«…Το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας πήρε σάρκα και οστά το 1878, με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, μετά την λήξη του ρωσσοτουρκικού Πολέμου. Με βάση την Συνθήκη αυτή, η Βουλγαρία πήρε όλη την Μακεδονία, πλην της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής, και τμήμα της Ανατολικής Θράκης. Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε στην Ρωσσία το κίνημα του Πανσλαυισμού, σύμφωνα με το οποίο η Ρωσσία έπρεπε να είναι η προστάτιδα χώρα όλων των σλαυοφώνων πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…»
Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ (1830) ΣΤΗΝ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ (1913)
Του κ. Απόστολου Τσομπάνη-Νότιου
Η χρονολογική περίοδος που μεσολάβησε από την απελευθέρωση της Ελλάδος από τον Οθωμανικό ζυγό (1830) μέχρι την ενσωμάτωση και της Ανατολικής Μακεδονίας στον εθνικό κορμό (1913) ήταν καθοριστική για την μετέπειτα εξέλιξη των γεγονότων, όπως αυτά συνέβησαν σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1830, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανεγνώρισε την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Τα εδάφη του νεοσύστατου κράτους περιελάμβαναν την Πελοπόννησο, την Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες και την Εύβοια. Τρία χρόνια πριν, το 1827, Κυβερνήτης της Ελλάδος ορίστηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας, πάλαι ποτέ Υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου της Ρωσσίας. Ο Καποδίστριας παρέμεινε στην θέση του Κυβερνήτου μέχρι την δολοφονία του, το 1831.
Δύο χρόνια μετά, το 1833, οι Μεγάλες Δυνάμεις όρισαν πρώτο βασιλιά τον νεαρό πρίγκιπα Όθωνα. Ο Όθων βασίλευσε ως την έξωσή του, το 1862. Η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από απολυταρχικό τρόπο διακυβερνήσεως, ακόμα και μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και την σύνταξη του πρώτου Συντάγματος.Από τις απαρχές της συστάσεως του νέου ελληνικού κράτους διάχυτη ήταν η επιθυμία της απελευθερώσεως των αλύτρωτων αδελφών και της ενσωματώσεώς τους στον εθνικό κορμό. Η επιθυμία αυτή, γνωστή ως Μεγάλη Ιδέα, διετυπώθη και ετέθη ως ύψιστος στόχος της Ελλάδος από τον Ιωάννη Κωλέττη, Πρωθυπουργό της Ελλάδος. Η Μεγάλη Ιδέα ήταν, με σημερινούς όρους, το δόγμα εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, έως την Μικρασιατική Καταστροφή.
Μετά την έξωση του Όθωνις από την Ελλάδα η ελληνική αντιπροσωπεία επέλεξε ως νέο Μονάρχη τον πρίγκιπα Γεώργιο, γιο του βασιλιά της Δανίας. Ο Γεώργιος ήταν και η προτίμηση της Αγγλίας, η οποία ως αντάλλαγμα προχώρησε στην παραχώρηση των Επτανήσων στην Ελλάδα το 1863, σαν δώρο προς τον νέο Μονάρχη. Η ένωση των Επτανήσων ήταν η πρώτη ενσωμάτωση αλύτρωτων εδαφών στον εθνικό κορμό, σύμφωνα με τις αρχές της Μεγάλης Ιδέας.
Η κατάσταση στις περιοχές όπου κατοικούσαν υπόδουλοι Έλληνες δεν ήταν καλή. Το 1870 ανεγνωρίσθη με φιρμάνι από τον Σουλτάνο η Εξαρχία, η αυτόνομη Εκκλησία της Βουλγαρίας, που απεσπάσθη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το φιρμάνι αυτό έδινε την δυνατότητα στα μέλη της Εξαρχίας να εκλέγουν δικούς τους Επισκόπους και να προσαρτούν εδάφη στην Εξαρχία, εφόσον τα 2/3 του πληθυσμού δήλωναν ότι συντάσσονται με την Εξαρχία. Η δημιουργία της Εξαρχίας ήταν ουσιαστικά ο Δούρειος Ίππος για την ικανοποίηση των εδαφικών διεκδικήσεων της Βουλγαρίας και την εκπλήρωση του οράματος της Μεγάλης Βουλγαρίας. Απώτερος σκοπός ήταν η έξοδος στο Αιγαίο, προκειμένου να μπορέσει να αναπτύξει το θαλάσσιο εμπόριό της χωρίς περιορισμούς από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εξαιτίας της γεωστρατηγικής θέσεώς της.
Το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας πήρε σάρκα και οστά το 1878, με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, μετά την λήξη του ρωσοτουρκικού Πολέμου. Με βάση την Συνθήκη αυτή, η Βουλγαρία πήρε όλη την Μακεδονία, πλην της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής, και τμήμα της Ανατολικής Θράκης. Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε στην Ρωσσία το κίνημα του Πανσλαβισμού, σύμφωνα με το οποίο η Ρωσσία έπρεπε να είναι η προστάτιδα χώρα όλων των σλαβοφώνων πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.Η Μεγάλη Βουλγαρία δεν κράτησε για πολύ. Ο Μπίσμαρκ, Καγκελάριος της Γερμανίας, βλέποντας τις εξελίξεις στην Ευρώπη μετά την λήξη του ρωσσοτουρκικού Πολέμου και την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, διεπίστωσε την ενδυνάμωση της Ρωσσίας εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία στήριζαν ακόμα οι Μεγάλες Δυνάμεις. Έτσι, συγκάλεσε τις αντιπροσωπείες των Μεγάλων Δυνάμεων στο Βερολίνο με σκοπό την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Τα Συνέδριο του Βερολίνου, όπως έμεινε στην ιστορία, προχώρησε στην πλήρη αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η Βουλγαρία περιορίστηκε στα προ της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου σύνορά της και η Ανατολική Ρωμυλία ανεκηρύχθη αυτόνομη περιοχή. Η Ελλάς, αν και δεν έγινε δεκτή η αντιπροσωπεία της στο συνέδριο του Βερολίνου, πήρε την Θεσσαλία και το νότιο τμήμα της Ηπείρου.
Η εξέλιξη αυτή, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την δυσαρέσκεια της Βουλγαρίας, που είδε μέσα σε λίγο μόλις χρονικό διάστημα να υλοποιείται και να διαγράφεται η Μεγάλη Βουλγαρία και να χάνεται. Έτσι, απεφάσισε να λάβει δράση. Το 1885 προχώρησε στην μονομερή ένταξη της Ανατολικής Ρωμυλίας στο βασίλειό της. Κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, η Βουλγαρία, εκμεταλλευόμενη τις διατάξεις του φιρμανιού του 1870, ξεκίνησε μία εκστρατεία για προσχώρηση περιοχών στην Εξαρχία, στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Οι κινήσεις αυτές προεκάλεσαν την έντονη ανησυχία της Αθήνας, η οποία μετά την ήττα του 1897 και την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, ήταν σε δυσχερή θέση και έπρεπε να προχωρήσει σε άμεση αναδιοργάνωση του στρατεύματος.
Για την στήριξη των ελληνικών πληθυσμών, που κατοικούσαν εκτός των ορίων της τότε ελληνικής επικρατείας, η κυβέρνηση της Ελλάδος απεφάσισε την αποστολή ενόπλων ανταρτικών ομάδων, αποτελουμένων από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού και εθελοντές, σε συνεργασία με τα ανταρτικά σώματα των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας και της Θράκης. Από τους πρώτους που μπήκαν στην Μακεδονία ήταν ο Παύλος Μελάς, ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού και γαμπρός του μετέπειτα πρωθυπουργού Στεφάνου Δραγούμη.Η περίοδος αυτή έμεινε στην ιστορία ως η περίοδος του Μακεδονικού Αγώνος, της ενόπλου μάχης των Ελλήνων ανταρτών εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων, με την στήριξη πολλές φορές του Οθωμανικού στρατού, για να κρατηθεί ακέραια η εθνική συνείδηση των Ελλήνων της Μακεδονίας, ούτως ώστε να μπορέσει αργότερα η Ελλάς να εντάξει στους κόλπους της την περιοχή αυτή. Ο Μακεδονικός Αγώνας κράτησε τέσσερα περίπου χρόνια, από το 1904 ως το 1908, και έληξε με την επικράτηση του Κινήματος των Νεοτούρκων. Το Κίνημα των Νεοτούρκων έθετε ως αρχή την ισότητα όλων των πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ζητούσε την επανενεργοποίηση του Συντάγματος, που είχε ανασταλεί από τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ και την έκπτωση του Αβδούλ Χαμίτ από το αξίωμα του Σουλτάνου.
