Ἄνοδος-Πτώσις καὶ Ἀνάστασις τῆς I.G. FARBEN (β’)

Συνέχεια ἀπὸ τὸ

Ἄνοδος-Πτώσις καὶ Ἀνάστασις τῆς I.G. FARBEN (α’)

Μεσοπόλεμος και η δημιουργία της IG FARBEN



Η ρήτρα στη Συνθήκη των Βερσαλλιών ότι οι σύμμαχες χώρες δεν χρειάζεται να επιστρέψουν την γερμανική βιομηχανική ιδιοκτησία που κατέσχεσαν ήταν ένα πλήγμα, βεβαίως, για τις εταιρείες της IG. Αλλά τουλάχιστον ήταν σίγουροι ότι τα κατασχεθέντα εργοστάσια και τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία σοβαρού ανταγωνισμού στη μεταπολεμική αγορά των χρωμάτων. Το μη-γερμανικό προσωπικό στα ξένα εργοστάσια τους δεν γνώριζε καμμία από τις ζωτικής σημασίας τεχνικές πληροφορίες και τεχνογνωσία.
Οι ξένες ευρεσιτεχνίες είχαν εσκεμμένα διατυπωθεί έτσι ώστε μόνον εκείνοι που διέθεταν τεχνογνωσία να μπορούν να τις λειτουργήσουν. Οι Γάλλοι είχαν λύσεi το πρόβλημά τους με τη συνεργασία τους με τις IG εταιρείες να κάνουν χρωστικές στη Γαλλία-μια ευκαιρία που εξασφαλίστηκε από την συμφωνία των Bosch-Frossard στις Βερσαλλίες. 
Οι Αμερικανοί, από την άλλη πλευρά, προσπάθησαν αρχικά, να αναπτύξουν μια εγχώρια βιομηχανία χρωστικής μόνοι τους, χωρίς τους Γερμανούς. Ο Στρατός πίστευε ότι μια ισχυρή, ανεξάρτητη αμερικανική βιομηχανία χρωστικών ήταν κρίσιμη για την εθνική αυτοάμυνα.

Η Du Pont, επικεφαλής των προθέσεων του Στρατού, δαπάνησε μεγάλα ποσά χρημάτων σε μια μάταιη προσπάθεια να παράξει χρωστικές βασισμένη στα κατασχεμένα Γερμανικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Ωστόσο, όπως ο Irénée du Pont , ο πρόεδρος της επιχείρησης είπε,
«. . . ένα συνηθισμένος χημικός δεν μπορούσε να λειτουργήσει με αυτές. Οι πίνακες αυτοί καταρτίστηκαν για τους Γερμανούς που πέρασαν τη ζωή τους στον τομέα της χρωστικής ουσίας.»

Τελικά, αποφασίστηκε να πλησιάσουν τον Carl Bosch, για μια πιθανή κοινή συνεργασία Du Pont-IG. Ένα στέλεχος της Du Pont συναντήθηκε με τον Bosch στο Παρίσι το Νοέμβριο του 1919, αλλά ο Bosch απέρριψε την πρόταση, με την δικαιολογία ότι ο ίδιος δεν ήταν εξουσιοδοτημένος για μιά τέτοια συμφωνία χωρίς την ομόφωνη έγκριση όλων των άλλων εταιρειών IG.

Ἄνοδος-Πτώσις καὶ Ἀνάστασις τῆς I.G. FARBEN (β')2


Εφόσον η Du Pont δεν μπορούσε να αποκτήσει την κρίσιμη  γερμανική τεχνογνωσία μέσω συμφωνίας μιας εταιρικής σχέσης, θα καταφύγει σε μια πιο άμεση μέθοδο. 

Στα τέλη του 1920, ο εκπρόσωπος της Du Pont, ο Δρ Kunze, πέτυχε την πρόσληψη τεσσάρων χημικών από την Bayer. Καθένας τους υπέγραψε σύμβαση για 25.000 δολάρια το χρόνο, για πέντε χρόνια-ένα τεράστιο ποσό το χρόνο σε σύγκριση με αυτά που  ένας χημικός έπαιρνε στη Γερμανία. Ο Δρ Kunze μεταφέρει τους χημικούς και ένα ολόκληρο φορτηγό που περιέχει σχέδια, τύπους, και άλλες σημαντικές βιομηχανικές πληροφορίες από τη Γερμανία. 
Αλλά το φορτηγό κατάσχεται από τις ολλανδικές αρχές, όταν ανακάλυψε τυχαία το περιεχόμενό του, και, κατόπιν αιτήματος του εισαγγελέα της Κολωνίας, εκδίδεται ένταλμα για τη σύλληψη των τεσσάρων χημικών για βιομηχανική κατασκοπία.

Ο γερμανικός Τύπος αντιμετωπίζει το επεισόδιο ως ένα μεγάλο σκάνδαλο. Εφημερίδες κυκλοφορούν με πρωτοσέλιδα όπως

«Οι Τέσσερις προδότες»
«Αμερικανική συνωμοσία εναντίον της γερμανικής βιομηχανίας»  και 
«Η δύναμη του δολαρίου.»

Δύο από τους χημικούς, ο Joseph Flachslaender και ο Otto Runge, καταφέρνουν να βρουν το δρόμο τους προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κρατήθηκαν στο Ellis Island λόγω του εντάλματος συλλήψεως, αλλά η Du Pont ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει την απελευθέρωσή τους. Οι άλλοι δύο χημικοί, ο Max Engelmann και η Heinrich Jordan, είχαν πιό πολλές δυσκολίες. Ο Meade έγραψε στον Irénée du Pont, ότι η Bayer έχει αρκετά αποτελεσματικά καταφέρει να επιβάλλει στη γερμανική κυβέρνηση τη θέλησή της, εν όψει του γεγονότος ότι η Δρ Τζόρνταν κρατείται στην Ολλανδία και υποθέτω ότι, σύμφωνα με τη συνθήκη έκδοσης, έχει επιστρέψει στην Κολωνία.

Ο Δρ Engelmann … δεν μπορεί να εξασφαλίσει διαβατήριο στο πλαίσιο γενικής διαταγής από τη γερμανική κυβέρνηση που απαγορεύει την έκδοση των διαβατηρίων σε οποιαδήποτε Γερμανό χημικό. Η Du Pont δεν είχε την πρόθεση να αποκλειστεί από το να εισάγει γερμανική τεχνολογία. Κάλεσε το Στρατό για βοήθεια. Ο δικηγόρος  Clement Lincoln Bouve, ο οποίος είχε διατελέσει αξιωματικός του αμερικανικού στρατού της Κατοχής στη Γερμανία, αναλαμβάνει να βοηθήσει στη δραπέτευση των δύο χημικών. Σε συνεργασία με τον Υποστράτηγο Henry T. Alien, διοικητή των αμερικανικών δυνάμεων στη Γερμανία, και τον λοχαγό Η.Ε. Osann, επικεφαλής της στρατιωτικής μυστικής αστυνομίας του αμερικανικού στρατού κατοχής στο Κόμπλεντς, μεταφέρουν τους δύο χημικούς στον Αμερικανικό τομέα παρά την στενή παρακολούθηση από την Γερμανική Αστυνομία.

