«Δὲν κοστολογοῦνται τὰ κεφάλια τῶν ἀδελφῶν μου».

Τὸ παρακάτω κείμενον τοῦ Σαράντου Καργάκου τὸ ἔχω πολλὲς ἡμέρες στὰ ἐν «ἀναμονῇ κείμενα».
Ὅταν τὸ πρωτοδιάβασα θυμήθηκα τὶς ἱστορίες  ποὺ μᾶς ἐξιστοροῦσαν οἱ παπποῦδες μου, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας μου. 
Ἀνάλογες ἱστορίες, ὅπως ἡ παρακάτω. 
Ἱστορίες ποὺ ὅταν τὶς σκέπτεσαι θυμᾶσαι, κι ἄς μὴν ἤσουν ἐκεῖ. 
Ζεῖς μαζὺ μὲ τὰ θύματα, κι ἄς μὴν τὰ γνώρισες.
Ἀναπνέεις τὸ αἷμα τους, κι ἄς σὲ χωρίζουν ἀρκετὲς δεκαετίες ἀπὸ τὴν τελευταία τους ἀνάσα. 
Αὐτὸ ὅμως ποὺ μὲ «κρατοῦσε» ἀπὸ τὴν δημοσίευσι δὲν εἶναι ἡ μνῆμες. Εἶναι ἡ μεγαλοσύνη.
Ἀδυνατοῦσα νὰ χωνέψω, ὅπως ὁμολογεῖ καὶ ὁ Καργάκος παρακάτω, στὰ νιάτα του, πὼς μποροῦσε κάποιος ποὺ πόνεσε, ποὺ πληγώθηκε, ποὺ φτώχυνε, ποὺ ὑπέφερε, ποὺ πλήρωσε ἄδικα ἀτιμίες ἄλλων, ποὺ τέλος πάντων δὲν ἐπέλεξε νὰ ἐμπλακῇ, ἀλλὰ τὸν ἐνέπλεξαν, νὰ συγχωρέσῃ. 
Ναί, αὐτὸ μὲ ἔκανε διαρκῶς νὰ ἀναρωτιέμαι.
Πῶς μπόρεσαν τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι πού ἐξεδιώχθησαν νά συγχωρήσουν; Πῶς κατάφεραν νά ἀφήσουν τό μίσος ἔξω ἀπό τήν ζωή τους καί τήν σκέψι τους καί νά ἐξακολουθήσουν νά ζοῦν; Πῶς μπόρεσαν μέσα σέ τόσο λίγο χρονικό διάστημα νά ξαναζήσουν μέ αὐτά τά κτήνη, μαζύ, ἀδελφωμένα, δίχως νά ἐπιτρέπουν σέ κάποιο ἐμπόδιον νά δηλητηριάζῃ τίς σκέψεις καί τίς σχέσεις;

Ἕνα πρᾶγμα ἔχω καταλάβῃ ἀπὸ αὐτὸν τὸν μεγάλο Ἄνθρωπο ποὺ δομεῖ τὴν ἀντίληψιν στὸν πλανήτη!
Ἡ μεγαλοσύνη εἶναι τὸ κύριον χαρακτηριστικόν του. 
Δίχως της δὲν θὰ μποροῦσε οὔτε νὰ προοδεύσῃ οὔτε νὰ ἀφήσῃ πίσω του ὅλο τὸ αἷμα ποὺ σημαδεύει τὴν πορεία του. 
Σὲ αὐτὴν τὴν μεγαλοσύνη βρῆκαν καὶ πάτησαν κάποιοι, πιστεύονται πὼς πρόκειται γιὰ ἀμνημοσύνη. 
Τελικῶς δὲν εἴμσατε ἀμνήμονες… Κι ἄς φαίνεται τὸ ἀντίθετον. Τελικῶς εἴμαστε Ἄνθρωποι!
Κι αὐτὸ πληρώνουμε.

Φιλονόη.

Υ.Γ. Τὸ αἷμα μιλάει μέσα μας. Ἴσως ἀκόμη σιωπηλά, ψιθυριστά, ἀλλὰ μιλᾶ… Κάποιοι ἄρχισαν ἤδη νά τό ἀκοῦν. Κάποιοι ἄλλοι θὰ τὸ ἀκούσουν συντόμως. Πάντως μιλᾷ… Αὐτὸ ἔχει σημασία. Ὄχι γιὰ νὰ τὸ ἐξαργυρώσουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰς μᾶς διδάξῃ τὸ ποῦ πρέπει πράγματι νὰ στεκόμαστε. 

Οἱ Γερμανικὲς Ἐκτελέσεις

Ἀπέφευγα, γιὰ λόγους εὐαισθησίας (ἔχουμε κι ἐμεῖς βέβαια τὰ εὐαίσθητα προσωπικὰ δεδομένα μας!) ν’ ἀναφερθῶ στὸ περιβόητο θέμα τῶν γερμανικῶν ἀποζημιώσεων. Ἤμουν ἑξήμισυ ἐτῶν ὅταν ἀνήμερα σχεδὸν τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ 1943 οἱ Γερμανοὶ πήγαιναν γιὰ σκοτωμὸ τὰ ἀδέλφια τοῦ πατέρα μου. Ἡ μάννα μου λέει πὼς μὲ κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι. Πέρασε τὸ αὐτοκίνητο μὲ τοὺς μελλοθανάτους ἀπὸ μπροστά μας, ὁ μικρὸς θεῖος μοὺ ἦταν δὲν ἦταν 30 ἐτῶν, σήκωσε τὸ χέρι καὶ μᾶς χαιρέτισε μὲ ἕνα πικρὸ χαμόγελο.

Καὶ μετὰ τὸ αὐτοκίνητο χάθηκε σὲ κάποιαν στροφή. Τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἄκουσα κι ἔμαθα τὴν λέξη ἐκτέλεση. Καὶ ἡ λέξη ἔμεινε ἄσβηστη στὴν συνείδησή μου, γιατί ἔκτοτε εἴχαμε κι ἄλλες, κι ἄλλες πολλὲς ἀκόμη ἐκτελέσεις. Ἔφευγαν ἀπὸ κοντά μας ἀγαπημένα πρόσωπα κι ὁ κόσμος ἔλεγε: «Τὰ πῆγαν γιὰ ἐκτέλεση»!

Κάποτε τὰ δεινὰ ἔληξαν καὶ στὸν τόπο ἐγκαθιδρύθηκα μία κουτσὴ καὶ στραβὴ τάξη. Ἡ οἰκογένειά μου περνοῦσε δύσκολες ὧρες ἀφόρητης φτώχειας. Ἡ Κατοχὴ μᾶς εἶχε ἐξουθενώσει. Κάποιοι δικηγόροι ξεκίνησαν ἕναν ἀγῶνα γιὰ ἀποζημιώσεις. Μάζευαν ὑπογραφὲς ἀπὸ συγγενεῖς θυμάτων. Ὑπόσχονταν -ἐὰν θυμᾶμαι καλὰ – δύο χιλιάδες τὸ «κεφάλι». Πῆγαν καὶ στὸν πατέρα μου νὰ ὑπογράψῃ, μὰ ὁ φτωχούλης ἀρνήθηκε μὲ βδελυγμία. «Δὲν κοστολογοῦνται τὰ κεφάλια τῶν ἀδελφῶν μου», εἶπε. Κι ἔνοιωσε πὼς ἀνταπέδιδε μὲ τὴν φράση αὐτὴν τὴν καλλίτερη τιμωρία στὴν ἐπηρμένη μεταπολεμικὴ Γερμανία, τὴν Γερμανία τοῦ οἰκονομικοῦ θαύματος, ποὺ στηρίχθηκε στὴν ξένη ἐργασία καὶ στὴν ἀφειδῶς παρεχομένη ἀμερικανικὴ βοήθεια.

