἀτυχήματα. ῞Ολοι οἱ στρατοί, καὶ οἱ πιὸ ἔνδοξοι, ἔχουν πάθει ὅμοια σὲ μερικὲς στιγμές.
Ὁλόγυρα μετροῦσαν τοὺς νεκρούς, ἐμάζευαν τοὺς πληγωμένους. Τὸ αἶμα εἶχε χυθεῖ ἄφθονα καὶ ἀνώφελα. Δὲν εἴχαμε ἐπιτύχει ἐκεῖνο ποὺ ζητούσαμε· δὲν εἴχαμε κατορθώσει τίποτα.Τὸ παλληκάρι ἐκεῖνο ἐγύρισε καὶ εἶδε τὸ τάγμα του ἐξηντλημένο, μισό. Εἶδε ὅλη τὴν πομπὴ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ὅλη τὴ σωρεία ἀπὸ τοὺς τραυματίες, ὅλο τὸ πλῆθος ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ποὺ ἀκολουθοῦσαν ἀπὸ πίσω, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτὸ καὶ τὰ μάτια χαμηλά. Εἶδε τὰ αἵματα, τοὺς χαμένους κόπους, τὶς μάταιες ἡρωικὲς προσπάθειες, εἶδε τὸν ἐχθρὸ ἐκεῖ ἀντίκρυ νὰ κρατ τὶς θέσεις του, ὑπερήφανος καὶ ἐπίμονος, καὶ τότε, ἀφοῦ ἐκτύπησε τὸ σπαθί του δυὸ – τρεῖς φορὲς μὲ λύσσα ἐπάνω σ’ ένα βράχο, ἐκύτταξε τὰ παλληκάρια του μὲ μάτια φλογισμένα ἀπὸ μανία καὶ λύπη μαζὺ καὶ τοὺς ἐφώναξε:
– «Ἀέρας» σήμερα! «Ἀέρας» καὶ σὲ μένα καὶ σὲ σᾶς καὶ σ’ ὅλους μας!

Ἔτσι σὲ ὅλες τὶς στιγμὲς τῆς δόξης, μέσα σὲ ὅλες τὶς μεγάλες καὶ ἀπίστευτες ἐπιτυχίες, σύντροφος ἀχώριστος ἦταν ἡ μεγάλη λέξις, ἡ λέξις χωρίς νόημα, τὸ ποίημα τῆς μάχης καὶ τοῦ θανάτου, καὶ ἀχώριστος σύντροφος, ἐπίσης μέσα στὶς πίκρες καὶ στὶς ἀτυχίες.
Λέξις ποὺ ἀντηχεῖ ἀκόμη σὲ ὀλες τὶς χαράδρες, ποὺ πετᾶ ἀκόμα ἐπάνω ἀπὸ τοὺς κάμπους, ποὺ τριγυρίζει ἀκόμα ἐπάνω ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν παλληκαριῶν. Λέξις ποὺ φοβέριζε τὸν ἐχθρό, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε στὴ φυγή του. Λέξις ποὺ ἀντίκρυσε μὲ τὸ γέλιο κι αὐτὴ τὴν χολέρα καὶ τὴν ἔδιωξε. Πέντε γράμματα ποὺ χοροπηδοῦσαν γελαστὰ ἐμπρὸς στὶς ὀβίδες, μέσα σὲ βροχὴ ἀπὸ σφαῖρες, ποὺ ἐκοιμοῦντο μαζὺ μὲ τὴν πείνα, ποὺ ξυπνοῦσαν μὲ τὴν παγωνιά, ποὺ χαιρετοῦσαν τὸν θάνατο καὶ τοὺς νεκρούς, ποὺ περνοῦσαν, ποὺ εἰρωνεύονταν τὸν κάθε δειλὸ καὶ ἀνέβαζαν στὸν οὐρανὸ τὸ κάθε παλληκάρι· αὐτὰ τὰ πέντε γράμματα δὲν θὰ λησμονηθοῦν ποτέ!

Ἀέρας καὶ τὰ βόλια! Ἀέρας καὶ ἡ πείνα καὶ τοῦ ἡλίου τὰ κτυπήματα καὶ ἡ παγωνιὰ καὶ οἱ πληγὲς καὶ ὁ θάνατος. Ἀέρας καὶ τ’ ἀδέρφια τὰ σκοτωμένα. Ἀέρας καὶ τὰ ὀρφανὰ καὶ τὰ σπίτια ποὺ ἐρημώθησαν καὶ ἔκλεισαν γιὰ πάντα.  Ἀέρας καὶ οἱ νεκροὶ καὶ τὸ αἶμα! Ἀέρας καὶ οἱ τάφοι! Ὅλα γι’ αὐτοὺς ἦσαν ἀέρας, ὅλα ἔγιναν ἀέρας, καὶ τὸ μόνο ποὺ δὲν ἔγινε, ἦταν ἡ πατρίδα τους, ποὺ τὴν ἔκαναν μεγάλη καὶ δυνατὴ μὲ τὸν ἀέρα τους.

Ἐφημερὶς «Ἐστία»

Πηγή

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply