Ἡ Μάννα τοῦ Κόσμου εἶχε δυὸ γιούς: τὸ Θεὸ τῆς Σοφίας καὶ τὸ Θεὸ τοῦ Πολέμου. Κι ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος ἤθελαν νὰ τοὺς ἔχει πάνω στὰ γόνατά της.
— Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς βάλω καὶ τοὺς δυό, εἶπε ἡ μάννα. Πηγαίνετε νὰ κάμετε τὸ γύρο τοῦ κόσμου· καὶ κεῖνος ποὺ θὰ γυρίσει πρῶτος θὰ κάτσει στὰ γόνατά μου.
Ὁ Θεὸς τοῦ Πολέμου καβάλησε τὸ μαῦρο του κι ἔγινε καπνός. Ὁ Θεὸς τῆς Σοφίας, καθισμένος μπρὸς στὰ πόδια τῆς μάννας του, ἄκουσε τὸν ἀδερφό του ν’ ἀλαργεύει· σηκώθηκε, προσκύνησε τὴ μάννα του, ἔκαμε τρεῖς φορὲς τὸ γύρο της καὶ κάθισε στὰ γόνατά της.
Ὅταν, ὕστερα ἀπὸ χρόνους, ὁ Θεὸς τοῦ Πολέμου γύρισε Συνέχεια