Ἐὰν σὲ ὅλην αὐτὴν τὴν μακρὰ διαδικασία μὲ πληγώνῃ κάτι, εἶναι ὄχι αὐτή, καθ΄ αὐτή, ἡ ἐκτέλεση, ἀλλὰ ἡ νομιμότητα αὐτῆς τῆς ἐκτελέσεως. Οἱγερμανικὲς ἀρχὲς εἶχαν διακηρύξη πὼς γιὰ κάθε σκοτωμένο Γερμανὸ  θὰ ἐκτελοῦντο 40 ἄμαχοι Ἕλληνες. Ἂς τὸ σκεφθοῦμε αὐτό: 40 Ἕλληνες ἔναντι ἑνὸς Γερμανοῦ! Ἔτσι μᾶς ἐκοστολόγισαν κι ἔτσι μᾶς κοστολογοῦν. Ἕνας Ἕλληνας εἶναι ὑποπολλαπλάσιον τοῦ Γερμανοῦ. Αὐτὸ ἐκφράζει ὄχι ἁπλῶς τὴ ναζιστικὴ θηριωδία, ἀλλὰ τὴν γενικωτέρα εὐρωπαϊκὴ νοοτροπία. Γιατί, ὅπως πολὺ σοφὰ ἔλεγε ὁ Ντισραέλι, «μπορεῖ μία ἀποικία νὰ ἀπέκτησε ἀνεξαρτησία, ἀλλὰ δὲν παύει γι’ αὐτὸ τὸν λόγο νὰ εἶναι ἀποικία».

Ἐὰν σήμερα οἱ Γερμανοὶ δυστροποῦν νὰ πληρώσουν τὴν ἐπιδικασθείσα ἀπὸ τὰ Δικαστήρι ἀποζημίωση στοὺς μαρτυρικοὺς κατοίκους τοῦ Διστόμου (καὶ ὄχι μόνον τοῦ Διστόμου), δὲν τὸ κάνουν μόνον ἀπὸ τσιγκουνιά, τὸ κάνουν γιὰ νὰ μᾶς ταπεινώσουν ἀκόμη μίαν φορά, μὲ τὸ νὰ ἀρντοῦνται ὑπόσταση στὰ δικαστήριά μας. Οὐσιαστικὰ δὲν ἀναγνωρίζουν σὲ ἐμᾶς ὑπόσταση κράτους. Παραπέμπουν τὸ ζήτημα στὸν Ὑπουργό. Αὐτὸς εἶναι ἕνας περιδεὴς ἐκπρόσωπος τῆς Νέας Τάξεως, ποὺ δὲν λογοδοτεῖ στὸν ἑλληνικὸ λαό, ἀλλὰ στὰ Διευθυντήρια τῶν Νέων Καιρῶν.

Αὐτὸ ποὺ ὅμως μὲ θλίβει δὲν εἶναι ἡ ψυχικὴ κακομοιριὰ τῶν κυβερνώντων, εἶναι τὸ ἠθικὸ κατάντημα κάποιων δημοσιογράφων. Ἄκουγα ἕνα μεσημέρι κάποιον ῥαδιοσχολιαστὴ πού, μὲ ἄκρως περιφρονητικὴ φωνή, ἐστιγμάτιζε τὴν συμπεριφορὰ τῶν Διστομιτῶν, ἐπειδὴ κατέφυγαν στὰ ἀσφαλιστικὰ μέτρα κατὰ τῶν Γερμανῶν. Κι ἔλεγε: «Ποῦ φθάσαμε…»! Ἔπρεπε νὰ εἶχε ζήσει τὴν γερμανικὴ φρίκη τῆς Κατοχῆς, γιὰ νὰ εἶχε δῇ τὸ ποῦ φθάνει τὸ κτῆνος, ὅταν κυριεύῃ τὴν ἀνθρώπινο ψυχή. Τί ἔκαναν οἱ κάτοικοι τοῦ Διστόμου, ἀπό τό νά προσφύγουν στήν Δικαιοσύνη; Μήπως ἔπρεπε κι αὐτοί – κι ὄχι μόνον αὐτοὶ – νά συμπεριφερθοῦν γερμανικά, δηλαδὴ νὰ πιάσουν καμμιὰ πεντακοσαριὰ Γερμανοὺς τουρίστες καὶ νὰ τοὺς κρατήσουν ὁμήρους ἢ νὰ τοὺς ἐκτελέσουν; Στὰ ἀντίποινα τῶν Γερμανῶν ἐμεῖς δὲν ἀπαντήσαμε μὲ ἀντίποινα. Οἱ Γερμανοὶ ἐτιμωρήθηνσαν ἐλάχιστα γιὰ αὐτὰ ποὺ διέπραξαν στὸν τόπο μας. Ἐκάλυψαν ἕνα ἐλάχιστον μέρος τῶν ἀποζημιώσεων ποὺ ὄφειλαν.  Ἐσυνέχισαν τὴν ναζιστικὴ πολιτική, ὄχι βέβαια στὴν γραμμὴ τοῦ Χίτλερ (δὲν εἶναι ἀκόμη καιρός), ἀλλὰ στὴν γραμμὴ τοῦ Γκαῖμπελς. Παραπλάνηση καὶ ἐξαπάτηση. Καὶ μετὰ ἀποθράσυνση. Θὰ ἔλθῃ στιγμὴ ποὺ θὰ μᾶς ζητήσουν ἀποζημίωση γιὰ τὶς σφαῖρες ποὺ ἐξόδευαν γιὰ νὰ μᾶς …σκοτώνουν.