 Στις 5 Ιουλίου το δίδυμο των χημικών φτάνει στο New Jersey και στη συνέχεια στο Wilmington, Delaware, για εργασία στα εργαστήρια της Du Pont.
Η Du Pont ήταν πλέον σε θέση να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά την IG στην αγορά των χρωστικών. Το φθινόπωρο του 1922 οι Γερμανοί δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις αποζημιώσεις που απαιτούνται από την συνθήκη των Βερσαλλιών, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν με τη μορφή πρώτων υλών και μεταποιημένων προϊόντων παραγόμενα στη Γερμανία.
Οι Γάλλοι ήταν άκαμπτοι στην εκπλήρωση των αποζημιώσεων.
Ποτέ δεν θα μπορούσαν να ξεχάσουν τους βάναυσους όρους του Μπίσμαρκ στη συνθήκη ειρήνης με τη λήξη του γαλλο-πρωσικού πολέμου. 
«Θα τους αφήσουμε μόνο τα μάτια τους για να κλαίνε», είχε πει ο Σιδηρούς καγκελαριος. Όμως, η Γαλλία δεν έκλαψε. Σε μια έκρηξη εθνικής υπερηφάνειας κατέβαλλαν τα πέντε δισεκατομμύρια φράγκα, που απαιτούσε ο Μπίσμαρκ, ως πολεμικές αποζημιώσεις. Ήταν ένας πόνος που οι Γάλλοι θα τον θυμούνταν για καιρό.

Οι Γάλλοι, ως εκ τούτου, δεν ήταν διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν ελαφρά τη καρδία την παράλειψη της Γερμανίας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στις επανορθώσεις που ορίστηκαν στη Συνθήκη των Βερσαλλιών. 

Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1922 η Γαλλία κατέθεσε καταγγελία στην Συμμαχική Επιτροπή Αποζημιώσεων ὀτι οι Γερμανοί ήταν εκπρόθεσμοι στις παραδόσεις πριστής ξυλείας και τηλεγραφικών στύλων. Η Επιτροπή, μετά από έρευνα και ακρόαση, διέταξε την παράδοση των υλικών που αναφέρονται στις αποζημιώσεις και την εφαρμογή του χρονοδιαγράμματος. Οι Γερμανοί, αρνήθηκαν.

Για αρκετούς μήνες η Γαλλία δεν έδρασε άμεσα. Στις 10 Ιανουαρίου του 1923, όμως, ο Πρόεδρος Harding, υποκύπτοντας στο λαϊκό αίσθημα στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις κατοχής από τη Ρηνανία. 

Η Γαλλια εκμεταλλεύτηκε την αποχώρηση των Αμερικανών και αμέσως μεταφέρθηκε στη περιοχή καθώς και στο βιομηχανικό Ρουρ. Η κίνηση αυτή σηματοδότησε, αυτό που θα ονομαστεί ως ο πόλεμος της Ρουρ.
Η γερμανική κυβέρνηση αντέδρασε κηρύσσοντας την πολιτική της παθητικής αντίστασης και τα εργοστάσια κατά μήκος του Ρήνου και της Ρουρ σταμάτησαν.
Από τα μέσα Μαΐου του 1923, τα εργοστάσια της BASF είχαν ήδη  μείνει αδρανή για τέσσερις μήνες. Ως εκ τούτου, είχαν μείνει πίσω στην παράδοση των χρωστικών ουσιών και των αζωτούχων λιπασμάτων που απαιτούνταν για την αποζημίωση των πληρωμών. Στις 22 Μαΐου, ο Bosch έλαβε ένα επείγον μήνυμα από πληροφοριοδότη του, ότι ο γαλλικός στρατός θα καταλάμβανε τα εργοστάσια της BASF την επόμενη μέρα και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου θα συλλαμβάνονταν με τη κατηγορία της σκόπιμης παρεμπόδισης της αποστολής των αποζημιώσεων.

Ο Bosch διατάσσει την άμεση διάλυση του εξοπλισμού της υψηλής πίεσης Haber-Bosch και τη μεταφορά της στη Leuna, στη μη κατεχόμενη Γερμανία. Μέσα σε λίγες ώρες τα μηχανήματα φορτώθηκαν σε σχεδίες και ταξίδευαν μέσω Ρήνου για τη Leuna ενώ όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου κατέφυγαν στην Χαϊδελβέργη με πλαστά ονόματα.

Οι πληροφορίες του Bosch είχαν αποδειχθεί σωστές. Για δεύτερη φορά μετά το τέλος του πολέμου, τα γαλλικά στρατεύματα μετακινούνται στις εγκαταστάσεις της BASF στο Ludwigshafen και Oppau. Οι εργαζόμενοι, που ενεργούν κάτω από τις διαταγές της Bosch, αρνούνται να συνεργαστούν με τους κατακτητές.
Ο Bosch, όταν ρωτήθηκε από τον Τύπο σχετικά με την γαλλική κατοχή του εργοστασίου βαφής Ludwigshafen, απάντησε με πικρία καρυκευμένη με αλαζονεία,

  «Οι Γάλλοι μπορεί να είναι σε θέση να κάνουν τούβλα, αλλά ποτέ δεν θα κάνουν χρωστικές».

Ένα γαλλικό στρατιωτικό δικαστήριο συνήλθε στο Landau στη Γερμανία, και οι υπάλληλοι της BASF δικάστηκαν ερήμην με την κατηγορία της παρεμπόδισης διάθεσης λιπασμάτων και χρωστικών ουσιών στη Γαλλία. Όλοι κρίθηκαν ένοχοι, με πρόστιμο 150 εκατ. μάρκα και καταδικάστηκαν σε μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης. Ο Αύγουστος von Knieriem, επικεφαλής νομικός σύμβουλος της BASF, πήρε τη μεγαλύτερη ποινή, δέκα χρόνια, επειδή είχε υπογράψει τις εντολές προς τους εργαζόμενους της BASF, απαιτώντας, μη συνεργασία. Οι άλλοι διευθυντές, όπως ο Carl Bosch και Hermann Schmitz, καταδικάστηκαν σε οκτώ χρόνια ο καθένας.
Όλο το Διοικητικό συμβούλιο της BASF  ήταν τώρα φυγάδες από το γαλλικό στρατό Κατοχής. Μέχρι το καλοκαίρι του 1923, η Γερμανία ήταν στο χάος. Ο ρυθμός του πληθωρισμού, ο οποίος είχε επιταχυνθεί από το τέλος του πολέμου, είχε γίνει πραγματικά τρομακτικός. 
Το γερμανικό μάρκο αξίζει τώρα 150 δισεκατομυριοστά της αξίας του, το 1918. Στα μέσα Αυγούστου, ο νέος καγκελάριος  Gustav Stresemann, ανέλαβε καθήκοντα σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση.
Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Γερμανία θα πρέπει να λύσει τις διαφορές της με τους Συμμάχους, προτού μπορέσει να επιτύχει οποιοδήποτε είδος σταθερότητας στη χώρα. 
Στα τέλη Σεπτεμβρίου, ανακοίνωσε το τέλος της κυβερνητικής πολιτικής της παθητικής αντίστασης στη Γαλλία και την επανάληψη των αποζημιώσεων των πληρωμών. Ήταν μόνο λίγο πριν τα εργοστάσια της IG στη Ρηνανία επαναλειτουργήσουν. Και τον Νοέμβριο, ο Hjalmar Schacht, ο επικεφαλής της Reichsbank, είχε καταφέρει να σταθεροποιησει το μάρκο, ένα επίτευγμα που έφερε την πρώτη δημόσια αναγνώριση του.

Η διακοπή της λειτουργίας των περισσότερων από τις IG εγκαταστάσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου του Ρουρ είχε δώσει στις βιομηχανίες χρωστικών του εξωτερικού μια χρυσή ευκαιρία. Χωρίς τον γερμανικό ανταγωνισμό οι αμερικανοί παραγωγοί καλύπτουν πλέον το 95% της αγοράς των ΗΠΑ. H παραγωγή της  Du Pont των χρωστικών απογειώνεται με τη βοήθεια των χημικών της IG που τους είχαν φυγαδεύσει  από τη Γερμανία το 1921, καθώς και από την ενεργό συνεργασία του Στρατού.


Η Γαλλια επίσης επωφελήθηκε από το σταμάτημα της παραγωγής στη Γερμανία.  Από τις αρχές του 1921 οι εταιρείες IG, σύμφωνα με την Bosch-Frossard συμφωνία, εφοδίαζαν την Compagnie Nationale με βιομηχανικά μυστικά  και τεχνογνωσία στην παραγωγή χρωστικών ουσιών, σε αντάλλαγμα για την οποία στο πλαίσιο της συμφωνίας της εταιρικής σχέσης τους, θα λαμβάνουν το πενήντα τοις εκατό από τα κέρδη για τα επόμενα σαράντα πέντε χρόνια.


Όμως, το 1923 η Compagnie Nationale απορροφήθηκε από την Etablissement Kuhlmann, τη μεγάλη γαλλική χημική και μεταλλουργική βιομηχανία. Λίγο αργότερα,η Kuhlmann ακύρωσε τη σύμβαση που είχε συναφθεί από Frossard και Bosch, με την αιτιολογία ότι οι εταιρείες IG παρέλειψαν κατά τη διάρκεια της παύσεως να παράσχουν στους Γάλλους τις χρωστικές που αναφέρονταν στη σύμβαση. 

Στην πραγματικότητα, οι Γερμανοί και πάλι βγήκαν έξω από την γαλλική αγορά χρωστικών. Τα στελέχη της IG ήταν εξαιρετικά χολωμένα, υποστηρίζοντας ότι η μονομερής κατάργηση της σύμβασης ήταν παράνομη.
Οι Γάλλοι είχαν την IG τεχνογνωσία, για την οποία οι εταιρείες IG δεν είχαν λάβει σχεδόν τίποτα σε αντάλλαγμα. Ωστόσο, λόγω της πολιτικής κατάστασης ο Bosch δεν έκανε τίποτα. Το φθινόπωρο του 1923, η αυξανόμενη δύναμη των ξένων ανταγωνιστών ωθεί τον Duisberg στην αναδιοργάνωση των εταιρειών της IG εκτός Γερμανίας. 
Πρότεινε οι επιχειρήσεις του εξωτερικού  όλων των γερμανικών εταιρειών να συγχωνευθούν σε μια ενιαία εταιρεία.
Δρώντας ανεξάρτητα ο Bosch, είχε ήδη σκεφθεί την ενοποίηση των εταιρειών IG.  
Γι’ αυτόν η νέα τεχνολογία, ιδιαίτερα της υψηλής πιέσεως χημικών διεργασιών, που η δικιά του ιδιοφυΐα, συνέβαλε στη δημιουργία, άνοιγε απεριόριστες δυνατότητες. Αλλά ο Bosch δεν ήταν ξένος προς την πραγματικότητα. Οι πόροι της BASF ήταν ανεπαρκείς για να στηρίξει τις οικονομικές απαιτήσεις της δημιουργικής του φαντασίας. Μια ευρύτερη και πιο ουσιαστική εταιρική βάση ήταν αναγκαία.

Χρησιμοποιώντας τη μέτρια πρόταση του Duisberg της ενοποιήσεως των ξένων οίκων πωλήσεων, ως εφαλτήριο, ο Bosch κάνει ένα κβαντικό άλμα προτείνονας όλες οι εταιρείες IG  να συγχωνευθούν σε μία ενιαία εταιρεία, που θα ενοποιήσει όλες τις βιομηχανικές τους δραστηριότητες και την οικονομική δύναμη σε μία γιγαντιαία μονολιθική οντότητα. Μόλις όρισε την πορεία του, ο Bosch ήταν αδύνατο να παρεκκλίνει. Παρά την απροθυμία των άλλων να παραδώσουν την ανεξαρτησία τους, η θέληση και η λογική του  Bosch επικράτησε. Από το 1924 μια οριστική συμφωνία επιτεύχθηκε με όλες τις οκτώ εταιρείες IG να συγχωνευθούν σε μία ενιαία εταιρεία.


Ανάμεσα στο 1924 και 1925 ο Bosch και ο χρηματοοικονομικός του σύμβουλος, Hermann Schmitz, προετοίμασαν το έδαφος για τη νέα οντότητα. Για μια στιγμή φάνηκε ότι η ενσωμάτωση θα καθυστερήσει εξαιτίας ενός αδιεξόδου που δημιουργήθηκε μεταξύ του Bosch και του Duisberg, πάνω  στο όνομα του νέου οργανισμού.

Ο Bosch ήθελε να εγκαταλείψει τον χαρακτηρισμό της συμπράξεως του 1916, IG Farben. Ισχυρίστηκε ότι η διατήρηση του ονόματος θάταν παραπλανητική, δεδομένου ότι η επιχείρηση δεν θα είναι πλέον μια gemeinschnft Interessen. Αντ’ αυτού, πρότεινε ως πιο κατάλληλη τη Verein Deutscher Teerfarbenfabriken (Ένωση των γερμανικών επιχειρήσεων Χρωμάτων ).
Ο Duisberg θεώρησε την πρόταση σαν εμπορικά παιδική. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει την τεράστια αξία της παγκόσμιας αποδοχής του ονόματος IG Farben.  Τα άλλα στελέχη της IG υποστήριξαν  ομόφωνα τον Duisberg και ο Bosch συνθηκολόγησε. Στις 9 Δεκεμβρίου 1925, σε μια διαδικασία με την οποία οι υπόλοιπες επτά εταιρείες  ενσωματώθηκαν στη BASF, η συγχώνευση εγκρίθηκε τελικά. Το όνομα της νέας οντότητας ήταν IG Farbenindustrie Aktiengesellschaft.
Ο Carl Duisberg εξελέγη πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου, αποσυρόμενος από τον ενεργό διοικητικό ρόλο στη νέα εταιρεία. Στο εξής θα περιορίσει τις δραστηριότητές του σε θέματα μείζονος πολιτικής. Ο Bosch εξελέγη πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, θέση η οποία τον διορίζει διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας

Ο Fritz ter Meer, κορυφαίο στέλεχος της IG και επιστήμονας, αργότερα συνόψισε το νόημα της εταιρείας:

«Το άνοιγμα του πρωτόγνωρου τομέα των χημικών προϊόντων ήταν το μοτίβο του νέου ομίλου.»
Οι προοπτικές του ομίλου  αλιεύονται γρήγορα στην φαντασία του επενδυτικού κοινού και, παρά τα πολύ χαμηλά επίπεδα της γερμανικής οικονομίας, η αξία των μετοχών της IG υπερτριπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια του 1926. Με κάθε μέτρο η IG Farben ήταν η μεγαλύτερη εταιρεία στην Ευρώπη και η μεγαλύτερη εταιρεία χημικών στον κόσμο.

Οπλισμένοι με τεράστιους οικονομικούς πόρους, η νέα εταιρεία ανέλαβε επίσης επιθετικές ενέργειες σε τομείς που είχαν ήδη καθιερωθεί. 

Μία από τις πρώτες κινήσεις της ήταν να αποκτήσει τον έλεγχο της βιομηχανίας πυρομαχικών της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένων των δεσπόζουσων επιχειρήσεων όπως Dynamit AG, Rheinische-Westfaelische Sprengstoff AG, και Koeln-Roettweil AG.
Με τον τρόπο αυτό τα εργοστάσια νιτρικών της IG καθετοποιήθηκαν. Η IG κινήθηκε επίσης στο να ενισχύσει τη θέση της στις αγορές του εξωτερικού.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, δημιουργείται ηGeneral Dyestuff Corporation,και λίγο αργότερα η αμερικανική εταιρεία χημικών IG. Μέσα από αυτά τα οχήματα ανέκτησε σχεδόν το σύνολο της αγοράς που είχαν χαθεί από την κατάσχεση κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου

Στη Γαλλία, ωστόσο, οι προσπάθειες της IG απέτυχαν κατα μεγάλο ποσοστό. Το καλοκαίρι του 1926 αναλαμβάνουν δράση, αγοράζοντας κρυφά τις μετοχές της εταιρείας Kuhlmann, τον μεγαλύτερο κατασκευαστή χρωστικών στη Γαλλία. Η IG απέκρυψε την ταυτότητά της αγοράς, χρησιμοποιώντας Ολλανδούς και Ελβετούς, που οργανώθηκαν από τον Schmitz. Μέσα σε επτά εβδομάδες πυρετώδους δραστηριότητας η μετοχή της Kuhlmann αυξάνεται από 450 στα 1000 γαλλικά φράγκα. Μια έρευνα αποκάλυψε ότι η IG Farben-Industrie ήταν πίσω από την «επιδρομή» και στην πραγματικότητα είχε ήδη πετύχει το στόχο της για την αγορά του ελέγχου της Kuhlmann.


Η επίθεση της IG στην Kuhlmann προκάλεσε σάλο στη Γαλλία. Η  New York Times σημειώνει:

«Το να κατέχει μιας τέτοιας ζωτικής σημασίας βιομηχανία, μέρος της άμυνας της χώρας, ο εχθρός, θα ήταν αδιανόητο για το γαλλικό Υπουργείο Πολέμου, και υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι τώρα οι γαλλικές εταιρείες βαφής, έχοντας την επίγνωση του κινδύνου, θα κάνουν όλες τις προσπάθειες για να αποφευχθεί η πλήρης επιτυχία των γερμανικών σχεδίων.»

Και έγινε. Η Kuhlmann, με την υποστήριξη του Γαλλικού Υπουργείου Πολέμου και με νόμο που γρήγορα ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, εξέδωσε ένα μπλοκ 100.000 νέων μετοχών μετοχικού κεφαλαίου που θα είχε τα δικαιώματα ελέγχου και ψήφου αποκλειστικά για τους εγγεγραμμένους μετόχους, οι οποίοι απαιτούνταν να είναι Γάλλοι πολίτες. Οι μυστικοί  Γερμανοί ιδιοκτήτες είχαν με τον τρόπο αυτό καταστεί σχετικά ανίσχυροι μιας και οι  μετοχές τους δεν έχουν πλέον δικαίωμα ψήφου.

Το αποτέλεσμα ήταν η ανάκτηση του ελέγχου της γαλλικής Kuhlmann. Με την ενέργεια αυτή, η εξαγορά της Kuhlmann από την IG κατέρρευσε. Αντί να υποχωρήσει εντελώς, όμως, η IG πρότεινε στην Kuhlmann μια αποκατάσταση της αρχικής συμφωνίας Bosch-Frossard. Το αποτέλεσμα ήταν μια συμφωνία, η οποία υπεγράφη το 1927, που προέβλεπε τον καθορισμό των τιμών, κοινές υπηρεσίες πώλησης, ανταλλαγής τεχνικών πληροφοριών και  κατανομή των αγορών. Η IG συμφώνησε να μείνει εκτός από τη γαλλική αγορά και οι Γάλλοι συμφώνησαν να μείνουν έξω από την υπόλοιπη ευρωπαϊκή αγορά.

Normal
0false
false
falseEL
X-NONE
X-NONEMicrosoftInternetExplorer4

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ BOSCH


Μέχρι στιγμής το πιο φιλόδοξο εγχείρημα της νέας IG ήταν ένα έργο που είχε γίνει κυρίαρχο ενδιαφέρον του Bosch και, στην πραγματικότητα, ήταν η πραγματική ώθηση για την επιμονή του, σχετικά με τη συγχώνευση των IG εταιρειών, σε ένα ενιαίο οικονομικά ισχυρό γίγαντα. Το όνειρο του Bosch ήταν να απελευθερώσει τη Γερμανία από την εξάρτηση από ξένες πετρελαιοπηγές. Χωρίς δική της πετρελαιοβιομηχανία, η Γερμανία, είχε στραγγαλιστεί από το βρετανικό στόλο στη διάρκεια του πολέμου.

Ο Bosch θα κάνει για το πετρέλαιο ό, τι είχε κάνει για τα νιτρικά άλατα. Μέσα από τη μαγεία της χημείας υψηλής πιέσεως, και το δικό του δαιμόνιο, θα μετατρέψει τον άφθονο λιγνίτη της Γερμανίας σε ένα χείμαρρο βενζίνης.

Ήδη είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στη Γερμανία μια πιεστική ζήτηση για πετρέλαιο. Παράνομος επανεξοπλισμός, με συστηματικές παραβιάσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών, ήταν σε εξέλιξη. Το 1924 τα σχέδια επιστρατεὐεσεως προέβλεπαν την διαίρεση του στρατού σε 63 μέρη. Η Black Reichswehr απαιτoύσε μια «ασφαλή» πηγή βενζίνης. Στον μηχανοποιημένο πόλεμο του μέλλοντος η ανάγκη για υγρά καύσιμα θα ήταν αστρονομική.


Το δέλεαρ των μεγάλων κερδών σε καιρό ειρήνης, επίσης, τέθηκε στους υπολογισμούς του Bosch. Η έκρηξη του αυτοκινήτου ήταν στο δρόμο του, καταναλώντας μεγάλες μερίδες των διαθέσιμων αποθεμάτων βενζίνης, και υποσχόταν να καταναλώνουν όλο και μεγαλύτερες ποσότητες. Το άμεσο ενεργειακό ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι βιομηχανικές χώρες του κόσμου ήταν αν οι ανακαλύψεις πετρελαίου που θα μπορούσαν να συμβαδίσουν με την επιτάχυνση της ζήτησης.

