Ἡ Ὂθρυς τῶν θεῶν

Fall of the Titans, Peter Paul Rubens (1577 – 1640)

 
Ὁ Μῦθος τύλιξε τὰ πλοκάμια του γύρω ἀπὸ τὶς πλαγιὲς τοῦ βουνοῦ ποὺ ἀγρύπνησε στὶς μᾶχες τῶν Θεῶν…
Γιατὶ ὃταν ὁ πόλεμος ξέσπασε ἀνεξέλεγκτα μεταξὺ τῶν παλαιῶν καὶ τῶν νέων Θεῶν, στὴν Ὂθρυ εἶχαν καταφύγιο καὶ ἀπαντοχὴ οἱ παλαιοὶ Τιτᾶνες· ἐκεῖ στρατοπεδεύσαν, ἐκεῖ δέχονταν τὶς ἐπιθέσεις τῶν νέων θεῶν, τῶν Ὀλυμπίων.

Ἦταν λυσσαλέες οἱ μᾶχες μεταξύ τους, συντάραξαν τὸν κόσμο ὁλάκαιρο. Τεράστια βράχια πέταγαν οἱ θεοὶ ἀπὸ τὸν Ὂλυμπο καὶ τὴν Ὂθρυ ἀντίστοιχα. Τράνταζε ἡ γῆ συθέμελα καὶ τεράστιες πληγές ἂνοιγαν στὸ κορμί της.
Ἦταν ὃμως οἱ Κύκλωπες αὐτοὶ ποὺ χάρισαν στὸν Δία τὸν Κεραυνὸ καὶ τὴν ἀστραπή, ἐνῶ στὸν Ποσειδῶνα χάρισαν τὴν τρίαινα καὶ στὸν Ἂδη τὴν κυνέα, τὴ σκούφια ἀπὸ σκυλοτόμαρο ποὺ τὸν ἒκανε ἀόρατο. Καὶ μὲ ὁρμή σκόρπισε ὁ Δίας τοὺς κεραυνοὺς καὶ ἀπὸ τὸ στιβαρὸ του χέρι ἡ φλόγα ἀπλώθηκε παντοῦ καὶ καταβρόχθισε λαίμαργα τὰ τεράστια δάση· καὶ γιγαντωμένη ἡ φλόγα ἒτρεξε ἀπὸ τὴν μιὰ ἂκρη τῆς γῆς στὴν ἂλλη καὶ ἒβρασαν τὰ νερὰ τοῦ καταγάλανου Ὠκεανοῦ καὶ τοῦ ἀπέραντου Πόντου. Συνέχεια