Περὶ βρυκολάκων στὴν Ἑλλάδα…

Τίποτε δὲν ἔδωσε ποτὲ τόση χαρὰ καὶ ἀνακούφιση στοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ ὅσο τὸ πρῶτο φῶς τοῦ πρωινοῦ, ἐκείνη τὴν ἡμέρα τοῦ 1768. Ὅλοι ἦταν στὸ πόδι, κανένας ὅμως δὲν βγῆκε ἔξω μέχρι νὰ φανῆ ἡ πρώτη ἀχτίδα τοῦ ἡλίου. Περίπου τὴν ἴδια στιγμὴ ἀκούστηκε ἡ καμπάνα τῆς ἐκκλησίας ποὺ καλοῦσε τοὺς ἀνθρώπους ἔξω γιὰ νὰ μετρήσουν τὶς καταστροφὲς καὶ τὶς ἀπώλειες τῆς νύχτας. Ὁ καθένας ποὺ ἐρχόταν ἔλεγε τὴν δική του ἱστορία γιὰ τὰ χθεσινοβραδινά. Τελικὰ κάποια ζῶα βρέθηκαν μὲ ἀνοιγμένες τὶς κοιλιές, καταστροφὲς ἔγιναν στὰ σπίτια, στὰ παράθυρα καὶ στὶς στέγες, ἀλλὰ τίποτε ἄλλο συνταρακτικό, τουλάχιστον μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ τὰ νέα ἦρθαν ἀπὸ τὸ ἂλλο χωριό!
Ἐκεῖ δυστυχῶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς καταστροφὲς στὰ σπίτια καὶ τὶς ἀπώλειες ὁρισμένων ζώων, ὑπῆρχε ἀνθρώπινο θῦμα. Ὁ ἄτυχος νεκρὸς ἦταν ὁ ἴδιος ὁ παπάς! Ποιός ξέρει πῶς κατόρθωσε νὰ μπῇ μέσα στὸ σπιτάκι του ὁ βρυκόλακας. Συνέχεια