Η απάντηση των εταιρειών πετρελαίου ήταν σε γενικές γραμμές αρνητική, ορισμένοι προέβλεπαν ακόμη και την επικείμενη εξάντληση των αποθεμάτων πετρελαίου στον κόσμο. 
Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Πρόεδρος Calvin Coolidge έδωσε την επίσημη αναγνώριση, αυτής της θλιβερής προφητείας με τη δημιουργία της Federal Oil Conservation Board, η οποία απαρτίζονταν από τους γενικούς γραμματείς των Υπουργείωn πολέμου, ναυτικού, εσωτερικών και εμπορίου. Η αποστολή του συμβουλίου ήταν να διερευνήσει και να υποβάλει έκθεση σχετικά με την κατάσταση των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου.
Για τον πρόεδρο τα σημάδια ήταν ήδη εμφανή ότι το πετρέλαιο θα είναι η δίνη της διεθνούς διπλωματίας και της πολιτικής εξουσίας. Οι εξελίξεις αυτές προανήγγειλαν τη στιγμή που ο πλούτος των εθνών θα έπρέπε να μετρηθεί με τα βαρέλια του πετρελαίου.

Τέλος, υπήρχε και κάτι άλλο που ανησυχούσε τον Bosch. Η κυριαρχία της εταιρείας του στη βιομηχανία συνθετικών νιτρικών πλησίαζε στο τέλος της. Είχε δώσει στη Γαλλία ένα εργοστάσιο, καθώς και το μυστικό της Haber-Bosch διαδικασίας, και οι άλλες μεγάλες βιομηχανικές χώρες ανέπτυσσαν ήδη  δικές τους δυνατότητες παραγωγής νιτρικών. Ο χρόνος πλησίαζε όπου αυτά τα εργοστάσια θα πλημμύριζαν τον κόσμο. Σύντομα, ο Bosch κατάλαβε ότι θα πρέπει να κλείσει ένα μεγάλο μέρος των δαπανηρών, εγκαταστάσεων υψηλής πιέσεως στο Leuna και Oppau. Η εύρεση ενός νέου και κερδοφόρου προιόντος για την χρήση του ακριβού  εξοπλισμού τους έγινε επείγουσα.


Για να προωθήσει την υλοποίησή του, ο Bosch αποφάσισε να αγοράσει τη διεργασία Bergius για τη μετατροπή άνθρακα σε πετρέλαιο κάτω από υψηλή πίεση.

Ο Bosch γνώριζε ότι ο Bergius, όπως ο Haber, μπορούσε να πραγματοποιήσει τη διαδικασία του επιτυχώς μόνο στο εργαστήριο. Όλες οι προσπάθειες κατά τη διάρκεια του πολέμου, για μεγάλης κλίμακας βιομηχανική παραγωγή, είχαν αποτύχει. Ήταν ένα πρόβλημα κατά παραγγελία για τον Bosch. Είχε την υπέρτατη πεποίθηση  ότι αυτό που είχε κάνει για τον Haber θα μπορούσε να το κάνει για τον Bergius.

Μόνον ένα εμπόδιο είχε να αντιμετωπίσει και ήταν μνημειώδες: το κόστος. Η εξαγορά των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας του Bergius θα ήταν ακριβή αλλά οι δαπάνες που απαιτούνταν για την προσαρμογή της διαδικασίας για  μεγάλης κλίμακας βιομηχανική παραγωγή ήταν πέρα ακόμη και από τους πόρους της BASF, που ήδη χώλαινε από τις απώλειες του πολέμου.
 Μόνο οι συνδυασμένοι οικονομικοί πόροι των συγχωνευόμενων εταιρειών IG θα μπορούσεαν να υποστηρίξουν ένα τέτοιο σχέδιο. Ήταν ίσως αυτός ο λόγος που ήταν τόσο επίμονος ότι ο Hermann Schmitz, έπρεπε να αναλάβει τη θέση του επικεφαλής των οικονομικών υπηρεσιών της νέας εταιρείας.
Στην πραγματικότητα, το 1925, όταν ήταν βέβαιο ότι η συγχώνευση θα λάβει χώρα προσεχώς, ο Schmitz, με εντολή του Bosch, είχε αγοράσει τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας του Bergius για λογαριασμό της υπό διαμόρφωσης IG Farbenindustrie. 
Ο Schmitz χρησιμοποίησε όλη του την οικονομική δεξιότητα, χρησιμοποιώντας ελβετικές τράπεζες για να το επιτύχει. Ετσι σε λίγο ήταν σε εξέλιξη η προσπάθεια για την προσαρμογή των εγκαταστάσεων Oppau από τη σύνθεση του νιτρικού στη μετατροπή του άνθρακα σε πετρέλαιο.
Παρά το γεγονός ότι το σχέδιο του Bosch ήταν να χρησιμοποιήσει τους οικονομικούς πόρους της IG για την ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής, είχε προγραμματίσει να φέρει και μια αμερικανική εταιρεία όπως η Standard Oil (New Jersey), ως εταίρο στην παγκόσμια εκμετάλλευση της διαδικασίας. Επιπλέον, η Standard Oil είχε τεράστιους οικονομικούς πόρους και είχε ένα τεράστιο και καλά στελεχωμένο τομέα έρευνας και ανάπτυξης που είχε επιτύχει σημαντικές ανακαλύψεις στην τεχνολογία του πετρελαίου.

Η Standard Oil, ήταν η κυρίαρχη δύναμη στην αμερικανική βιομηχανία πετρελαίου και ένα από τα πιο σπουδαία μέλη της. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν η εξάντληση των φυσικών αποθεμάτων πετρελαίου στον κόσμο έγινε για πρώτη φορά  θέμα ανησυχίας, η Standard είχε ψάξει για εναλλακτικές λύσεις στο αργό πετρέλαιο. Ήταν πρωτοπόρος στις δοκιμές σχιστόλιθου ως εμπορική πηγή, και το 1921 αγόρασε ακόμα 22.000 στρέμματα στο Κολοράντο, με την ελπίδα ότι μια εμπορική προσαρμόσιμη μέθοδος ανάκτησης πετρελαίου από σχιστόλιθο θα μπορούσε να βρεθεί.

Η Standard διερευνούσε επίσης τη δυνατότητα της διεργασίας Bergius στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας όπως και η Γερμανία,τεράστια κοιτάσματα λιθάνθρακα. Το 1922, ο Frank A. Howard, επικεφαλής της εταιρεία Standard Oil Development, είχε στείλει έναν νεαρό βοηθό του στη Γερμανία για να μελετήσει τη διαδικασία Bergius, αλλά ήταν ακόμα μακρυά από εμπορική εκμετάλλευση.

