Τὸ δάκρυ τοῦ καλλιτέχνου

Κλεισμένος εδώ και μήνες μέσα σε ένα δωμάτιο με μουσικά όργανα, βιβλία, ταινίες και πινέλα ψάχνει ο καλλιτέχνης να βρει άλλο ένα απάτητο μονοπάτι της ψυχής του, ψάχνει μία νότα που θα τον ησυχάσει, ένα στιχάκι που θα απαλύνει τον πόνο των καιρών.
 
Ταξιδεύει μέσα από τα βιβλία σε κόσμους τρελλών ποιητών, σε κόσμους δολοφονημένων φιλοσόφων, ταξιδεύει μέσα σε νότες μιας αρχαίας άρπας, ταξιδεύει μέσα σε ήχους μιας ηλεκτρικής κιθάρας, μα η φωτιά σιγοκαίει τα σωθικά του.
 
Τα νέα από τον πέρα κόσμο τρυπώνουν σαν το σαράκι στον κόσμο του μέσα από το γυαλί και του πληγώνουν την καρδιά.
Τον πνίγει το αίμα που κυλά πάνω στην γη, αίμα από παιδάκια, αίμα από μάνες, αίμα από αθώους εξαπατιμένους στρατιώτες, αίμα από ανθρώπους που ξεχάσαν την ψυχή τους σε κάποια πουλημένη ελπίδα, αίμα από ανθρώπους που πούλησαν την ψυχή τους στην ηδονή της σάρκας.

Συνέχεια

Μιὰ τιποτένια ὑπόστασις

Έψαξα να βρω αφορμές μέσα από τηλεπαράθυρα, μέσα από ειδήσεις, μέσα από συζητήσεις, μέσα από την εξυπνάδα των άλλων, μέσα από την βλακεία των καιρών, μέσα από τα οικονομικά προβλήματα, μέσα από δολοφονίες κρατικές ή μη, μέσα από σχολιασμούς οπαδών αθλητικών ομάδων, μέσα από ταινίες, μέσα από θρησκευτικά πιστεύω, μέσα από ένα κατάλογο πολύ μακρύ και διαφορετικό σε προϊόντα, ανθρώπους, καταστάσεις, υλικά αγαθά, που το μόνο κοινό μεταξύ τους είναι ένα……….

Συνέχεια

ὁ ζητιάνος

 Άλλη μια μέρα πέρασε στο ίδιο μοτίβο της φύσης.

 Η νύχτα άρχισε σιγά – σιγά να σβήνει μία – μία τις αχτίδες φωτός απλώνοντας όλο της το μυστήριο .

 Το σκοτάδι έκρυψε το μοναδικό μονοπάτι που συνδέει τον κόσμο με το κατώφλι της καλύβας και ο ζητιάνος άναψε ένα κεράκι για να μπορεί να βλέπει την πανέμορφη ασχήμια της καλύβας του.

 Έβγαλε από την σακούλα του ένα κουλούρι που του είχε δώσει το πρωί μια γριούλα, έριξε στο ποτήρι του λίγο κρασί, κοίταξε για λίγο τ΄αστέρια από τις χαραμάδες της καλύβας του, μονολόγησε ένα ευχαριστώ και άρχισε το πρώτο και τελευταίο γεύμα της μέρας του.

Γιὰ αὐτοὺς ποὺ κυττάζουν τὸν οὐρανό………

 

γράφει ο Άκης κουστουλίδης

  Λίγο πριν ξεπροβάλει η μέρα, λίγο πριν αρχίσει η τρομοκρατία από τα πρωινά κοράκια του γυαλιού, λίγο πριν πιάσουν δουλεία οι φύλακες των αριθμών, λίγο πριν πέσουν τα σφυριά των αποφάσεων πάνω στων θεών τα έδρανα, λίγο πριν ο δολοφόνος ανοίξει το νεκρό του βλέμμα, λίγο πριν η αρρώστια ξυπνήσει μέσα στου παιδόφιλου την κόλαση, λίγο πριν το ψέμα μαγέψει τους ανασφαλείς εραστές του φόβου, λίγο πριν πέσουν τα κάγκελα στα ελεύθερα ιατρικά δωμάτια, λίγο πριν τα τύμπανα του πολέμου χαϊδέψουν των κουφών πολεμιστών τα αυτιά, λίγο πριν ο κόσμος αλλάξει την δική του ίδια φορεσιά, λίγο πριν σκύψεις το κεφάλι σου σκέψου…… Συνέχεια

Μὲ κάθε τελευταία πνοὴ πεθαίνει καὶ λίγο ἀπὸ τὸν κόσμο…

του ανιχνευτή
 Είμαι το παιδί που νοιώθει το κορμάκι του να εξαϋλώνεται απ’την πείνα  όπως και τ’αδελφάκια του σε τόσες ρημαγμένες γωνιές του κόσμου και βλέπει τους γονείς του να ντρέπονται να το κοιτάξουν πια και να σκέφτονται το φούντο απ’την ταράτσα ή τη ληστεία.
Αφού πρώτα ο κόσμος σας μάς λήστεψε τη ζωή.

Συνέχεια

Λεφτά ὑπάρχουν τελικά;;;;;

 

Αυτές οι γιορτές με βρίσκουν μ΄αυτή την απορία. Δεν ξέρω εσείς αλλά εγώ ειδα στο πανηγύρι που προηγήθηκε (τις γιορτές) πως λεφτά υπάρχουν ακόμα. Εχω μπερδευτεί μεταξύ αγανακτισμένων που δεν έχουν ψωμί να φάνε κι εκείνων που δεν μπορούν να αγοράσου τα διάφορα αι-χάσου. Μεταξύ εκείνων που χτυπάνε το κεφάλι τους στο τοίχο γιατί δεν τους έχει μείνει τίποτα πια κι εκείνων που απλά περνάνε λιγότερο καλά. Ξέρετε αυτό τη διαφορά μεταξύ του δεν ξέρω τι θα απογίνω και περνάω απλα λιγάκι πιο στριμωγμένα τη χωρίζει μια άβυσσος. Συνέχεια