Ἡ μοναδικὴ Ἑλληνική μας γλῶσσα!

Ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα εἶναι ἡ μοναδικὴ στὸν κόσμο ποὺ ὁμιλεῖται ἐπὶ 4.000 χρόνια!
Ἡ μαγεία τῆς εἶναι ὅτι σὲ κάθε λέξη ἀνακαλύπτεις τὴν πραγματικὴ σημασία τῆς ἐννοίας τῆς λέξεως.
Οἱ λέξεις δημιουργοῦν σκέψεις…
Ἔτσι ὅποιος γνωρίζει περισσότερες λέξεις μπορεῖ νὰ κάνῃ καὶ ἀναλογικὰ περισσότερες σκέψεις.

Σήμερα, τὸ 2015, χρησιμοποιοῦμε σὲ καθημερινὴ βάση, κατὰ μέσον ὅρο, γύρω στὶς 100 – 200 λέξεις!
Ἡ Ἑλληνικὴ διαθέτει ἐκατομμύρια!
Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ φτώχεια μας!!!
Ὄχι τὰ λιγοτερα χρήματα καὶ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ ἡ ἐλλειψις λέξεων καὶ ἄρα σκέψεων.
Δηλαδὴ συμπερασματικὰ καὶ πράξεων.

Εὐτυχῶς ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ μᾶς μετέδωσε τὸ φῶς κι ἐμεῖς τὸ χρησιμοποιοῦμε καθημερινὰ χωρὶς βεβαία νὰ τὸ γνωρίζουμε. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ δοῦμε τὴν σημασία κάποιων λέξεων γιὰ νὰ διαπιστώσουμε τὴν μαγεία καὶ τὴν γοητεία τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης. Ἂς ἐτυμολογήσουμε λοιπόν…

Ἡ ἐτυμολογία τῆς «Ἐτυμολογίας»…

«Ἐτεός» εἶναι ὁ ἀληθής, ὁ γνήσιος.
Οἱ πρόγονοί μας ὅταν ἤθελαν νὰ ποῦν «ἀλήθεια (εἶναι)» ἔλεγαν «ἐτεὸν (ἐστί)»».
Σήμερα λέμε…Ἐξετάζω. «Ἐτάζω» σημαίνει «δοκιμάζω, ἐρευνῶ, ἐξετάζω» (ὁδεύω, δηλαδή, πρὸς τὴν ἀλήθεια).

Ἐπίσης χρησιμοποιοῦμε καὶ τὴν λέξη «ἐτυμηγορία» = Ἔτυμος + ἀγορεύω: ὁμιλῶ δημοσίως -> λέω δημοσίως τὶ εἶναι ἀλήθεια.

Ὁ Δούρειος Ἵππος εἶναι φτιαγμένος ἀπὸ βελανιδιά!
Δρῦς εἶναι ἡ βελανιδιά.

Δρυάς.

Ἀπὸ τὴν ῥίζα τῆς λέξεως αὐτῆς προκύπτουν:
οἱ Δρυάδες καὶ Ἀμαδρυάδες νύμφες, οἱ νεράιδες τῶν δασῶν.
οἱ Δρυΐδες, ἀρχαῖοι Κέλτες.
οἱ Δρύοπες, πανάρχαιοι Ἕλληνες, ἀπόγονοι τῶν Πελασγῶν (Δρύοψ ὀνομάζετ καὶ ἔνας ἐκ τῶν υἱῶν τοῦ Ἀπόλλωνος).
ὁ δρυμός, τὸ δάσος.

Δούρειος Ἵππος

ὁ δρυοκολάπτης (δρῦς + κολάπτω: σκαλίζω).
Ἀπὸ τὸ ἴδιο θέμα προκύπτει καὶ ἡ λέξις δόρυ, δηλαδὴ τὸ «φτιαγμένο ἀπὸ ξύλο» (δρυός).
Αὐτός ποὺ ἔφερε τὸ δόρυ καὶ προστάτευε τὸν βασιλιᾶ στὴν μάχη, γυρνῶντας συνεχῶς τριγύρω του, ὀνομαζόταν δορυφόρος (δόρυ + φέρω).

Γυναῖκα τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος ποὺ παίζει πανδουρίδα

Κατ’ ἐπέκταση, ὀνομάστηκαν ἔτσι καὶ οἱ δορυφόροι τῶν πλανητῶν, καθῶς κάνουν τὴν ἴδια κίνηση.

Οἱ δορυφόροι τοῦ πλανήτου Διός: Ἰῶ – Εὐρώπη – Γανυμήδης – Καλλιστῶ

Δαίμονες ἢ μήπως Δαήμονες;;;;
Ἡ λέξις «δαίμων» ἔχει μὲ τὴν πάροδο τῶν χρόνων… «δαιμονοποιηθεῖ», ἐνῶ στην πραγματικότητα πρόκειται ἀντιθέτως γιὰ μιὰ λέξη μὲ πολὺ θετικὸ ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο, σχεδὸν ἱερὸ θὰ λέγαμε.
Προκύπτει ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ῥῆμα «δάω», ποὺ σημαίνει «μαθαίνω», «πληροφορούμαι». Ἀπὸ ἐκεῖ ἔχουμε καί τὶς λέξεις «δι-δά-σκω», «δίδαγμα», «διδάσκαλος», «δαήμων»: σοφός, ἀδαής: αὐτός που δεν γνωρίζει.
Ἡ λέξι «δαίμων» ἔχει τρεῖς σημασίες:
1) ἡ θεότητα

2) ἡ ψυχὴ
3) ὁ σοφός, ὁ δαήμων
Ἀπὸ τὴν ἐτυμολογία καὶ μόνο τῶν λέξεων ἀναγνωρίζουμέ πως… ἡ Ψυχὴ καὶ ἡ Θεότητα… γνωρίζουν!
(Σύμφωνα μὲ τὴν σωκρατικὴ θεωρία τῶν Ἰδεῶν, ἡ Ψυχὴ ἔχει ἔμφυτη γνώση, καθὼς ἔχει θεαθεῖ τὴν Ἀλήθεια τῶν Ἰδεῶν).
«Δαίμων» εἶναι καὶ ἡ ψυχή, ὅπως προαναφέραμε – γι’  αὐτὸ ὅταν ἡ ψυχή μου ἔχει καλῶς (εὔ), τότε εἶμαι εὖ-δαίμων-> εὐδαίμων: εὐτυχής!
Ἀπὸ ὅ,τι παρατηροῦμε, λοιπόν, ὁ δαίμων δὲν εἶναι κάποιο στοιχειὸ μὲ κερατάκια, οὐρὰ καὶ σατανικὸ βλέμμα, ἀλλὰ ὅ,τι πιὸ ἱερὸ καὶ ἁγνὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξῃ…
Γνωστὸ εἶναι καὶ τὸ δαιμόνιον τοῦ Σωκράτους, τὸ θεϊκὸ κομμάτι τῆς ψυχῆς του, ὁ προστάτης, φύλακας καὶ καθοδηγητής του, ἡ ἐσωτερικὴ φωνὴ ποὺ ἐμπιστευόταν καὶ ὅριζε ὡς «θεία ἔμπνευσή» του.
Τὸ δαιμόνιο ἤταν πάντοτε ἀποτρεπτικὸ καὶ ποτὲ προτρεπτικὸ καὶ τὰ μηνύματά του ἀποκωδικοποιούντο μὲ τὴν ἐνσυναίσθηση καὶ ὄχι μὲ τις αἰσθήσεις. Ὅλοι μας ἔχουμε μέσα μας τὸ ἱερό μας δαιμόνιο, πόσοι ὅμως τό ἀφουγκραζόμαστε καί τό ἐμπιστευόμεθα, ἀντί νά ὑποτασσόμεθα στίς ψευδαισθήσεις τῶν ἀπατηλῶν αἰσθήσεων…;

Ὁ γρίφος σχετικὰ μὲ τὸν… «γρίφο»!
Ἡ λέξις «γρίφος» σημαίνει τὸ αἴνιγμα, τὴν σπαζοκεφαλιά, τὸ καθετὶ ποὺ εἶναι περίπλοκο, δυσνόητο ἢ ἀκατανόητο.
Ἀπό ποῦ προέκυψε, ὅμως, ἡ ἐτυμολόγησίς του…; Τί νά σημαίνῃ ἄραγε…;
«Γρῖφος» ἢ κυρίως «γρῖπος» (τὰ ἄηχα χειλικὰ σύμφωνα π, β , φ ἐναλλάσσονται) στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶναι τὸ εἶδος δικτύου, τὸ μέσον ἁλιεύσεως (ὅμοιο μὲ τὴν τράτα), ἐνῶ παράλληλα «γριπεύς» ὀνομάζεται αὐτός που ῥάπτει τὰ ἁλιευτικὰ δίκτυα.
(Νὰ σημειώσουμε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο πὼς τὰ δίκτυα στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἔχουν καὶ τὴν ὀνομασία «σαγήνη», ἀπὸ ὅπου προκύπτει τὸ ῥῆμα «σαγηνεύω», τυλίγω δηλαδὴ κάποιον «στὰ δίκτυα μου»).
Κατ’ ἐπέκτασιν, λοιπόν, ὀνομάστηκε «γρῖφος», ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δίκτυ τῶν ψαράδων (κυριολεκτικά), καθετὶ τὸ περίπλοκο (μεταφορικά). Τὸ δίκτυ τοῦ ψαρέματος εἶναι περίτεχνο καὶ εἶναι δύσκολο νὰ τὸ ξεμπερδέψῃς… ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ γρῖφος ποὺ παιδεύει τὸν νοῦ μας ὡς πρὸς τὴν ἐπίλυσή του!

Τί συνδέει τόν «Αἰθίοπα»… μέ τήν «αἴθουσα»;
Τὸ ῥῆμα «αἴθω» σημαίνει «ζεσταίνω», «καίω» καὶ «λάμπω».
Ὁ «Αἰθίοψ» εἶναι αὐτὸς που ἔχει «καμένη», ἄρα, μαυρισμένη ὄψη (αἴθω+ ὄψ- ὄψις).
Ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τὸ γεγονὸς πως ὁ Πλίνιος ἀποκαλεῖ Αἰθιοπία τὴν Λέσβο, ἐνῶ παράλληλα ὁ Ἡσύχιος χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει «Αἰθίοψ, ὁ μέλας Λέσβιος» (μέλας= σκοῦρος).

Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ λέξις γιὰ τὸν καύσωνα ἤταν «αἶθος» (ἀρσενικὸ γένος).
Τὸ «αἴθριον» εἶναι αὐτὸ ποὺ ζεσταίνεται καὶ τὸ βλέπει τὸ φῶς, ὅπως καὶ τὸ «ὕπαιθρον» (ὁ ἀνοικτὸς χῶρος).
Ἡ  «Ὕπαιθρος»(Ὑπὸ + αἴθω) εἶναι ἡ ἐξοχή, ποὺ ἐπίσης λούζεται στὸ φῶς τοῦ ἡλίου.

Σήμερα ὅταν λέμε «αἴθουσα» ἐννοοῦμε τὸ δωμάτιο, τὸν κλειστὸ χῶρο (π.χ. αἴθουσα διδασκαλίας, αἴθουσα συνεδριάσεων κτλ). Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ἡ λέξις «αἴθουσα» (μετοχὴ -> ὁ αἴθων, ἡ αἴθουσα, τὸ αἶθον) συνοδεύετο ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ «στοά». Ἡ «αἴθουσα στοά», ἦταν ἡ ζεστὴ στοά, ἤταν ὁ στεγασμένος ἀνοικτὸς χῶρος ἐξωτερικὰ τοῦ οἴκου, ὅπου ἄναβαν τὴν φωτιά.

Μή μου ἅπτου!
Ὅταν κάποιος εἶναι εὔθικτος («μυγιάγγικτος» ὅπως λέμε) ἢ σνόμπ, συνηθίζουμε νὰ λέμε πὼς εἶναι «μή μοῦ ἅπτου»…
Τὶ σημαίνει, ὅμως, ἡ φράσῃ αὐτή;
«ἅπτω» σημαίνει 1) ἀγγίζω, 2) ἀναβώ.
«Μή μου ἅπτου» σημαίνει «μὴν μὲ ἀγγίζεις» – ἔτσι ἐξηγεῖται, λοιπόν, γιατὶ τὸ χρησιμοποιοῦμε γιὰ ὅσους θίγονται εὔκολα…
Ἀπὸ τὸ ῥῆμα «ἅπτω», ποὺ δὲν χρησιμοποιοῦμε σήμερα (ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φράσῃ αὐτή) προκύπτουν οἱ λέξεις που χρησιμοποιοῦμε: ἁφή, ἐπαφὴ (ἐπὶ + ἄπτω), ἁπτός: χειροπιαστός, συνάπτω (σὺν + ἅπτω), προσάπτω (πρὸς + ἅπτω), ἐφαπτομένη.
Ὅπως προανεφέρθη, ὅμως, «ἅπτω» σημαίνει καὶ «ἀνάβω».
Ἀπὸ ἐκεῖ προκύπτει ἡ λέξις “ἀναπτήρας» , ἀλλὰ καὶ ἡ λέξος «ἔξαψις» (ἔξ + ἅπτω).

Τί κοινό ἔχουν ὁ γιατρὸς καί… τό γιασεμί…;
Τὸ ῥῆμα «ἰάομαι» σημαίνει «θεραπεύω, γιατρεύω».
Στὸν Μέλλοντα εἷναι «ἰάσομαι» καὶ στὸν ἀόριστο «ἰασάμην», ἀπὸ ὅπου προκύπτει ἡ ῥίζα «ἰάσ-».
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ῥῆμα ἔχουμε τὸν «ἰατρό», τὸ «ἴαμα», τὶς «ἰαματικές» πηγὲς καὶ τὰ «ἰαματικά» λουτρά, καθὼς «ἰάονται» = θεραπεύουν.

Ἰασῶ

Ἔχουμε, ὅμως, καὶ τὰ ὀνόματα «Ἰασῶ» καὶ «Ἰάσων»…
Ἡ Ἰασῶ (Ἴάσις=θεραπεία < Ἰάομαι), ὅπως ὑποδεικνύει τὸ ὄνομά της, ἤταν ἀδελφὴ τῆς Ὑγείας καὶ θυγατέρα τοῦ θεοῦ τῆς Ἰατρικῆς, τοῦ Ἀσκληπιοῦ.

Ὁ Ἰάσων κατακτᾶ τὸ χρυσόμαλλον δέρας ἐνᾦ ἡ Μήδεια ἀποκοιμίζει τὸν δράκοντα


Τὸ ῥῆμα «Ἰάομαι» ἔχει ὀνοματίσει, ὅμως, καὶ ἔνα μοσχομυρωδάτο καὶ εὐωδιαστὸ ἄνθος… τὸ γιασεμί!
Ἡ ὀνομασία του ἦταν «Ἴασμος». (Ἴασμος -> Ἰάσμινον -> Ἰασεμὶ -> γιασεμί, κατὰ τὸ «Ἰατρός» -> γιατρός).
Καὶ πράγματι… γνωρίζουμε περισσότερο τὸ γιασεμὶ γιὰ τὸ μεθυστικό του ἄρωμα.
Ὁρίστε, ὡστόσο, οἱ ἰαματικές του ἰδιότητες: καταπραϋντικές, χαλαρωτικὲς καὶ ἀντισηπτικές.

  • Δρᾶ κατὰ τῆς ἀνησυχίας, τῶν πονοκεφάλων καὶ τῆς ὑπερεντάσεως.
  • Βοηθᾶ στὴν καταπολέμηση τῆς καταρροῆς καὶ τοῦ βῆχα, ἐνῶ θεωρεῖται πὼς ἐνισχύει καὶ τὴν αὐτοπεποίθηση.
  • Βελτιώνει τὴν πέψη καὶ ἐξαλείφει τὶς τοξίνες.
  • Ἐπιταχύνει τὸν μεταβολισμό, βελτιώνει τὴν κυκλοφορία τοῦ αἵματος καὶ ἔχει ἀφροδισιακὴ δράση.
  • Ἠρεμεῖ τὰ νεῦρα καὶ τοὺς πονοκεφάλους, ἐνῶ χαλαρώνει τὴν μήτρα ἀπὸ τὶς κράμπες κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ τοκετοῦ.
  • Θεραπεύει φλεγμονὲς στὰ μάτια καὶ στὸ δέρμα καὶ μὲ γαργάρες ἀνακουφίζει ἀπὸ πονόλαιμο καὶ ἕλκη στὸ στόμα.
  • Στὴν ἀρωματοθεραπεία καταπολεμᾶ τὴν κατάθλιψη, ἐνῶ τὸ τσάι γιασεμιοῦ συντελεῖ στὴν ἀπώλεια βάρους.

Ἀντε τώρα νὰ ἐξηγήσῃς σὲ ὅσους μιλοῦν Ἀγγλικὰ ὅτι τὸ Jasmine ἔχει ἀμέση σχέση μὲ τὸ Doctor…
Μὰ ἔχουν κάνει ἕνα βασικὸ λάθος, ἔχουν ὀνοματίσει τὸν Ἰατρὸ ὡς Δόκτωρ.
Μὰ Δόκτωρ εἶναι αὐτὸς ποὺ κατέχει πτυχίο διδάκτορος καὶ μπορεῖ νὰ διδάξῃ κάτι. Δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ἀπαραίτητα Ἰατρός. Κάπως ἔτσι χάνεται καὶ ἡ λογικὴ συνέχεια καὶ σημασία τῶν λέξεων στὰ Ἀγγλικά.

Στὸν ἴσκιο…
Ὁ Βουκεφάλας, τὸ ἀριστοκρατικὸ ἄλογο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, τρόμαζε ὅταν ἔβλεπε τὸν ἴσκιο του καὶ πετοῦσε κάτω τοὺς ἐπιδόξους ἀναβᾶτες του… Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, ἂν καὶ νεαρός, ἦταν ὁ μόνος ποὺ τὸ κατάλαβε αὐτὸ καὶ κατόρθωσε νὰ τὸν ἱππεύσῃ.
Ὁ λαὸς χρησιμοποιεῖ, ἐπίσης, τὴν φράση «τὸν πλάκωσε ὁ ἴσκιος του» γιὰ τὶς περιπτώσεις ποὺ στὸν ὕπνο μας γινόμαστε μάρτυρες τοῦ φαινομένου τῆς Μόρας. Ἐπιπροσθέτως, ἡ φράσις «φοβᾶται καὶ τὸν ἴσκιο του» χρησιμοποιεῖται ἀναφερομένη στοὺς δειλοὺς ἀνθρώπους.
Καθετὶ ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο ἔχει καὶ τὸν ἴσκιο του, ἐφόσον ὑπάρχει κάποια πηγὴ φωτὸς σὲ κατάλληλη κλίση ἀπέναντί του.
Ὁ ἀγαπημένος Λούκυ Λοῦκ, μάλιστα, ἦταν ἱκανὸς νὰ πυροβολῇ πιὸ γρήγορα ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν ἴσκιο του!
Ἀπό ποῦ προέκυψαν ὅμως οἱ λέξεις «ἴσκιος» καί «σκιά»…;
Ἡ λέξις «ἴσκιος» προκύπτει ἀπὸ τὸ ῥῆμα «Ἴσκω», τὸ ὁποῖο σημαίνει: «ἐξομοιῶ, κάνω κάτι ἴδιο μὲ κάτι ἄλλο».
Εὔλογο, λοιπόν, πὼς ὁ ἴσκιος μας ὑποδηλώνει «αὐτὸ ποὺ μᾶς ὁμοιάζει»…
Ἀξιοσημείωτο εἶναι, ἐπίσης, πὼς ἡ κατάληξις «-ἴσκος» τῶν ὑποκοριστικῶν (ἀστερίσκος, οὐρανίσκος, πυργίσκος κ.ἅ.) ὑποδηλώνει στὴν πραγματικότητα τὸ «ὅμοιον, σὲ μικρότερη κλίμακα».

Ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος κι ἡ Κολάσις ἐδῶ…
Ἡ λέξις «παράδεισος» σημαίνει «περίφρακτος κῆπος» καὶ προκύπτει ἀπὸ τὴν πρόθεση «παρά» καὶ τὴν λέξη «δεῖσα», ποὺ  σημαίνει «ὑγρασία» ἢ «συλλογὴ βοτάνων».
Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως μᾶς φανερώνει πὼς πρόκειται γιὰ μέρος δροσερὸ γεμάτο φυτά. Τί πιό εἰδυλλιακό γιά χῶρο φιλοξενίας τῶν νεκρῶν, πού στήν ζωή τους ὑπῆρξαν ἐνάρετοι…;;
Ἡ λέξις «κόλασις» σημαίνει «τιμωρία»  καὶ προκύπτει ἀπὸ τὸ ῥῆμα «κολάζω» ποὺ σημαίνει «τιμωρῶ».
Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε ἔτσι ὁ χῶρος τιμωρίας τῶν ψυχῶν ποὺ δὲν ὑπῆρξαν ἐνάρετες ὅταν ἤσαν ἐν ζωῇ.

Σέ ποιό πόστο…;
Ἔχουμε ὅλοι ἀκούσει τὴν λέξη «πόστο», π.χ. «σέ ποιό πόστο βρίσκεσαι» ἤ «ὁ κάθε ἕνας πρέπει νὰ ἐργάζεται στὸ δικό του πόστο», νομίζοντας πὼς πρόκειται γιὰ …ξένη λέξη… Ἴσως ἰταλική… (Μᾶς θυμίζει καὶ τὰ μακαρόνια  «pasta» ἤ τὴν σάλτσα τῶν Ἰταλῶν «pesto»!)
Κι ὅμως, πρόκειται γιὰ ἑλληνικὴ λέξη, καθὼς «ὁ πόστος, ἡ πόστη, τὸ πόστον» εἶναι ἀντωνυμία, ἡ ὁποία σημαίνει «τὴν θέση στὴν ἀριθμητικὴ σειρά».
Ἄρα, ὅταν ῥωτοὖσαν «πόστος ἐστι;» σήμαινε «σέ ποιά θέση, στὴν ἀριθμητικὴ σειρά, βρίσκεται;» κι ἐμεῖς καταλήξαμε νὰ τὸ ῥωτοῦμε «σέ ποιό πόστο;»

Ὁ ὀνειροπόλος καὶ ἄστατος …ῥεμπέτης
Ἡ λέξις «ῥεμπέτης» εἶναι παραλλαγὴ τῆς λέξεως «ῥεμβέτης» καὶ προκύπτει ἀπὸ τὸ γνωστό μας ῥῆμα «ῥεμβάζω» = ὀνειροπολῶ (ταξειδεύω δηλαδὴ μὲ τὴν σκέψη μου ἀπὸ ἐδῶ κι ἀπὸ ἐκεῖ).
Οἱ ῥεμπέτες περνοῦσαν ἀπερίσκεπτα τὸν χρόνο τους, μὴν ἔχοντάς τὶς συμβατικὲς ἔννοιες τῶν ὑπολοίπων μελῶν τῆς κοινωνίας, ῥεμβάζοντας.

Τὸ ῥῆμα «ῥεμβάζω» ἔχει μὲ τὴν σειρά του τὶς ῥίζες του στο ἀρχαῖο ῥῆμα «ῥέμβομαι», ποὺ σημαίνει τὴν κυριολεκτικὴ περιπλάνηση ἀπὸ τόπο σὲ τόπο.
Ῥέμβομαι = περιφέρομαι, περιπλανιέμαι (κυριολεκτικά) / εἶμαι ἄστατος, ἐνεργῶ ἀπρογραμμάτιστα, δρῶ στὴν τύχη (μεταφορικά).
Ἡ συγκεκριμένη κατηγορία ἀνθρώπων λοιπὸν ὀνομάστηκε ἔτσι καὶ γιατὶ «ἄφηναν τὸν χρόνο τους νὰ κυλλᾷ ἀσκόπως» καὶ γιατὶ τριγυρνοῦσαν συνεχῶς σὲ διαφορετικὰ μέρη, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἤταν περιθωριακὸς ὁ χαρακτῆρας τους καὶ ἀντισυμβατικὸς ὁ τρόπος ζωῆς τους – ἐκτὸς ἀπὸ μάγκες, τοὺς ἐχαρακτήριζαν καὶ ἀλῆτες.

Τί σημαινει ὅμως «ἀλήτης»;
«Ἀλήτης»: ἐκ τοῦ ῥήματος «ἀλῶ» = περιφέρομαι (ἀπὸ ὅπου ἔχουμε καί τις λέξεις «ἀλάνα», «ἁλωνίζω»).
«Ἀλήτης» εἶναι λοιπὸν αὐτὸς ποὺ τριγυρίζει ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπως καὶ ὁ «ῥεμβετός».

Τί σημαίνει …«πυραμίδα»;
Ἡ λέξις «πυραμίς» προκύπτει ἀπὸ τὶς λέξεις «πῦρ» (=φωτιά) + «ἀμίς» (=δοχεῖο).
Μὲ τὴν λέξη «πῦρ» ὡστόσο, δὲν ὑποδηλώνεται μόνον ἡ φωτιὰ ἀλλὰ καὶ ἡ «ἐνέργεια».
Ἄλλωστε καὶ ὁ Ἡράκλειτος, ἀναφερόμενος στὸ «πῦρ», ὡς κοσμογονικὴ ἀρχή, ἕνα εἶδος ἐνεργείας ἐννοοῦσε καὶ ὄχι τὴν φωτιά, ὅπως τὴν ξέρουμε…
Ἡ ἐτυμολογία λοιπὸν τῆς λέξεως μᾶς δείχνει πὼς ἡ πυραμίς εἶναι «αὐτὸ ποὺ δέχεται τὴν ἐνέργεια». 

Στα Ἀγγλικὰ pyramid δὲν σημαίνει ἀπολύτως τίποτα.
Ἁπλῶς ἀπεφάσισαν νὰ κάνουν copy – paste τὴν δική μας λέξη, χωρὶς νὰ γνωρίζουν κἄν πὼς πρόκειται γιὰ πυκνωτὴ ἐνεργείας τοῦ πλανήτου.
Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ βασικὴ διαφορά μας μὲ τοὺς ξένους λαούς….
Ὅτι αὐτοὶ πρέπει νὰ μ;;αθουν Ἑλληνικὰ γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ κατανοήσουν τὸ νόημα ὅσων βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τους, ἐνᾦ οἱ Ἕλληνες προαιρετικὰ καὶ μὲ ἀρκετὴ δόση φιλοτίμου μαθαίνουν ἀγγλικά, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ συνεννοηθοῦν μὲ τοὺς ξένους.

Ὥρα γιὰ ..ὀπώρα!
Ἡ «ὥρα»μᾶς δίδει τὴν λέξη «ὡραῖος».
Γιατὶ γιὰ νὰ εἶναι καθετὶ ὡραῖο, πρέπει νὰ εἶναι καὶ στὴν ὥρα του, στὴην κατάλληλη στιγμὴ ἢ ἐποχή…
Ἀλλοιῶς δὲν εἶναι ὡραῖο!

Τὸ φροῦτο εἶναι ὡραῖο τὴν κατάλληλη «ὥρα» καὶ ὄχι ὅταν εἶναι ἄγουρο («ἄωρον») ἢ ὅταν εἶναι παραγινωμένο…
Τὸ φαγητὸ εἶναι ὡραῖο ὅταν εἶναι στὴν ὥρα του καὶ ὄχι ὅταν δὲν ἔχουμε πεινάσει ἀκόμη ἢ ὅταν εἴμαστε χορτασμένοι…
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀκριβὴς σημασία τῆς λέξεως «ὡραῖος».
Ἡ «ὥρα» (ἐποχή) ὑπάρχει μέσα στὴν λέξη ποὺ σημαίνει «φροῦτο» στὰ ἀρχαία ἑλληνικά… στὴν «ὀπώρα». Γιατὶ τὸ φροῦτο, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ εἶναι στὴν κατάλληλη ἐποχή του.
Καί ποιά ἀπό τίς τέσσερις ἐποχές κρύβει μέσα της τήν λέξη «ὀπώρα» = φροῦτο…;
Μὰ φυσικὰ τὸ φθινόπωρον», γιατὶ τότε εἶναι ποὺ «φθίνει» (χαλάει, καταστρέφεται, μειώνεται» ἡ «ὀπώρα»!!!

(φθίνω + ὀπώρα -> φθινόπωρον).

Τερηδόνα
Ἐξ αἰτίας τῆς τερηδόνας καταστρέφονται τὰ ὄμορφα δοντάκια μας, ὅπως γνωρίζουμε…
Τί σημαίνει ὅμως «τερηδών»; Ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὴ ἡ λέξις;
Στὰ ἀρχαία ἑλληνικά, ἡ λέξις «τερηδών» σημαίνει τὸ «σκουλῆκι ποὺ τρυπᾶ τὸ ξύλο».
Τὸ ῥῆμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προκύπτει εἶναι τὸ «τείρω», τὸ ὁποῖο σημαίνει «φθείρω, καταστρέφω» καὶ ἀποτελεῖ σύνθετη λέξη.
Τὸ δεύτερο συνθετικό της εἶναι τὸ δόντι, ὁ «ὀδοῦ», ποὺ στὴν ἰωνικὴ διάλεκτο μας δινεῖ τὸν τύπο «ὀδών» (γενικὴ πτώση: τοῦ ὀδόντος).
Ἔχουμε λοιπόν: τείρω + ὀδὼν -> τερηδών!
Ἡ λέξις Η ΙΔΙΑ εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς φανερώνει πῶς εἶναι «αὐτὸ ποὺ καταστρέφει τὰ δόντια».

Στὰ Ἀγγλικὰ πάλι ἡ τερηδόνα μεταφράζεται ὡς Decay!!!
Τὸ ὁποῖον, ἐκτὸς τοῦ ὅτι δὲν ἔχει βάση ἡ λέξις, ἁπλᾶ ἀπεφάσισαν νὰ τὸ ποῦν ἔτσι, μπορεῖ νὰ σημαίνῃ καὶ πολλὰ ἄλλα πράγματα, ὅπως ἀποσύνθεσις, φθορά, παρακμή, σαπίζω, ἀλλὰ καὶ πολλὲς μεταφορικὲς ἄλλες ἔννοιες.

Ἄλλα τὰ μάτια τοῦ λαγοῦ κι ἄλλα τῆς κουκουβάγιας…
Ἡ λέξις «μάτι» προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ λέξη γιὰ τὸ μάτι «ὄμμα» (ὄμμα – ὀμμάτιον- μάτι).
Ἄλλωστε λέμε ἄκομα «πῆρα τῶν ὀμματίων μου»!
Ὡστόσο, ἐκτὸς ἀπὸ «ὄμματα» καὶ «ὀφθαλμοί», τὰ μάτια λέγονται καὶ «φάεα». Κι αὐτὸ ἐπειδὴ χρειάζονται «φάος» / «φῶς», γιὰ νὰ δοῦν!
Γι’ αὐτὸ χρησιμοποιοῦμε καὶ τὴν λέξη «κατηφής» γι’ αὐτὸν ποὺ ἔχει «κάτω τὰ φάεα», δηλαδὴ γιὰ τὸν κατσούφη!
Τὸ μάτι (καὶ γενικὰ ἡ ὄψις) στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ λέγεται καὶ «ὤψ».
Στὴν γενικὴ πτώση ἔχουμε: τῆς ὠπός, ἀπὸ ὅπου παίρνουμε τὴν ῥίζα «ὤπ».
Δεῖτε πόσες λέξεις λέμε καὶ σήμερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ῥίζα…
Κύκλωψ/ Κύκλωπας: αὐτὸς ποὺ τὸ μάτι του εἶναι κυκλικό.
Εὐρώπη: αὐτὴ ποὺ ἔχει μεγάλα μάτια (εὐρεία + ὤψ) (Οἱ Εὐρωπαῖοι κάθε φορὰ ποὺ λέγουν «Europe» λέγουν «μεγαλομάτα» καὶ ἀναφέρονται στὸ ταξείδι ποὺ ἔκανε ἡ Εὐρώπη τῆς ἑλληνικῆς Μυθολογίας ἐπάνω στὸν λευκὸ ταῦρο Δία!)
Πρόσωπον: ἡ πρόθεσις «πρός» (μπροστά) + «ὤψ».
Μέτωπον: ἡ πρόθεσις «μετά» + «ὤψ» (βρίσκεται μετὰ τῆς ὠπός).
Παρωπίδες: ἡ πρόθεσις «παρά» (δίπλα» + «ὤψ» -> δίπλα ἀπὸ τὰ μάτια -> δὲν βλέπω παρὰ μόνον ἔναν δρόμο, αὐτὸν μπροστά μου -> εἶμαι στενόμυαλος ὅταν ἔχῳ παρωπίδες.
Ἐνώπιον: ἡ πρόθεσις «ἐν» + «ὤψ» -> μπροστὰ σέ.
Μυωπία: «μυῶ» (κλείνω ἐλαφρῶς τὰ μάτια) + «ὤψ» (ὅσοι ἔχουν μυωπία τὸ κάνουν συχνά).
Πρεσβυωπία: «πρέσβυς» (μεγάλος σὲ ἡλικία) + «ὤψ» (πρόκειται γιὰ πάθηση τῶν ματιῶν ποὺ ἐμφανίζεται σὲ μεγαλύτερες ἠλικίες).

Γιατί λέμε «νερό» τό ὕδωρ…;
Τὸ ῥῆμα «νάω» σημαίνει «κυλάω-ῶ».
Ἀπὸ αὐτὸ προκύπτουν οἱ λέξεις «νᾶμα» (πηγή, τρεχούμενο νερό, ῥυάκι) καὶ οἱ «Ναϊάδες» νύμφες, οἱ νύμφες τῶν τρεχουμένων ὑδάτων.
Προκύπτει ὅμως καὶ τὸ ἐπίθετο «νηρόν» / «νεαρόν», ποὺ σημαίνει «αὐτὸ ποὺ κυλᾶ».
Τὴν φράση, λοιπόν, «νεαρὸν ὕδωρ» τὴν χρησιμοποιοῦσαν πολὺ συχνά.
Καὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἐπεκράτησε μόνον ἡ λέξις «νερό»  – (νηρὸν / νεαρόν/ νερὸν ὕδωρ -> νερό).

Γιατί λέμε «κρασί» τόν οἶνον;
Τὸ κρασὶ ὀνομάζεται «οἶνος».
Πῶς καταλήξαμε ὅμως νά τόν λέμε «κρασί»;
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἴχαν κρασὶ πολὺ πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὸ σύγχρονο. Ἐπειδὴ ἦταν καὶ τῆς φιλοσοφίας «μέτρον ἄριστον» συνήθιζαν νὰ τὸ ἀνακατεύουν μὲ νερό, ὥστε νὰ μὴν τοὺς μεθᾷ καὶ νὰ τὸ ἀπολαμβάνουν σιγὰ -σιγά.
Τὸ ῥῆμα ποὺ σημαίνει «ἀνακατεύω» στὰ ἀρχαία εἶναι τὸ «κεράννυμι».
Ἡ μετοχὴ τοῦ Παρακειμένου μᾶς δίνει τὸν τύπο «κε-κρα-μένος» (αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀνακατευθεῖ), ἐνῶ τὸ οὐσιαστικὸ ποὺ παράγεται εἶναι ἡ «κρᾶ-σις».
Βλέπετε τώρα ἀπό ποῦ προέκυψε ἡ ῥίζα τῆς λέξεως (ΚΡΑ); Κι ἔτσι ἔχουμε: «κρα – σί».

Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὡστόσο, εἶναι τόσο πλούσια, ὥστε για κάθε ἰδιαίτερο «ἀνακατεύω» ἔχει καὶ διαφορετικὴ λέξη.
Δηλαδή: «κεράννυμι»= ἀνακατεύω ὑγρὸ μὲ ὑγρό.
«φύρομαι» = ἀνακατεύω ὑγρὸ μὲ στερεὸ (π.χ. «αἱμόφυρτος»).
«μίγνυμι» = ἀνακατεύω στερεὸ μὲ στερεὸ (π.χ. «μίγμα»).
Ἂς ποῦμε, λοιπόν, πρὶν τσουγκρίσουμε τὰ ποτήρια μὲ τὸ κρασάκι μας «εὐοῖ εὐάν!», ὅπως ἔλεγαν οἱ πρόγονοί μας… Εἶναι ἄλλωστε τὸ ἐπιφώνημα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προκύπτει τὸ…«ἐβίβα»!

Shake your… πυγήν!
Ἡ «πυγή» στὰ ἀρχαία ἑλληνικὰ σημαίνει «γλουτοί», «ὀπίσθια».
Θά μου πεῖτε: «καί τί μᾶς νοιάζει, δὲν τὸ λέμε πιά!»
Κι ὅμως… τὸ λέτε! Κάθε φορὰ ποὺ ἀναφέρεσθε σὲ ἔνα ζωάκι ποὺ λάμπει τὸ… ποπουδάκι του (ἡ πυγή του)!
Ναί, τὴν «πυγολαμπίδα»! (πυγὴ + λάμπω).
Ἐπίσης, ἡ γυναῖκα ἡ ὁποία ἦταν ἡ femme fatale τῆς ἐποχῆς καὶ στόλιζε καὶ κουνοῦσε τὴν πυγή της πέρα-δῶθε ὀνομάζετο «πυγοστόλος»…

«Ἡ Λῆδα καὶ ὁ κύκνος» 3ος αἱ. π.Χ. – Παλαίπαφος, Κύπρος

Ἄν ἡ Μόνικα Μπελοῦτσι μετεφέρετο μὲ μηχανὴ τοῦ χρόνου στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, σίγουρα θὰ τῆς ἐφώναζαν, καθὼ ςθὰ περνοῦσε: «Ὦ, πυγοστόλε γύναι!».

Ἡ Καλλίπυγος Ἀφροδίτη

 

Ὁ «ὑπηρέτης»ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ…κουπί!
Ἡ λέξις «ὑπηρέτης» εἶναι μιὰ λέξις ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια μέχρι σήμερα.
Ὡστόσο, πόσοι ἀπό ἐμᾶς γνωρίζουν πώς προέκυψε ἀπό τήν… κωπηλασία;
«Ἐρέσσω /ἐρέττω» σημαίνει: κωπηλατῶ. Ἀπὸ ἐκεῖ προκύπτει ὁ «ἐρέτης» (κωπηλάτης) καὶ τὸ «ἐρετμόν» (κουπί).
Ἡ πρόθεσις «ὑπό» μᾶς φανερώνει τὴν ἰδιότητα τοῦ νὰ εἶναι κάτι ἢ κάποιος «κάτω ἀπό» κάτι ἢ κάποιον.
Ἐπειδὴ στὰ πλοῖα κάποιοι ἐρέτες ἤσαν ὑπὸ τὶς διαταγὲς ἄλλων ἀνωτέρων τους ἐρετῶν, ὀνομάζοντι «ὑπηρέτες», (ὑπὸ + ἐρέτης).
Εὔκολα μποροῦμε νὰ καταλάβουμε πῶς ἀπεδόθη στὴν λέξη καὶ ἡ σημερινή της ἔννοια – μπορεῖ ὁ ὑπηρέτης ἀπὸ τὰ πλοῖα νὰ μεταφέρθηκε στὶς οἰκίες, ἀλλὰ σημαίνει τὸ ἴδιο πρᾶγμα: αὐτὸν ποὺ δέχεται ἐντολὲς ἀπὸ ἀνωτέρους ὥστε νὰ φέρῃ τὴν δουλειά του εἰς πέρας.
Ὅσον ἀφορᾶ στὸ «ἐρετμόν» (κουπί), τὸ ἐπάνω μέρος του, ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὸ «ἁρπάζουμε» (ἁρπάζω= «κάπτω», ἐξ’ οὖ καὶ τὸ ἀγγλικὸ «capture») λέγεται «κώπη» = κουπὶ (τὸ «ω» πολὺ συχνὰ μετατρέπεται σὲ «ου», πρβλ. «κώνωψ» = κουνοῦπι), ἐνῶ τὸ κάτω πλατὺ μέρος του λέγεται «πῆδον»  (ἐξ’ οὖ καὶ «πηδάλιον» – pedal)

“Ἡ Λῆδα καὶ ὁ κύκνος” 3ος αἱ. π.Χ. – Παλαίπαφος, Κύπρος

Πάν! Πάν! Πάν! Πανικός!
Ἡ λέξις «πανικός» συνδέεται ἐτυμολογικῶς μὲ τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ Πανός.
Ὁ Πᾶν ἦταν θεὸς ποὺ συνήθιζε νὰ ἐπισκέπτεται ἀνθρώπους (ἰδίως στὸν μεσημεριανό τους ὕπνο) καὶ νὰ τοὺς προκαλῇ πανικό.
Σύμφωνα μὲ τὸν θρῦλο, στὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος, ὅταν τὸν ἐπεκαλέσθησαν οἱ Ἕλληνες φωνάζοντας «Πᾶν! Πᾶν! Πᾶν!» ἐκεῖνος ἐμφανίστηκε καὶ ἔσπειρε τὸν πανικὸ στοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι παράτησαν ἀσπίδες καὶ ὅπλα καὶ ἄρχισαν νὰ τρέχουν πανικόβλητοι…
Ὁ Πᾶν ἤταν θεὸς τῆς Φύσεως καὶ τριγύριζε στὰ δάση παίζοντας τὸν αὐλό του. Ἤταν ἄσχημος (σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πανέμορφη καὶ γενναιόδωρη ψυχή του) καί, ὅταν γεννήθηκε, ἡ μητέρα του σὰν τὸν ἀντίκρυσε ἔφριξε καὶ τὸν ἐγκατέλειψε στὸ δάσος.
Εἶχε μονίμως παιχνιδιάρικη διάθεση καὶ ἔκανε τοὺς πάντες νὰ γελοῦν.
Ἤταν καὶ ἐρωτύλος καὶ ἀγαποῦσε τὶς ὄμορφες Νύμφες (αὐτὲς ἀπὸ τὴν ἄλλη, οὔτε νὰ τὸν δοῦν…) Ἤθελε μάλιστα νὰ κάνῃ γυναῖκα του μιὰ ἀπὸ αὐτές.
Κεραυνοβολήθηκε παράφορα ἀπὸ τὴν Σύριγγα, τὴν θυγατέρα τοῦ ποταμοῦ-θεοῦ Λάδωνος.
Ἡ Σύριγξ, ὅμως, ἤθελε εὔμορφο γαμβρὸ καὶ μὲ τίποτα δὲν ἤθελε τὸν Πάνα (ἐπιφανειακὴ γυναῖκα…)
Ὅταν λοιπὸν μιὰν ἡμέρα ὁ Πᾶν τὴν κυνηγοῦσε καὶ τὴν εἶχε στριμώξει ἄσχημα, ἐκείνη φώναξε στον πατέρα της Λάδωνα: «Σῶσε μέ, πατέρα, δὲν τὸν θέλω!»
Τελευταία στιγμὴ ὁ Λάδων τὴν ἄκουσε καὶ τὴν μετέτρεψε σὲ καλαμιά…
Καὶ ὁ δύσμοιρος Πᾶν πηγαίνοντας ὅλο λαχτάρα νὰ τὴν ἀγκαλιάσῃ βρέθηκε ἐν τέλει ἀπογοητευμένος ἀγκαλιὰ μὲ τὸ φυτο…

Στενοχωρήθηκε πολὺ (ἄλλη μιὰ χυλόπιτα ἀπὸ Νύμφη…) καὶ εἰς μνήμην τοῦ ἀνεκπλήρωτου αὐτοῦ ἔρωτος, ἔκοψε Ἑπτὰ (7) ἀνισομερῆ καλάμια ἀπὸ αὐτήν, τὰ ἔδεσε μεταξύ των καὶ ἐφτιαξε τὴν πρώτη σύριγγα…
Καὶ μέχρι καὶ σήμερα στὰ βάθη τῶν δασῶν ἀκούγεται ὁ ἦχος τῆς θλιβερῆς τοῦ σύριγγος ὡς ἀνάμνησις τοῦ καημοῦ του, ποὺ ὅμως στὸ τέλος καταλήγει νὰ μετατρέπεται σὲ χαρωπὸ πανηγῦρι, καθὼς ὁ Πᾶν εἶναι ὁ θεὸς ποὺ ἐνώνει τὰ ἀντίθετα… προκαλεῖ πανικὸ καὶ γέλωτα τὸ ἴδιο εὔκολα…

Ἐπιδόρπιον… μετὰ τὸ «δόρπον»!
Σήμερα, τὰ ἐδέσματά μας τὰ διαχωρίζουμε ὡς ἐξῇς:

  • πρωινὸ
  • γεῦμα < γεύομαι (μεσημέρι)
  • δεῖπνο (βράδυ) 

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ὡστόσο, τὰ διεχώριζαν ὡς ἐξῇς:

  • Ἄριστον -> πρωὶ
  • δεῖπνον ( < «δαπάνη», καθ’ ὅ,τι ἦταν τὸ πιὸ δαπανηρὸ γεῦμα) -> μεσημεριανὸ
  • δόρπον ( < «δρέπω» = κόβω καὶ μαζεύω / «δρᾶξ» = χούφτα, καθ’ ὅ,τι ἦταν ἐλαφρύ, «τσιμποῦσαν») -> βραδινὸ

Καὶ μετὰ τὸ «δόρπον» (ἐπὶ τοῦ δόρπου), ἀκολουθοῦσε τὸ… ἐπιδόρπιον (ἐπὶ + δόρπον), μιὰ λέξις ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἀτόφια μέχρι σήμερα!

Ἄκομα λέμε… «δέρκομαι»!
Τὸ ῥῆμα «δέρκομαι» εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἔχει ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ νὰ ἀποδόσῃ τὴν ἔννοια τοῦ «βλέπω». Συγκεκριμένα, σημαίνει «διαβλέπω, βλέπω καθαρά, κυττάζω προσεκτικά».
Τὸ χρησιμοποιοῦμε καὶ σήμερα αὐτὸ τὸ ἀρχαῖο ῥῆμα, κι ἂς μὴν τὸ καταλαβαίνουμε…
…κάθε φορά που λέμε «δράκος»!
Τὸ ῥῆμα στὸν ἀόριστο β’ χρόνο μᾶς δίδει τὸν τύπο «ἔδρακον». Ὁ δρακὸς ἔχει ἔνα βασικὸ χαρακτηριστικό: νὰ μὴν τοῦ ξεφεύγῃ τίποτα ἀπὸ τὴν ὄρασή του.
Δεν εἶναι τυχαῖο ἄλλωστε ποὺ στὴν ἑλληνικὴ Μυθολογία ὅταν ἔπρεπε κάτι ἢ κάποιος νὰ ἐπιτηρηθῇ ἢ νὰ φυλαχθῇ, ἡ ἐπιλογὴ γιὰ τὴν φρούρησή του ἦταν ἕνας… δράκος / δράκων (βλ. Μῆλα τῶν Ἑσπερίδων, Χρυσόμαλλο δέρας, Ἀνδρομέδα κ.ἅ. )

…κάθε φορὰ ποὺ λέμε «ὀξυδερκής»!!!

Ὁ Ἰάσων κατακτᾶ τὸ χρυσόμαλλον δέρας ἐνᾦ ἡ Μήδεια ἀποκοιμίζει τὸν δράκοντα


Ὁ «ὀξυδερκής» εἶναι ὁ ἔξυπνος ἄνθρωπος. Ἔξυπνος, ὅμως, διότι παρατηρεῖ τὰ πάντα προσεκτικὰ καὶ ἔτσι δὲν ξεφεύγει τίποτα ἀπὸ τὴν ἀντίληψή του, «δέκεται» μὲ «ὀξύ» τρόπο, ἔχει ὀξὺ μυαλό, «μυαλὸ ξυρᾶφι»!

Ὑπάρχει καὶ τὸ ἐπίθετο «πανδερκής» (πᾶν + δέρκομαι) -> αὐτὸς ποὺ παρατηρεῖ τὰ πάντα, δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ ἔχει πανεποπτεία.
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ῥῆμα προέρχεται καὶ ἡ ἀρχικὴ ὀνομασία τοῦ ζαρκαδιοῦ, «δορκάς».
Ὁ παρακείμενος τοῦ ῥήματος (μὲ ἐνεστωτικὴ σημασία) μᾶς δινεῖ τὸν τύπο «δέδορκα».
Τὸ ζῶο αὐτὸ ὀνομάστηκε ἔτσι ἀπὸ τὰ μεγάλα καὶ λαμπερά του μάτια.

Τὸ ῥῆμα «δέρκομαι» λοιπόν, τὸ ὁποῖο ἀποδίδει μία ἀπό τις πολλὲς ἔννοιες τοῦ «βλέπω» – μὲ πολὺ συγκεκριμένη σημασία – τὸ ἔχουμε ἀντικαταστήσει σταδιακὰ μὲ τὸ ῥῆμα (!) «κοζάρω»…

Τί σημαίνει… «ἑπτά» ;
Ὁ ἀριθμὸς Ἑπτὰ κρύβει στὴν ἐτυμολογία του τὰ πάντα περὶ τῆς οὐσίας του…
Ἡ λέξις «ἑπτά» προκύπτει ἀπὸ τὴν λέξη «σεπτός» ( ἡ δασεῖα τρέπεται σὲ «σ»).
«Σεπτός» σημαίνει «ἱερός, ἀνέγγιχτος».
Εἶναι ὄντως ἱερὸς αὐτὸς ὁ ἀριθμός, καθὼς εἶναι ὁ μόνος μέσα στὴν δεκάδα ὁ ὁποῖος δὲν διαιρεῖται ἢ πολλαπλασιάζεται μὲ τοὺς ὑπολοίπους. Γιὰ τοὺς Πυθαγορείους ὁ ἀριθμὸς 7 ἐθεωρεῖτο «ἀμήτωρ» (=χωρὶς μητέρα, ἀγέννητος), ἐφόσον δὲν εἶναι γινόμενο παραγόντων.
Θεωρεῖται ἐπίσης τὸ σύμβολο τῆς τελειότητος γιατὶ εἶναι τὸ ἄθροισμα τοῦ 3 καὶ τοῦ 4, ποὺ ἐκφράζουν τὰ δύο τέλεια σχήματα, τὸ ἰσόπλευρο τρίγωνο καὶ τὸ τετράγωνο.
Γενικότερα, ὁ ἀριθμὸς 7 συναντᾶται ὡς ἱερὸς σὲ πολλοὺς πολιτισμοὺς (ἀρχαῖοι Ἕλληνες, Αἰγύπτιοι, Χαλδαίοι, Ἀσσύριοι, Βαβυλώνιοι, Φοίνικες, Ἰνδοί, Πέρσες, Μουσουλμάνοι, Ἑβραῖοι) καὶ ὄχι μόνο (7 Πλειάδες, 7 ἐπὶ Θήβας, 7 ἡμέρες ἑβδομάδος, 7 νότες, 7 φωνήεντα ἑλληνικῆς γλώσσης, 7 χρώματα τῆς ἴριδος, 7 σοφοὶ τῆς ἀρχαιότητος, 7 θαύματα τοῦ κόσμου, 7 μυστήρια, 7 θανάσιμα ἁμαρτήματα κ.ἅ.)
Ἡ λέξις «σεπτός» ἔχει διατηρηθεῖ καὶ στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα -> ἑπτὰ = seven ( τὰ χειλικὰ σύμφωνα «π,β,φ» ἐναλάσσονται μεταξύ τους).
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὴν ἰταλικὴ γλῶσσα, ὅπου τὸ «ἑπτά» εἶναι «sette» < σεπτὸς (οἱ Ἰταλοὶ πρὸ τοῦ «t» τρέπουν τὸ «p» σὲ δεύτερο «t»).

Ἐπιπόλαιο μὲ λές…

Ἐπιπόλαιος ὀνομάζεται ὁ «ἐπιφανειακός» ἄνθρωπος, καθὼς ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ λέξις ἐπιπολὴ σημαίνει «ἐπιφάνεια») ἐπί: ἐπάνω σὲ + πολέω: περιφέρομαι).
Γι΄ αὐτὰ  τὰ ἐπιφανειακὰ τραύματα τὰ ὀνομάζουμε «τραύματα ἐπιπολῆς».

Ὅταν τὴν λέξη τὴν χρησιμοποιοῦμε σὲ γενικὴ πτώση (τὴς ἐπιπολῆς) ὡς ἐπίρρημα σημαίνει «φανερά, σαφῶς». Αὐτὸ εἶναι εὔλογο, καθὼς ὅ,τι εἶναι στὴν ἐπιφάνεια εἶναι καὶ φανερό, ἄρα, καὶ σαφές.

«Ἐπιπολικὴ Γεωμετρία» ὀνομάζεται καὶ ἡ γεωμετρία ποὺ ἀναφέρεται στὴν στερεοσκοπικὴ ὄραση.

«Ἐπιπολαί» εἶναι, ἐπίσης, τὸ τοπωνύμιο γιὰ μιὰ πόλη ἔξω ἀπὸ τὶς Συρακοῦσες, τὴν ὁποία ἀναφέρει ὁ Θουκυδίδης καὶ ἡ ὁποία φαίνεται νὰ εἶναι πράγματι στὴν ἐπιφάνεια, δηλαδὴ ἐπάνω ἀπὸ τὶς ἄλλες πόλεις.

Ἐπιπολαί

Ἡ Ἐπιπολή, τέλος, ἤταν ἡ μόνη γυναῖκα ποὺ ἔλαβε μέρος στὸν Τρωϊκὸ πόλεμο ντυμένη ὡς ἄνδρας. Γιὰ τὴν πράξη της αὐτὴ λιθοβολήθηκε ὅταν τὴν κατάλαβαν… Ἴσως τὸ ὄνομά της φανερώνει τὴν… ἐπιπολαιότητά της… ἢ ἁπλᾶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔγινε…φανερὴ κάποια στιγμὴ (ἐπιπολῆς). Ὡς γνωστόν, τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ὀνόματα δὲν ἐδίδοντο τυχαῖα, ἀλλὰ ἀντιθέτως προσδιόριζαν τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ τοῦ ἀτόμου.

Ὁ ἐπιπόλαιος ἄνθρωπος, ἑπομένως, μπορεῖ νὰ εἶναι… ἐπιφανειακός… ἀλλὰ εἶναι καὶ… φανερὸς καὶ σαφής… Γιατί, ὡς γνωστόν, τὰ πάντα ἔχουν δύο ὄψεις.

Ἑλένη Ὠρείθυϊα Κουλιζάκη

ἀναμετάδοσις
Κῦρος Μανούσκας

Γιὰ τὸν πολυτονισμό-ἐπεξεργασία
Φιλονόη

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

One thought on “Ἡ μοναδικὴ Ἑλληνική μας γλῶσσα!

  1. Τὸ παρὸν ἀναδημοσιεύθηκε στὸ Aussiedlerbetreuung und Behinderten – Fragen καὶ σχολίασε:
    Es gibt Deutsche, dies Gehirn in linke und Rechte Hälfte, Aktiviät, etwa so: Rechtslastig, Linkslastik und auch nach Größe, wie Merkel = Alszheimersyndrom, weil vergeßlich, Herkunft und Heimat und Arbeitskontrakt mit satanischen Kräften, den Alliierten Besatzern, und Erbsengröße! Siehe Arbeitsweise der seit 1900 arbeitenden NWO und Kriege der Allierten und unter Führung der “Macht” NWO, Weise von Zion´s. Auch statistisch erwiesen, IQ von über 180%, bei Herrn REICHSKANZLER, Deutsches heiliges Reich, Hitler Glück, Auf, meine Heimat!

Leave a Reply