Την άνοιξη του 1925 ο Bosch αποστέλλει αρκετά ανώτερα στελέχη της BASF στις Ηνωμένες Πολιτείες για να διερευνήσει το ενδιαφέρον της εταιρείας Standard Oil. Όταν έφτασαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι  εκπρόσωποι της BASF ξεναγήθηκαν στα διυλιστήρια στη περιοχή της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια,  στο γεύμα με την Standard Oil, o Wilhelm Gaus, εκπρόσωπος του ομίλου της BASF, στην ομιλία του, αφού εξεφρασε τον εντυπωσιασμό του για το μέγεθος και την έρευνα της Στανταρντ Οιλ, αναφέρθηκε στην πρόοδο που ο Bosch και το προσωπικό του είχαν κάνει, για την ανάπτυξη της διεργασίας Bergius (ενημέρωση που ο ίδιος ο Bosch είχε δώσει εντολή στον Gaus να αναφέρει) και ο Gaus προτείνει στον Howard, επίσκεψη στο Ludwigshafen όταν έρθει στην Ευρώπη, την επόμενη άνοιξη, κάτι που έγινε αποδεκτό.

Tον Mάρτιο του 1926 ο Howard έφτασε στο Ludwigshafen, όπως είχε υποσχεθεί, και τού έγινε ξενάγηση στα εργαστήρια της BASF,  επίσημα μέλος της IG Farbenindustrie. Έμεινε έκπληκτος. Αν και ο Howard ήταν ο επικεφαλής της έρευνας και  ανάπτυξης σε μια από τις μεγαλύτερες και πιο εξελιγμένες επιστημονικά εταιρείες στον κόσμο, ανέφερε ότι  «βυθίστηκα σε έναν κόσμο έρευνας και ανάπτυξης γιγαντιαίας κλίμακας, που ποτέ δεν είχα δει».
Ήταν ιδιαίτερα συγκλονισμένος από τα πειράματα της BASF στο συνθετικό πετρέλαιο.
Ο Howard στέλνει αμέσως μήνυμα στον Walter C. Teagle, πρόεδρο της Standard Oil, που ήταν σε επίσκεψη στο Παρίσι, να έρθει στο Ludwigshafen χωρίς καθυστέρηση:
«Με βάση τις παρατηρήσεις και τις συζητήσεις μου σήμερα, πιστεύω ότι το θέμα αυτό είναι το πιο σημαντικό που έχει να αντιμετωπίσει ποτέ η εταιρεία, έπειτα από την διάλυση της με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 1911. 
Η Badische [BASF] μπορεί να παράγει υψηλής ποιότητας καύσιμο κινητήρα από λιγνίτη, και άλλους χαμηλής ποιότητας άνθρακες, σε ποσότητες μέχρι το μισό του βάρους του άνθρακα. Αυτό σημαίνει την απόλυτη ανεξαρτησία της Ευρώπης στο θέμα της παροχής βενζίνης. Μόνο ο ανταγωνισμός των τιμών  απομένει».
Ο επείγον χαρακτήρας του μηνύματος του Howard έφερε τον Teagle στο Ludwigshafen μέσα σε λίγες ημέρες. Η εξέταση της υψηλής πιέσεως εγκαταστάσεως της BASF τον άφησε εξίσου εντυπωσιασμένο, όπως τον Howard:
«Δεν ήξερα τι σημαίνει έρευνα μέχρι που την είδα. Είμαστε μωρά σε σύγκριση με ό,τι κάνουν».
Όταν ο Teagle και ο Χάουαρντ αποσύρθηκαν στους χώρους τους, μίλησαν για «την επίδραση των τρομακτικών επιστημονικών εξελίξεων … που θα έχει για τη βιομηχανία πετρελαίου στον κόσμο». Για την προστασία της Στανταρντ Όϊλ ήταν προφανής η επιτακτική ανάγκη να βρεθεί ένας τρόπος για στενότερη συνεργασία με την IG. Το όραμα των χιλιάδων εγκαταλελειμένων πετρελαιοπηγών ήταν αρκετό σαν κίνητρο.

Οι Howard και Teagle αποφάσισαν να δράσουν προσεκτικά. Κατέληξαν ότι, επί του παρόντος, η πιό σωστή κίνηση θά ήταν μία απλή συνεργασία για την ανάπτυξη και βελτιστοποίηση της μεθόδου, χωρίς μεγάλη οικονομική δέσμευση.

Ο Teagle και ο Χάουαρντ αποφάσισαν να προχωρήσουν με προσοχή. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, τουλάχιστον προς το παρόν, η πιο λογική ρύθμιση ήταν μια απλή εταιρική σχέση για την ανάπτυξη και την τελειοποίηση της διαδικασίας, χωρίς καμμία μεγάλη οικονομική δέσμευση.Ο Bosch συμφώνησε κατ’ αρχήν με την πρόταση. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος θα προτιμούσε μια ευρύτερη συμφωνία, παρ’ όλα αυτά ήταν μια απτή απόδειξη του ενδιαφέροντος της Standard Oil.

Μέχρι αυτή τη συνάντηση ο Bosch είχε περιορίσει τη διεργασία υδρογόνωσης σε μερικούς πειραματικούς κλιβάνους υψηλής πιέσεως. Μετά την αντίδραση της Standard Oil έδωσε εντολή, στις 18 Ιουνίου, για την κατασκευή ενός τεράστιου εργοστάσιου διεργασίας Bergius, να κτιστεί δίπλα στο Haber-Bosch εργοστάσιο της Leuna. Είχε αποφασίσει ότι η διεργασία είχε προχωρήσει αρκετά για την IG, ώστε να ξεκινήσει τη μαζική παραγωγή συνθετικού πετρελαίου – 100.000 τόνους το χρόνο. 

Ήταν ένα βήμα που πολλοί αξιωματούχοι της IG θεώρησαν  οικονομικά απερίσκεπτο, εν όψει του γεγονότος ότι η διεργασία είχε ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσει πριν να τελειοποιηθεί. Αλλά ο Bosch ήταν πολύ ισχυρός για να τον αγνοήσουν.  Την 1η Σεπτεμβρίου του 1926, κατά την πρώτη συνεδρίαση των μετόχων της ανώνυμης IG, τα σχέδια αναγγέλθηκαν για την κατασκευή των μεγάλων νέων συνθετικών εγκαταστάσεων πετρελαίου στη Leuna. Η εξυπνάδα της εφαρμογής του σχεδίου επιβεβαιώνεται μερικές ημέρες αργότερα, όταν το συμβούλιο του Προέδρου Κούλιτζ αποφαίνεται ότι:

«Τα συνολικά αποθέατα στην άντληση πετρελαίου  … έχουν εκτιμηθεί σε περίπου 4 ½ δισεκατομμύρια βαρέλια, τα οποία είναι θεωρητικά, αλλά καλύπτουν ανάγκες έξη ετών … η μελλοντική συντήρηση των τρεχουσών αναγκών, συνεπάγεται τη διαρκή ανακάλυψη νέων πεδίων και της διανοίξεως νέων πετρελαιοπηγών».
Ακόμα και οι περισσότερο απαισιόδοξοι αιφνιδιάστηκαν από την εξαετή εκτίμηση.


Λίγο μετά την ανακοίνωση των νέων συνθετικών εγκαταστάσεων πετρελαίου IG, ο ίδιος ο Bosch φτάνει στις Ηνωμένες Πολιτείες για να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις με την Standard. 

