Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1914 ὅλοι ἐπίστευαν ὅτι ὁ «Μεγάλος Πόλεμος», ποὺ μόλις εἶχε ξεκινήση, προκαλῶντας πανταχόθεν ἐκδηλώσεις ἐνθουσιασμοῦ, θὰ τελείωνε μέσα σὲ 2-3 μῆνες. Καὶ πὼς τὸ ἀργότερο τὰ Χριστούγεννα οἱ στρατιῶτες θὰ ἐπέστρεφαν νικητὲς στὰ σπίτια τους. Ἡ Ἱστορία ὅμως τὰ ἔφερε ἀλλοιῶς καὶ τὰ τέσσερα ἑπόμενα χρόνια τὸ εὐρωπαϊκὸ «Zeitgeist» ἐπάλλετο μεταξὺ μιλιταρισμοῦ καὶ ἐθνικισμοῦ, συμπαρασύροντας ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα σὲ πεδία στρατιωτικῆς «δόξης καὶ τιμῆς», μὲ «τίμημα» πολλὰ ἑκατομμύρια νεκρούς.
Παραμονὲς Χριστουγέννων ὁ Γερμανὸς αὐτοκράτωρ ἔστελνε στολισμένα χριστουγεννιάτικα δένδρα γιὰ τὰ γερμανικὰ χαρακώματα καὶ ἀπὸ τὰ μετόπισθεν οἱ στρατιῶτες ἔπαιρναν πακέτα μὲ «δῶρα ἀγάπης». Ἀλλὰ καὶ πολλὲς χριστουγεννιάτικες κάρτες ποὺ ἐμοιράσθησαν ἀφειδῶς στὸν δοκιμαζόμενο γερμανικὸ λαό, πρὸ κειμένου νὰ φανῇ ὅτι ὅταν ἐπιτάσσῃ τὸ ἐργαλειοποιημένο «πατριωτικὸ καθῆκον» ὁ πόλεμος καὶ τὰ Χριστούγεννα μπορεῖ νὰ μὴν ἀποτελοῦν ἀντίφαση. Συνέχεια