Μέρος Δεύτερο

Τὸ κείμενο ποὺ προηγήθηκε εἶχε γραφτεῖ πρὸ  πολλῶν ἐτῶν γιὰ νὰ δημοσιευθῇ στὴν ἐφημερίδα ὅπου ἀρθρογραφούσα ἐπαγγελματικῶς. Δὲν δημοσιεύθηκε· καὶ σὲ λίγες ἡμέρες «ἐκτελέσθηκα» καὶ δημοσιογραφικῶς. Μοῦ τράβηξαν τὸ χαλὶ ἐπιτηδείως κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Τώρα ποὺ ἦλθαν οἱ δύσκολοι καιροὶ καὶ ἡ Γερμανία μᾶς φόρεσε καπίστρι, πολλοὶ σταθμοὶ καὶ πάμπολλα ἔντυπα μοῦ ζητοῦν νὰ μιλήσω καὶ νὰ γράψω γιὰ τὶς περιβόητες ἀποζημιώσεις. Μοῦ ζητήθηκε νὰ μιλήσω καὶ γιὰ τὶς ἐκτελέσεις. Κι ἀντιμετώπισα τὶς λοιδορίες δύο «καναλοκύνων». Ἀναφερόμουν στὴν ἐκτέλεση τῶν συγγενῶν μου καὶ στὴν ὑπέροχη στάση τῆς γιαγιᾶς μου. Ἤμουν μπροστά, ὅταν ὁ πατέρας τῆς ἀνακοίνωσε τὴν ἐκτέλεση τῶν δύο παιδιῶν της, τῶν δύο ἀδελφῶν του. Ἡ γιαγιὰ – βαθειὰ χριστιανικὴ ψυχὴ-  κατέβασε τὸ μαῦρο τσεμπέρι ὡς τὰ μάτια καὶ πρὶν τυλίξῃ μὲ αὐτὸ τὸ στόμα γιὰ νὰ μὴ βγῇ κραυγὴ ὁδύνης, κατόρθωσε νὰ μουρμουρίσῃ:

– Ὁ θεὸς νὰ τοὺς συγχωρέσῃ γιὰ τὸ κακὸ ποὺ μοῦ ἔκαναν!…

Κι ἔπειτα κλείστηκε στὴν βαθειὰ σιωπή της. Ποῦ καὶ ποὺ ἕνα σιγαλὸ – σὰν  ἀγεράκι Ἁπαλὸ-  μοιρολόι.