Ενδιαφέρθηκε κυρίως για την οικονομική στήριξη. Ο Teagle και ο Χάουαρντ συνειδητοποίησαν ότι ο ενθουσιασμός τους και η έκπληκτη εκτίμησή τους για την διαδικασία της υδρογόνωσης είχε μειώσει τη διαπραγματευτική τους δύναμη με τον Bosch.
Ο Teagle κάλεσε τον  Bosch  να τον συνοδεύσει στην ετήσια περιοδεία της  τεράστιας ιδιοκτησίας της Standard. Για τρεις εβδομάδες τον οδηγούσε σε όλη την Αμερική, επιθεωρώντας τις εγκαταστάσεις.
Στο ταξίδι αυτό έγινε σαφές στον Bosch ότι η Standard Oil δεν ήταν έτοιμη να πληρώσει την μεγάλη αξία στην IG που αυτός ανέμενε. Στα μέσα Δεκεμβρίου επέστρεψε στη Γερμανία χωρίς οριστική συμφωνία ή οικονομική δέσμευση. Και πάλι γλίστρησε στην κατάθλιψη που τον ταλαιπωρούσε κατά  τακτά χρονικά διαστήματα. Χρειάστηκε χρόνος μέχρι τον Αύγουστο του επόμενου έτους, για τον Teagle και τον Bosch, για να φτάσουν σε μια σχετικά περιορισμένη συμφωνία.

Η Standard συμφώνησε να ξεκινήσει ένα συνεργατικό πρόγραμμα έρευνας και αναπτύξεως της διαδικασίας υδρογονώσεως του αργού πετρελαίου. Συμφώνησε επίσης να κατασκευάσει ένα νέο εργοστάσιο για το σκοπό αυτό, το συντομότερο δυνατό στη Λουιζιάνα. Στη Standard  δόθηκε το δικαίωμα της εκμεταλλεύσεως των δικαιωμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες και το μοίρασμα, κατά το ήμισυ, των δικαιωμάτων με την IG, σχετικά με τις άδειες σε άλλα μέρη.

Ωστόσο, η Standard δεν δικαιούνταν να εκμεταλλεύεται την διεργασία σε οποιαδήποτε από τις απομεμακρυσμένες μονάδες της, εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι εμπειρογνώμονες στους τομείς χημικών παραδέχονται  ότι ο κόσμος βρίσκεται στο κατώφλι μιας νέας εποχής καυσίμων, και ό,τι η συχνά  προβλεπόμενη αποτυχία της παροχής πετρελαίου έχει απωθηθεί πλέον για αιώνες στο μέλλον …. Οι ανακαλύψεις στους τομείς αυτούς είναι πιο θαυμάσιες από τις εφευρέσεις που επιτρέπουν ταχεία πρόοδο, πχ την ανάπτυξη του ραδιοφώνου, άλλες χρήσεις της ηλεκτρικής ενέργειας των αεροπλάνων, γράφει ένας εξέχων αντιπρόσωπος της βιομηχανίας στους New York Times.


Εκτιμήθηκε από «συντηρητικές αρχές» ότι το είκοσι τοις εκατό της βενζίνης που θα χρησιμοποιείται το 1928 θα είναι συνθετικό και ότι μέσα σε πολύ λίγα χρόνια η Γερμανία θα είναι εντελώς αυτάρκης. Τόσο μεγάλη ήταν η εμπιστοσύνη στο συνθετικό πετρέλαιο, κατέληγε το άρθρο των New York Times, ώστε η τιμή του συνθετικού καυσίμου αναμένεται να είναι μικρότερο από εκείνη του φυσικού πετρελαίου που εισάγεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση.


Η πραγματική κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Το εργοστάσιο Bergius στη Leuna, το οποίο είχε αρχίσει την παραγωγή τον Ιούνιο, είχε πληγεί από επιχειρησιακές αποτυχίες και εξαιρετικά σοβαρά τεχνολογικά προβλήματα. Οι δαπάνες είχαν εκτοξευθεί πέρα από τις αρχικές εκτιμήσεις, που αν εξακολουθούσαν, θα απειλούσαν την ίδια την οικονομική δομή της IG Farben.


Κατά τους επόμενους μήνες,  αναπτύσσεται
πίεση από το προεδρείο της IG να καταργηθεί η  συνθετική παραγωγή πετρελαίου εντελώς. Ο Bosch δεν έδωσε καμιά σημασία σε αυτές τις επικρίσεις των συναδέλφων του:
«Για τη παραγωγή αζώτου περάσαν δεκαπέντε χρόνια έως να φθάσει στα σημερινά επίπεδα»,
τους είπε. «Είναι προφανές ότι για τη παραγωγή βενζίνης πρέπει να δοθεί περισσότερος χρόνος, πριν γίνει κερδοφόρα».
Η δύναμη του Bosch στην IG ήταν καθοριστική. Το διοικητικό συμβούλιο συμφώνησε να συνεχίσει το δαπανηρό έργο του συνθετικού πετρελαίου, τουλάχιστον προς το παρόν. Ωστόσο, ήταν προφανές ότι ο Bosch θα έπρέπε να βρεί έναν τρόπο να ανακουφίσει τη σοβαρή οικονομική επιβάρυνση για την IG ή να αντιμετωπίσει περισσότερα προβλήματα από το διοικητικό συμβούλιο.


Εν τω μεταξύ, η Standard Oil αγνοώντας τα προβλήματα της IG, είχε καταστεί ολοένα και πιο αισιόδοξη για τις προοπτικές της διεργασίας Bergius-Bosch. 

Ένα ερευνητικό προσωπικό, υπό την καθοδήγηση του Robert T. Haslam,  καθηγητή της χημικής μηχανικής, με άδεια από το MIT, είχε πάει να εργαστεί στο νέο πειραματικό εργοστάσιο στη Λουιζιάνα, για την υδρογόνωση του αργού πετρελαίου, και η Standard είχε ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία ήταν η πιο σημαντική επιστημονική εξέλιξη που είχε ποτέ συμβεί στη βιομηχανία πετρελαίου.
Η εφαρμογή της διαδικασίας υδρογονώσεως αργού πετρελαίου δεν ήταν τίποτα λιγότερο από εκπληκτική. Στο παρελθόν, δύο βαρέλια αργού πετρελαίου  απαιτούνταν για να παραχθεί ένα βαρέλι βενζίνης. Με την υδρογόνωση, μόνο ένα βαρέλι αργού θα απαιτούνταν. Ωστόσο, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας του 1927 με την IG, οι θυγατρικές της Standard σε όλο τον κόσμο δεν επιτρεπόταν ακόμα να τη χρησιμοποιήσουν παρά μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη συνέχεια μόνο σε συνδυασμό με το αργό πετρέλαιο, όχι τον λιθάνθρακα.
Τον Αύγουστο του 1928, ο Teagle και άλλα κορυφαία στελέχη της Standard, πήγαν στην Γερμανία, με την ελπίδα να πείσουν τον Bosch και την IG για την επέκταση της IG-Standard συνεργασίας,  για να επιτραπεί από κοινού εκμετάλλευση της Bergius-Bosch διεργασίας σε όλο τον κόσμο και να δώσουν στην Standard το δικαίωμα να εφαρμόσει τη διεργασία και για τον λιθάνθρακα, καθώς και για το αργό πετρέλαιο.
Ο Bosch αφήνει το αίτημα στην άκρη. Αν και ο ίδιος δεν το είπε έτσι, είχε κι αυτός αρκετά προβλήματα με τους IG συναδέλφους του για το κόστος του έργου υδρογονώσεως στην Γερμανία. Προφανώς δεν ήταν η ώρα για την IG να ξεκινήσει ένα ακριβό πρόγραμμα εκμεταλλεύσεως παγκοσμίως, ακόμη και σε συνεργασία με την Standard.

