Ήπειρος.
Κάποιο «εγκαταλειμμένο» από τους Έλληνες κατοίκους του ορεινό χωριό.
Χαράματα.
Το βαρυφορτωμένο φορτηγό με τους Αλβανικούς αριθμούς μετά από κάμποσες δύσκολες ανηφόρες και στροφές μπαίνει στο χωριό και σταματάει μπροστά στην πλατεία. Κάποιος πλησιάζει τον οδηγό.
Ο συνοδηγός κατεβαίνει και μιλάει πρώτος στον άγνωστο.
– Καλημέρα, είπε στα Αλβανικά, ο Γκασμέντ;
– Ναι, του απάντησε ο άλλος επίσης στα Αλβανικά, ο Σαλί;
– Όχι, ο Ιλίρ.
– Α, καλά. Ο Σαλί μάλλον είναι ο επόμενος. Κάτσε να δω τα χαρτιά. Απάντησε και συμβουλεύτηκε την «λίστα» του. «Μάλιστα, στο 14 είσαι».
– Είναι καλό το σπίτι ρε Γκασμέντ;
– Για «χάρισμα» Ιλίρ μια χαρά είναι. «Δώρο» είναι, αυτό να μη το ξεχάσεις ποτέ.
– Δεν θα το ξεχάσω Γκασμέντ. Είμαστε ευγνώμονες στην «Οργάνωση».
– Κι αυτό είναι η τελευταία φορά που το λες. Κατάλαβες; Του έκανε «ψυχρά και με νόημα» ο Γκασμέντ.
– Ναι…Κατάλαβα, απάντησε συγκαταβατικά και «παγωμένος» ο Ιλίρ.
– Είναι πάρα πολύ σοβαρό. Το κατάλαβες; επέμεινε ο Γκασμέντ.
– Ναι…εντάξει.
– Κανείς από τους Γκρέκους δεν πρέπει να σε ακούσει ποτέ να το λες «αυτό» που είπες. Το κατάλαβες Ιλίρ; ο Γκασμέντ είχε «κολλήσει» σχεδόν τη φάτσα του στη μούρη του Ιλίρ.
– Ναι σου είπα. Κατάλαβα.
– Καλά. Πάμε τώρα να σου δείξω το σπίτι. Πες στον οδηγό να μας ακολουθήσει με το φορτηγό από πίσω. Εσύ έλα μπροστά, μαζί μου, στο δικό μου αυτοκίνητο.
Συνέχεια →