Ἡ ποίησις.

Μὰ ἐσὺ Ποίηση
ποὺ ἔντυνες μία φορὰ τὴ γυμνὴ μέθη μας
ὅταν κρυώναμε καὶ δὲν εἴχαμε ροῦχο νὰ ντυθοῦμε
ὅταν ὀνειρευόμαστε, γιατί δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ζωὴ νὰ ζήσουμε
δὲ θὰ ὑπάρξουν πιὰ σύννεφα γιὰ νὰ ταξιδέψουμε τὴ ρέμβη μας;
δὲ θὰ ὑπάρξουν πιὰ σώματα γιὰ νὰ ταξιδέψουμε τὸν ἔρωτά μας;
Μὰ ἐσὺ Ποίηση
ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ κλειστεῖς μέσα σὲ σχήματα Συνέχεια

Ὀμορφιά.

Εὐγενικὸ ὅ,τι πέθανεν ἐδῶ,
ποὺ στοίχειωσε τὸ πέταγμα τῶν γλάρων.
Ἁβρὸν ὅ,τι κι ἂν πέρασε ἀπ᾿ τὸ φάρο
κι ἔζησε λίγο στὴν ὑγρὰν ὁδό,
κι ὁ ψίθυρος ὡραῖος τῶν ἐπῳδῶν,
-μνήμης ρᾴθυμο κίνημα βλεφάρων – Συνέχεια