Οι ελπίδες που έτρεφαν οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απεδείχθησαν σύντομα φρούδες. Οι Νεότουρκοι κατήργησαν σημαντικά προνόμια για τους αλλοθρήσκους πληθυσμούς, όπως την απαλλαγή της υποχρεωτικής στρατεύσεως στον Οθωμανικό στρατό. Οι εξελίξεις αυτές προεκάλεσαν την ανησυχία των νεοσυστάτων βαλκανικών κρατών, που ενώθηκαν σε συμμαχία με σκοπό την κήρυξη πολέμου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Μάιο του 1912 υπεγράφη στρατιωτική συμφωνία μεταξύ της Ελλάδος, της Σερβίας και της Βουλγαρίας, σύμφωνα με την οποία τα συμβαλλόμενα κράτη ήταν υποχρεωμένα να παράσχουν στρατιωτική στήριξη σε περίπτωση που ένα εκ των τριών αυτών κρατών κήρυττε πόλεμο ή εδέχετο επίθεση. Με αυτή την συμφωνία συγκροτήθηκε η συμμαχία των τριών νεοσυστάτων βαλκανικών κρατών, εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και άρχισε η προεργασία για τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.
Τον Οκτώβριο του 1912, οι τρεις συμβαλλόμενες χώρες (Ελλάς-Σερβία-Βουλγαρία) εκήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά την απόρριψη του τελεσιγράφου τους από αυτήν. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών εδαφών της και χαράχθηκαν νέα σύνορα στην Χερσόνησο του Αίμου. Οι εδαφικές αλλαγές επικυρώθηκαν με την Συνθήκη του Λονδίνου (1913).
Η Ελλάς πήρε την Ήπειρο, την Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου (πλην των Δωδεκανήσων, που τελούσαν υπό ιταλική κατοχή από τον ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911) και την Κρήτη.Παρά την σύναψη ειρήνης, μία χώρα δεν ήταν ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα του πολέμου και την σύναψη ειρήνης. Αυτή η χώρα ήταν η Βουλγαρία, που είδε το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρία να μη πραγματοποιείται, ειδικά μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στην Θεσσαλονίκη, χάρις στην διορατικότητα και την επιμονή του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, έναντι του Διαδόχου Κωνσταντίνου, που ήταν επικεφαλής του στρατού. Η Βουλγαρία, πικραμένη από αυτή την συγκυρία, απεφάσισε να επέμβει στρατιωτικά, αυτή την φορά εις βάρος των πρώην συμμάχων της. Έτσι, τον Ιούνιο του 1913, επετέθη εναντίον των μονάδων του ελληνικού στρατού και του σερβικού στρατού που ήταν στη Μακεδονία. Η αντίδραση των δύο χωρών ήταν άμεση. Αντεπιτέθηκαν και, μέσα σε ένα μήνα, νίκησαν τον βουλγαρικό στρατό. Ταυτόχρονα, ο οθωμανικός στρατός ανακατέλαβε την περιοχή της Αδριανουπόλεως, που την είχε χάσει στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Η ήττα της Βουλγαρίας στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο επεσφραγίσθη με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, τον Αύγουστο του 1913. Με την συνθήκη αυτή, η Ελλάς κατέλαβε την Ανατολική Μακεδονία και έφθασε έως τον ποταμό Νέστο. Η Βουλγαρία κράτησε την Δυτική Θράκη, αλλά έχασε την Αδριανούπολη.
Η Ελλάς διένυσε έναν μακρύ δρόμο από την ανεξαρτησία της μέχρι και το τέλος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Ένα νέο κράτος, στηριζόμενο στην βοήθεια και στα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, κατάφερε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, από την ανάληψη της εξουσίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, να αναδιοργανώσει το στράτευμα και να το εξοπλίσει με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας για τότε. Η προσάρτηση των περιοχών αυτών στο ελληνικό κράτος έδωσε μεγάλη ανάσα στην εθνική οικονομία, λόγω των μεγάλων αγροτικών εκτάσεων, των πλουσίων καλλιεργειών και των εμπορικών δυνατοτήτων που παρείχαν οι Νέες Χώρες. Σε πολιτικό- διπλωματικό επίπεδο, η Ελλάς εξήλθε από την αφάνεια, κατέστη ένας παράγοντας ισορροπίας στην Χερσόνησο του Αίμου και ξεκίνησε η υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, που θα ολοκληρωνόταν το 1920 με την ένταξη της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας στον εθνικό κορμό.
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.