Ἕνα ποίημα τοῦ Ὀρέστου Λάσκου ποὺ μοῦ ἔστειλε ὁ φίλος Παναγιώτης. Πόσο σύγχρονο καὶ ἐπίκαιρο… Πόσο ἀληθινό…..
Κι ὅμως….
Τὸ πρόβλημα ποτὲ δὲν ἦταν στό χρῶμα. Τὸ πρόβλημα πάντα ἦταν στὴν ἀντίληψι. Στὴν σκέψι (ἢ στὴν ἀπουσία αὐτῆς.) Στὴν νόησι.
Πόσοι «ἀπέκτησαν» τὸ δικαίωμα στὴν γνώσι;
Αὐτοὶ εἶναι καὶ οἱ μόνοι ποὺ κατανοοῦν τὴν διαφορὰ τοῦ «χρώματος».
Ὅταν ὅλοι εἶναι «λευκοὶ» γύρω μας, ὅταν ὅλοι «ἴδιοι», ὅμοιοι… Τότε πῶς μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ διαφορετικόν; Τὸ μοναδικόν; Αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ἀφυπνίσῃ;
Κι ἐὰν τὸ διακρίνουμε, μήπως θὰ τὸ μισήσουμε διότι δὲν ἀντέχουμε τὴν ἀλήθεια ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει;
Υ.Γ. Ὁ μισὸς ἀλήθεια τί σχέσι ἔχει μὲ τὸ μίσος;
Μιὰ μέρα ποὺ ἄγρια ἡ πλήξη τὸν μαστίγωνε,
κι’ ἡ μοναξιὰ τοῦ σάλευε τὰ φρένα του
στὸ μακρυνὸ Σιντάμο,
ὁ Κωνσταντῖνος Κριθαρᾶς, ἐκ Φιλιατρῶν,
τὴν Ἀβησσυνεζούλα Τινκινὲς
τὴ γύρεψε ἀπ’ τὸν κύρη της σὲ γάμο.
Καὶ στὴ στιγμή, μὲ δύο γελάδες ἀχαμνές,
ἔκανε χτῆμα τὴ μικρούλα Τινκινές.
Κι’ ὁ Κωνσταντῖνος Κριθαρᾶς κτηνώδικα
στὴ μαύρη βελουδένια σάρκα της
ὁλονυχτὶς τὴ λύτρωση ζητοῦσε.
Κι’ ἡ Τινκινές, μὲ δέος στὰ ματάκια της,
τὸν κάθε πόθο τοῦ ἄσπρου της θεοῦ
πιστὰ τὸν ἐκτελοῦσε.
Κι’ ἀπὸ τὰ σπλάχνα της, τὸ ἐννιάμηνο ἀκριβῶς,
βγῆκε ὁ Ἰάσων Κριθαρᾶς… “μ ι σ ὸ ς – μ ι σ ὸ ς “.
” Μ ι σ ὸ ς – μ ι σ ὸ ς ” θὰ πῇ μὲ λόγια ἁπλά,
μισὸς Ρωμηός, μισὸς Ἀβησσυνός,
κάτι νὰ ποῦμε μέσ’ στὴ μέση.
Μὰ τὸ φριχτὸ τὸ νόημα, τὸ βαθύ,
στὴ λέξη ἐτούτη τὴ διπλὴ
ποιὸς νὰ τὸ δώσῃ θὰ μπορέσῃ;
” Μ ι σ ὸ ς – μ ι σ ὸ ς ” θὰ πῇ ντροπή, πόνος, λαχτάρα,
κι’ ἑφτὰ γεννιὲς ἐδῶ κι’ ἐμπρὸς μαύρη κατάρα.
Τὸ νόημα αὐτὸ τὸ κολασμένο τὸ πρωτόνοιωσε
σὰν πρωτοπῆγε ὁ Ἰάσων Κριθαρᾶς
στὸ Ἑλληνικὸ σχολεῖο.
T’ ἄσπρα Ἑλληνόπουλα, τὰ “ὁ λ ό κ λ η ρ α”,
σὰ νἄχε λέπρα φεύγαν ἀπὸ δίπλα του
κι’ ἔμενε μόνος… μελανὸ σημεῖο.
Κι’ ἔννοιωσε μίσος στὴν καρδιά, χωρὶς νὰ θέλῃ,
κι’ ἐντός του ἀνέμιζε ἡ ψυχούλα του κουρέλι.