Το τι πραγματικά ήθελε o Bosch  ήταν απλά μία εφάπαξ οικονομική ενίσχυση από την Standard για να βγει η IG από τις παρούσες οικονομικές δυσκολίες της και να συνεχίσει το έργο της υδρογονώσεως στη Γερμανία. Με την βοήθεια του Hermann Schmitz ο Bosch επινόησε μια αντιπρόταση που πίστευε ότι η Standard δεν θα την αρνιόταν. Ο ίδιος προσφέρθηκε να πουλήσει τα παγκόσμια δικαιώματα για την διεργασία Bergius-Bosch υδρογονώσεως για την παραγωγή βενζίνης.

Η μόνη εξαίρεση ήταν ότι τα δικαιώματα στη Γερμανία θα τα κατείχε αποκλειστικά η IG. Προφανώς, οι γερμανικές αρχές ποτέ δεν θα επέτρεπαν στην IG να παραδώσει σε ξένη εταιρεία τα γερμανικά δικαιώματα για μια διαδικασία τόσο ζωτικής σημασίας, για την στρατιωτική και οικονομική αυτάρκεια. Ακόμα κι έτσι, η IG δεν θα αποκάλυπτε στην κυβέρνησή ότι πωλούσε τα δικαιώματα υδρογονώσεως στη Standard. Όπως ο Bosch ανέμενε η Standard άρπαξε την προσφορά.

Τα μέρη διαπραγματεύθηκαν τη συμφωνία τους με τον ίδιο τρόπο που δύο μεγάλες δυνάμεις διαμορφώνουν μια συνθήκη για να χωρίσουν τον κόσμο, σε ξεχωριστές σφαίρες επιρροής. Συμφώνησαν να διατηρήσει ο καθένας την κυριαρχία του στους αντίστοιχους τομείς τους. Σύμφωνα με τα λόγια ενός στελέχους της Standard, «Η IG πρόκειται να μείνει έξω από την επιχείρηση πετρελαίου-και εμείς έξω από την επιχείρηση των χημικών»Για να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός για την εκτέλεση των όρων της συμφωνίας, τα μέρη συμφώνησαν να δημιουργήσουν την Standard-IG Company, η οποία θα είχε έδρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, με κατανομή ογδόντα τοις εκατό από τη Standard Oil και είκοσι τοις εκατό από την IG.

Αυτό διατηρούσε για την IG μειοψηφική συμμετοχή σε οποιαδήποτε μελλοντική επιτυχία. Η IG θα μετέφερε στη συνέχεια τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας ανά τον κόσμο (πλην της Γερμανίας) σχετικά με τη διαδικασία της υδρογονώσεως στη νέα επιχείρηση. Σε αντάλλαγμα, ο Bosch εξασφάλισε τελικά αυτό που τόσο απεγνωσμένα ήθελε. Η Standard παρέδωσε στην IG δύο τοις εκατό του συνόλου των κοινών μετοχών: 546.000 μετοχές αξίας στα βιβλία της Standard ίσης με 35 εκατομμύρια δολάρια! Ως ένα μικρό μπόνους για την IG, ο Teagle συμφώνησε να υπηρετήσει στο διοικητικό συμβούλιο της νεοσυσταθείσας εταιρείας συμμετοχών IG στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αμερικανική Εταιρεία Χημικών IG.

Μετά τη σύναψη της συμφωνίας, ο Bosch ανέλαβε να καταδείξει στην Standard το ενδιαφέρον μιας νέας τεχνολογικής ανάπτυξης. Επρόκειτο για την κατασκευή ενός συνθετικού καουτσούκ που ονομάζονταν Buna, το οποίο πιστεύε ο Bosch ότι είχε τη δυνατότητα να συναγωνιστεί ακόμη και να αντικαταστήσει, το φυσικό καουτσούκ ως πρώτη ύλη για τα ελαστικά.

Προς το παρόν, τα IG εργαστήρια παρήγαγαν Μπούνα πειραματικά από τον άνθρακα, αλλά το κόστος ήταν πολύ υψηλό για να ανταγωνιστούν το φυσικό καουτσούκ. Η χρήση του πετρελαίου, αντί του άνθρακα, ωστόσο, υποσχόταν να κάνει το κόστος πιο ανταγωνιστικό. Με αυτό το σκοπό στο μυαλό, ο Bosch αποστέλλει τον Carl Krauch στις Ηνωμένες Πολιτείες στην Standard  για τη σύσταση μιας συνεταιριστικής οργάνωσης που θα αναπτύξει μια σειρά από διαδικασίες που θα χρησιμοποιούν το πετρέλαιο ως πρώτη ύλη, με ιδιαίτερη έμφαση στο νέο ελαστικό Buna.
Η αποστολή του Krauch στέφθηκε με επιτυχία. Το 1930 η κοινή συνεδρίαση Joint American Study Company (γνωστή ως Jasco) ιδρύθηκε, ανήκοντας εξίσου στην IG και στην Standard. O Bosch έτρεφε μεγάλες ελπίδες ότι η επιτυχία της Jasco στην ανάπτυξη ενός ελαστικού Buna, από το πετρέλαιο, που θα οδηγούσε στην προσφορά των πατεντών για την αμερικανική βιομηχανία ελαστικών. Με περισσότερα αυτοκίνητα στις Ηνωμένες Πολιτείες από ό, τι στον υπόλοιπο κόσμο μαζί, το δυναμικό της αγοράς για την κοινή επιχείρηση ήταν γεμάτο υποσχέσεις.

Μόλις είχε ο ολοκληρωθεί ο γάμος της IG-Standard λαμβάνουν χώρα μια σειρά από  συγκλονιστικά γεγονότα. Η Μεγάλη Ύφεση του 29, σε συνδυασμό με την ανακάλυψη τεραστίων αποθεμάτων πετρελαίου στο Τέξας, η τιμή του πετρελαίου έπεσε τόσο δραστικά που η Standard εγκαταλειπει οποιαδήποτε άμεση ελπίδα για την παγκόσμια ανάπτυξη της μετατροπής του άνθρακα σε πετρέλαιο. Η πτώση της τιμής του φυσικού καουτσούκ ήταν ακόμα πιο σημαντική.

Η Buna δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί. To ενδιαφέρον για την Buna παραμένει αδρανές έως  τα σύννεφα να αρχίσουν να πυκνώνουν  για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και ήρθε το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου το 1974, για να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον της Standard oil στην παραγωγή βενζίνης από τον άνθρακα.

Χρ. Μπλάνας
Χημ.Μηχ/κος
ΕΠΙ-ΣΤΗΜΙ

Ἄνοδος-Πτώσις καὶ Ἀνάστασις τῆς I.G. FARBEN (α’)

Ἄνοδος-Πτώσις καὶ Ἀνάστασις τῆς I.G. FARBEN  (γ’)

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply