Σκηνὴ πρώτη:
Στὴν ἀγαπημένη μου παραλία, δύο πιτσιρίκια, ἀδελφάκια, τεσσάρων καὶ πέντε ἐτῶν, περίπου, κρατοῦν ἀπὸ δύο κομμάτια φελιζὸλ στὰ χεράκια τους καὶ τὰ τρίβουν μεταξύ τους. Ἡ παραλία ἔχει γεμίσῃ. Βάζω τὶς φωνές. «Γιατί παιδί μου τό κάνεις αὐτό; Δέν βλέπεις πού βρώμισες ὅλην τήν παραλία;»
Πετάγεται ἡ κάφραινα μαμά: «Ἄφησέ τὰ παιδιά… Παίζουν. Αὐτὰ θὰ τὰ πάρῃ ὁ ἀέρας… Χὰ χὰ χά…».
«Ναί, ἀλλὰ ἕνα πουλὶ ἤ μία χελώνα ἤ ἕνα ψάρι, ἐφ΄ ὅσον εἴμαστε δίπλα στὴν θάλασσα, κινδυνεύει νὰ φάῃ αὐτὰ τὰ σκουπίδια καὶ νὰ ψοφήσῃ…»
«Χὰ χὰ χά… Τὰ παιδιὰ παίζουν εἴπαμε… ».
Δὲν ὑπάρχει ἀπάντησις γιὰ τὴν κάφραινα!!! Τὰ ἔχει πῇ ὅλα μόνη της! Τὰ παιδιὰ παίζουν, δὲν τὴν ἐνοχλοῦν, βρῆκε τὴν ἡσυχία της καὶ νὰ βγάλουμε ἐμεῖς τὸν σκασμὸ γιατὶ θὰ μᾶς χοροπηδήξῃ ἐὰν διακόψουμε τὴν νιρβάνα τῆς βλακείας της. Συνέχεια