Καὶ στὴν ντροπή, στὸν ἐμπαιγμό, στὴν καταφρόνεση,
τὰ χρόνια πέρασαν, ἀλλοίμονο, χωρὶς
καμμιὰ χαρὰ στὸν κόσμο νἄβρη.
Κι’ ὅταν τὸν ἔδιωξε ἡ κοπέλλα ποὺ ἐρωτεύτηκε,
ἡ γαλανὴ κοπέλλα μὲ τὰ ὁλόχρυσα μαλλιά,
ἄγρια μίσησε τὴ μάννα του τὴ μαύρη.
Καὶ χτὲς ἐφόρεσε τὴν ἄ σ π ρ η φορεσιά του
καὶ πέταξε στὸν ἀέρα τὰ μυαλά του.
Ὀρέστης Λάσκος’
φωτογραφία ἀπὸ ἐδῶ
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.
Ο Ορέστης Λάσκος έχει γράψει εκπληκτικά ποιήματα και δυστυχώς είναι από τους πλέον παρεξηγημένους ποιητές, αν σας δοθεί η ευκαιρία διαβάστε και εκείνο το εκπληκτικό του ποίημα :ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ, αξίζει !!!
Ὁ Ὀρέστης Λάσκος ὑπῆρξεν ἀδελφὸς τοῦ ἥρωος ἀντιπλοιάρχου Βαιλείου Λάσκου κυβερνήτου τοῦ ὑποβρυχίου ‘Κατσώνης’ τὸ ὁποῖον ἡκολούθησε εἰς τὸν ὑγρὸν τάφον μετὰ τὴν δραματικὴν πάλην κατὰ γερμανικοῦ περιπολικοῦ τὴν νύκτα τῆς 14ης Σεπτεμβρίου 1943. Διὰ τὴν ἱστορίαν καὶ μόνον ἄς θυμηθὦμεν ὅτι δέκα ἡμέρας μετὰ ἐβυθίζετο εἰς τὸ Λακὶ τῆς Λέρου τὸ ἀντιτορπιλικὸν ‘Βασίλισσα Ὄλγα’ μὲ κυβερνήτην τὸν ἡρωϊκὸν Γεώργιον Μπλέσσαν. Ἐπιστροφὴ ὅμως εἰς τὸ θέμα μας. Διὰ νὰ τιμήσῃ τὸν ἥρωα ἀδελφὸν του ὁ Ὀρέστης Λάσκος ἔγραψε ποίημα ἐκ τοῦ ὁποίου ἐπιλέγω τοὺς ἀκολούθους στίχους: «Μάννα μου χωριάτισσα, κυρὰ Παναγιώταινα, κυρὰ Μαριγώ, ἄς ἦταν σὰν τὸν Βάσο μας ἄμποτες νὰ πέθαινα καὶ γώ…».
Συγχαρητήρια γιὰ τὰ ποιήματα αὐτά, ἐμπνέουν τοὺς νέους καὶ τοὺς γεμίζουν δύναμη γιὰ τοὺς άγῶνες ποὺ ἔρχονται.
Μᾶς γεμίζετε έλπίδα ὄλους.
Χρῆστος
Χρῆστε, δὲν θέλω νὰ μοιράζω ἐλπίδες.
Σιγουριὰ καὶ πίστη στὴν νίκη τοῦ δικαίου θέλω νὰ μοιράζω.
Ἐγὼ εἶμαι βεβαία!!!!
Φιλονόη,
Ἡ πίστη ἔρχεται μετὰ τὴν ἐλπίδα καὶ συμπληρώνει τὴν δύναμη ὅσων ἐμπνέονται ἀπ’ τὰ ἐθνεγερτικὰ σαλπίσματα καὶ ἀγωνίζονται γενναῖα. Βρισκόμαστε ἀκρβῶς στὴν καμπὴ τῆς ἀνατάσεως τῶν Ἑλλήνων καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μὲ βεβαιότητα πλέον γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα. Ἡ σύγχυση, εἴτε μεθοδευμένη, μέσα ἀπ’ τὴν διαπλοκή, ἢ καὶ ἀκουσίως, ὅπως γίνεται συνήθως στὴν ἱστορία, διαλύεται. Δὲν μιλάω γιὰ τοὺς βαλτοὺς στὸ διαδίκτυο. Αὐτὸ ἔδειξαν καὶ θὰ ξαναδείξουν πιὸ μαχητικὰ οἱ Ἀγανακτισμένοι,
Χῤῆστος