Πέρασαν κάποια χρόνια.  Ἤμουν στὴν τελευταία τάξη τοῦ Γυμνασίου, τὴν λεγόμενη τότε «Ὀγδόη». Ὁ πατέρας ἔφθασε ἕνα μεσημέρι ῥάκος στὸ σπίτι. Τὸν εἶχε ἐπισκεφθεῖ στὸ κατάστημα τοῦ «Δραγώνα» (Αἰόλου 89) ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε βάλει στὴ λίστα τῶν μελλοθανάτων τὰ ἀδέρφια του. Ἦταν Ἑτοιμοθάνατος· τὸν «κουράριζε» στὸν Ἅγιο Σάββα, ἐξάδελφός μου ὀγκολόγος. Τοῦ ἔμεναν λίγες ἡμέρες ζωῆς. Ζήτησε ἀπὸ τὸν ἐξάδελφό μου τὴν ἄδεια νὰ βγῇ γιὰ λίγες ὧρες· ἔπρεπε κάποιον νὰ δῇ. Καὶ πῆγε νὰ εὕρῃ τὸν πατέρα μου. Δὲν μποροῦσε νὰ ἀνεβῇ στὸν ἡμιώροφο. Τὸν ζήτησε καὶ κατέβηκε ὁ πατέρας. Σὰν τὸν εἶδε πάνιασε.

– Ἦλθα νὰ πάρω τὴν  συγγνώμη σου, τοῦ εἶπε ὁ ἄλλος. Σὲ λίγες ἡμέρες πεθαίνω…

Ὁ πατέρας, βαθειὰ συγκλονισμένος, μόλις κατόρθωσε νὰ ψελλίσῃ μία φράση:

– Νὰ ’σαι συγχωρεμένος…

Ἀνέβηκε γρήγορα τὶς σκάλες καὶ κλείστηκε στὸ γραφειάκι ποὺ ἦταν τὸ λογιστήριο. Δὲν ἤθελε νὰ τὸν δῇ κανεὶς μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἦταν ἕνας μικρόσωμος ἄνθρωπος μὲ ὑψηλὴ ὑπερηφάνεια. Μᾶς τὰ εἶπε στὸ σπίτι μὲ ἀναφιλητὰ. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ μάλωσα μὲ τὸν πατέρα μου. Μὲ τη σκληρότητα τῆς νεανικῆς ἡλικίας πίστευα πὼς ἡ συγγνώμη σ’  ἕναν ἐγκληματία συνιστᾶ αδικία. Σήμερα τὸ ἴδιο θὰ ἔπραττα κι ἐγώ, Αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς ἔκοψα νὰ εἶμαι Μανιάτης. Ἀλλὰ ἡ πείρα μίας μακρᾶς ζωῆς μὲ ἐδίδαξε ὅτι ἡ καλλίτερη ἐκδίσηση εἶναι ἡ συγγνώμη.  Γι’  αὐτὸ συγχωρῶ καὶ τὸν δημοσιογράφο – κάποτε φίλο-  καὶ τὰ παρασαρκώματα ποὺ τὸν περιστοιχίζουν, πού, χωρὶς νὰ φοροῦν τὴν στολὴ τῆς «Βέρμαχτ», συνεχίζουν μὲ ἄλλα μέσα τὸ ἔργο τους.

Συγχωρῶ ἀκόμη καὶ τοὺς Γερμανούς δημοσιογράφους, τραπεζῖτες καὶ πολιτικούς γιὰ ὅσα μᾶς κάνουν. Κι ὄχι ἁπλῶς τοὺς συγχωρῶ, ἀλλὰ τοὺς εὐγνωμονῶ. Ἀπὸ τὴ δική τους ἀγνώμονα στάση, θὰ ξεπηδήσῃ ἡ δική μας ἀνάτασι, ἡ νέα ἐθνικὴ μας ἐπανάστασις. Ὄχι κατὰ τῶν Γερμανῶν ἀλλὰ κατὰ τῶν ὑπολειμμάτων τοῦ δοσιλογισμοῦ τοῦ «κοπροκρατοῦν» (τὸ ῥῆμα τοῦ Ἐλύτου) πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ τὴν δόλια πατρίδα μας.

Σαράντος Καργάκος

φωτογραφία

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply