Ἡ ἰδιότυπη συγκρότηση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας στηρίζετο σέ σαφῆ καί καθορισμένη ἱεραρχία πού ξεκινοῦσε ἀπό τό Σαράι τῆς Κωνστινουπόλεως καί ἔφθανε μέχρι τά περιφερειακά κέντρα τῆς ἐπαρχίας. Κύρια μέριμνα τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους καί σκοπός τῆς ὑπάρξεώς του ἦταν ἡ ἀπομύζηση τῶν ὑπηκόων του, πού ἡ μάζα τους ἀποτελεῖτο ἀπό κατακτημένους καί ὑποταγμένους λαούς, τῶν ὁποίων ὁ ἐκτουρκισμός ἦταν συχνά ἡ καταληκτική μοίρα.
Ἡ παρασιτική ὕπαρξη τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους ἐπέβαλε τήν ἀνάγκη συνεχῶν καί ἀδιάκοπων κατακτήσεων, ὥστε νά ἐξασφαλίζονται οἱ ἀπαραίτητοι πόροι. Ὁ ἐπεκτατισμός καί οἱ κατακτήσεις ἀποτελοῦσαν δομικά στοιχεῖα γιά τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία.
Στά πλαίσια αὐτά ἡ ὀθωμανική διακυβέρνηση ἐπέβαλε τήν ἀρχή ὅτι ὅλη ἡ ἀγροτική γῆ τῆς ὑπαίθρου ἀνῆκε στό κράτος. Ὁ ἀγρότης ἑπομένως ἀνταλλάσσει τόν μόχθο του μέ τήν ἐπικαρπία πού τοῦ ἐπιτρέπεται στήν γεωργική γῆ πού καλλιεργεῖ, ἀφοῦ βέβαια καταβάλει τόν ἀναλογοῦντα φόρο. Ὡστόσο, ὑπῆρχε κι ἄλλο ἐνδιάμεσο ἐπίπεδο διοικητικῆς καί οἰκονομικῆς ἐξουσίας, αὐτό τοῦ τιμαρίου, δηλαδή μιᾶς μεγάλης ἐκτάσεως ἀγροτικῆς γῆς πού εἶχε παραχωρηθεῖ σέ στρατιωτικό, ἀπό αὐτούς πού κατά τούς πρώτους αἰῶνες τῆς ἱστορίας τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας πολεμοῦσαν γιά τήν κατάκτηση χωρῶν καί τήν ὑποταγή λαῶν. Ὁ τιμαριοῦχος στρατιωτικός εἰσέπραττε ἕνα μέρος ἀπό τά ἀγροτικά εἰσοδήματα ὡς ἀντιμισθία γιά τίς στρατιωτικές ὑπηρεσίες του. Οἱ τιμαριοῦχοι μπέηδες διέθεταν αὐτονομία, πού ταλαντευόταν ἀπό τήν αὐθαιρεσία μέχρι τήν συνδιαλλαγή καί τήν συνύπαρξη μέ τίς τοπικές κοινωνίες.
Ἡ ἐγκατάσταση τῶν τιμαριούχων μουσουλμάνων μπέηδων στήν εὔφορη γῆ τῶν πεδιάδων καί ὁ ἐποικισμός ἀπό Τουρκομάνους νομάδες ἀπώθησαν τούς ντόπιους χριστιανικούς πληθυσμούς στά ὀρεινά. Στήν περιοχή τῆς Ξάνθης τό ὀρεινό τμῆμα ἐξισλαμίσθηκε καί οἱ χριστιανοί περιορίσθηκαν στήν πόλη καί τά παράλια τοῦ Θρακικοῦ Πελάγους.
Τόν 18ο αἰῶνα εἶχε δημιουργηθεῖ στίς ἀγροτικές περιοχές τῆς Αὐτοκρατορίας μία κατάσταση, στήν ὁποία οἱ παλαιοί τιμαριοῦχοι μπέηδες συνυπῆρχαν ὡς γαιοκτήμονες μέ ἀγροτικές μᾶζες τουρκικῶν ἤ ἐκτουρκισμένων ἤ καί χριστιανικῶν πληθυσμῶν. Τήν κύρια μάζα τῶν ἀγροτικῶν πληθυσμῶν στίς πεδιάδες ἀποτελοῦσαν μουσουλμάνοι ἀκτήμονες. Μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν ὁ τίτλος τοῦ μπέη ἔχασε τό ἀντίκρυσμά του καί ἔφθασε νά ἀποδίδεται σέ ὁποιονδήποτε ἰσχυρό καί πλούσιο παράγοντα.
Στήν περιοχή τῆς Ξάνθης ἡ καλλιέργεια τοῦ καπνοῦ γινόταν ἀπό μουσουλμάνους τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς, ἰδιοκτῆτες μικρῶν τμημάτων γῆς, καί ἀπό ἀκτήμονες ἀγρότες τῆς πεδιάδας πού καλλιεργοῦσαν τά κτήματα τῶν μπέηδων τσιφλικάδων. Στήν περιοχή τῶν γιακᾶ, δηλαδή στίς ὑπώρειες τῆς Ροδόπης, τούς χαμηλούς γηλόφους πρίν τήν πεδιάδα, οἱ μουσουλμάνοι ἀγρότες κατεῖχαν καί καλλιεργοῦσαν γῆ μεγάλης ἀποδόσεως σέ καπνό ὑψηλῆς ποιότητας. Οἱ μουσουλμάνοι μπέηδες κατεῖχαν ἀκόμη γῆ ὡς τσιφλικᾶδες, ἀλλά πολλοί ἀπό αὐτούς εἶχαν ἐπιδοθῆ στό ἐμπόριο.
Ἀπό τά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα φαίνεται ὅτι τό ἐμπόριο τοῦ καπνοῦ πέρασε σέ μεγάλο τμῆμα του σέ ἑλληνικά χέρια καί οἱ Ἕλληνες ἔμποροι ἀπέκτησαν οἰκονομική ἐπιφάνεια πού τούς ἔδωσε τήν δυνατότητα νά κτίσουν καπναποθῆκες στήν Γενισέα καί στήν Ξάνθη παράλληλα μέ τούς μουσουλμάνους μπέηδες. Οἱ γαιοκτήμονες μπέηδες τῆς Ξάνθης διέθεταν ἀξιόλογο πλοῦτο σέ ἀκίνητη περιουσία καί ὑψηλά εἰσοδήματα ὡς καλλιεργητές καί ἔμποροι καπνοῦ. Ἀλλά καί τό ἐμπόριο τοῦ καπνοῦ ἀπαιτεῖ σημαντικά κεφάλαια.
Τά σπίτια τῶν μουσουλμάνων μπέηδων πού ἀνεγέρθησαν μετά τό 1829 στήν Ξάνθη ἀνήκουν στήν παραδοσιακή ἀρχιτεκτονική τοῦ εὐρυτέρου χώρου τῶν Βαλκανίων καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Εἶναι ἡ ἴδια παράδοση πού ἔδωσε τά πρότυπα γιά τήν ἀρχοντική ἀρχιτεκτονική τοῦ κυρίως ἑλληνικοῦ χώρου, ὥστε αὐτά τά σπίτια νά μποροῦν νά καταταχθοῦν στόν λεγόμενο μακεδονικό ρυθμό.
Τά σπίτια τῶν μουσουλμάνων μπέηδων τῆς Ξάνθης εἶναι μεγάλα κτίσματα μέ δύο κατά κανόνα ὀρόφους καί μέ δύο πτέρυγες σέ σχῆμα Π, κανονικοῦ ἤ ἀκανόνιστου. Συναντῶνται ἐπίσης κατασκευές μέ μία πτέρυγα σέ σχῆμα Γ. Οἱ πτέρυγες τῶν κτιρίων καταλήγουν συχνά σέ σαχνισιά. Στό κέντρο ὑπάρχει κατά κανόνα τζαμωτό χαγιάτι πού σέ λίγες περιπτώσεις εἶναι ἐλεύθερο, ἴσως γιά νά χρησιμεύει καί ὡς ξηραντήριο καπνοῦ. Οἱ στέγες εἶναι κεραμοσκεπεῖς τετράρριχτες. Ἡ αὐλή εἶναι περίκλειστη καί περιβάλλεται ἀπό ὑψηλή μάνδρα πού ἀποθαρρύνει τούς εἰσβολεῖς μέ κοφτερά γιαλιά στήν κορυφή της. Τά κονάκια αὐτά εἶναι κατασκευασμένα γιά νά στεγάσουν καί νά ἐξυπηρετήσουν πολλά πρόσωπα, ἀφοῦ ἐκτός ἀπό τό χαρέμι, συχνά στεγαζόταν ἐκεῖ καί πολυάριθμο ὑπηρετικό προσωπικό. Τό ἰσόγειο περιλαμβάνει χώρους ἀποθηκεύσεως ἤ σταύλους, ἐνῶ στόν ὄροφο τά δωμάτια διατάσσονται γύρω ἀπό κεντρική σάλα πού στήν πρόσοψη ἔχει τήν μορφή χαγιατιοῦ. Μεγάλα ἐν σειρᾶ παράθυρα ἐξασφαλίζουν ἄνετο φωτισμό καί ἐπιτρέπουν στούς ἐνοίκους τήν θέα πρός τήν πεδιάδα.
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.