Καμμιὰ πατρίδα γιὰ τοὺς μελλοθάνατους (μιὰ παραβολή)

«Ξέρεις πῶς γίνονται μυρμηγκομαχίες;»
Ἦταν ὁ Τηλέμαχός ποὺ μὲ ῥωτοῦσε.
Σήκωσα τὰ μάτια ἀπὸ τὸ βιβλίο. Ζεστὸς ἥλιος, ἀνοιξιάτικος, κι ἀπέναντι ἡ θάλασσα. Ἤταν πολὺ πιὸ λαμπερὰ ἐκεῖ ἔξω.
«Ξέρεις;» μὲ ῥώτησε ξανά.
Ἔκλεισα τὸ βιβλίο καὶ τὸ ἄφησα στὸ παγκάκι… Τοῦ ζήτησα νὰ μοῦ πεῖ.
Ὁ Τηλέμαχος ἔτρεξε στὸ πάρκο καὶ γύρισε κρατώντας κάτι ἀνάμεσα στὸν ἀντίχειρα καὶ τὸν δείχτη.
«Παίρνεις δύο μυρμήγκια ἀπὸ διαφορετικὲς φωλιές… Καὶ τὰ πιέζεις τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο», εἶπε δείχνοντάς μου αὐτό που κρατοῦσε. «Ὕστερα τὰ ἀφήνεις».
Ἔσκυψε καὶ ἀκούμπησε στὸ βιβλίο μου μιὰ μικρὴ μαύρη μπάλα.
Ἀνάμεσα στὴ δεύτερη καὶ τὴν τρίτη λέξη τοῦ τίτλου «Μουσικὴ – Κοινωνία – Ἐκπαίδευση», ἡ μπάλα ἄνοιξε.
Ἤταν δύο μαῦρα μυρμήγκια. Εἴχαν πιαστεῖ δαγκάνα μὲ δαγκάνα.
«Βλέπεις;» εἶπε ὁ μικρός. «Παλεύουν.»
«Βλέπω», ἀπάντησα.

Τὰ μυρμήγκια ἤταν ἀκριβῶς ἴδια, ἂν καὶ αὐτὰ μπορεῖ νὰ ἐντόπιζαν τεράστιες διαφορὲς ἀπὸ τὴν μιὰ φωλιὰ στὴν ἄλλην. Εἴχαν «δαγκωθεῖ» καὶ τραβοῦσαν μία ἀπὸ ΄δῶ καὶ μία ἀπὸ ΄κει.
«Δὲν μπορεῖς νὰ τὰ χωρίσεις», εἶπε ὁ Τηλέμαχος καὶ τὰ ζούληξε. Αὐτὰ συνέχισαν νὰ παλεύουν. «Ἄκομα κι ἂν τοὺς κόψεις τὰ κεφάλια θὰ συνεχίσουν».
«Μὴν τὸ κάνεις!» τοῦ εἶπα.
«Δεν τὸ κάνω», ἀπάντησε αὐτὸς γελῶντας.
Τὰ κοιτάξαμε γιὰ λίγη ὥρα, νὰ ἐπιδίδονται σὲ ἐκείνη τὴν μάταιη πάλη, ἀνάμεσα στὴνν Κοινωνία καὶ τὴν Ἐκπαίδευση. Ἂν πήγαιναν λίγο πιὸ ἀριστερά, πάνω ἀπὸ τὴν πρώτη λέξη τοῦ τίτλου «Μουσική», θὰ ἐμοιαζαν σὰν νὰ χορεύουν.
«Γιατί τό κάνουν;» ἀναρωτήθηκα φωναχτά.
«Γιατὶ εἶναι μυρμήγκια», ἀπάντησε ὁ Τηλέμαχος, ἀπορῶντας ποὺ δὲν καταλάβαινα.
Συνεχίσαμε νὰ τὰ κοιτάμε.
~~{}~~
Ὁ Τηλέμαχος γρήγορα βαρέθηκε καὶ συνέχισε τὶς ἐξερευνήσεις του, ἀφήνοντας ΄μὲ μόνο μὲ τὰ μυρμήγκια.
Κι ἐγὼ σκεφτόμουν.
«Ἔρχεται ἔνας ἄνθρωπος, παίρνει δύο μυρμήγκια καὶ τὰ πιέζει τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο. Ἐκεῖνα δὲν ἀναρωτιούνται πῶς βρέθηκαν σὲ αὐτὴ τὴν καταστάση. Κάνουν ὅ,τι εἶναι γραμμένο στὸ  DNA τους: Παλεύουν.
Γιατί; Γιατὶ εἶναι μυρμήγκια. Κατώτερο εἶδος. Ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι…
Οἱ Δαναοὶ ἐνάντια στοὺς Τρῶες, οἱ Μήδοι ἐνάντια στοὺς Ἕλληνες, οἱ Σπαρτιάτες ἐνάντια στοὺς Ἀθηναίους, οἱ Μακεδόνες ἐνάντια σὲ ὅλους, οἱ Ῥωμαῖοι, οἱ Οὗννοι, οἱ Ἄραβες, οἱ Σταυροφόροι, οἱ Τοῦρκοι, οἱ Κονκισταδόρες, οἱ Γάλλοι, οἱ Βρετανοί, οἱ Γερμανοί, οἱ Σοβιετικοί, οἱ Ἀμερικάνοι, οἱ Κινέζοι… Οἱ ἄνθρωποι… Omnes contra omnium…
Νὰ παλεύουν κι αὐτοί, ἀνάμεσα στὴν Κοινωνία καὶ στὴν Ἐκπαίδευση. Χωρὶς να ἀναρωτιούνται γιατὶ παλεύουν καὶ ποιὸς τοὺς πίεσε νὰ τὸ κάνουν.
Γιατί;
Γιατὶ εἶναι ἄνθρωποι.
~~{}~~
Σήκωσα τὸ βιβλίο καὶ ἔριξα τοὺς μαχητὲς στο χῶμα. Ἐκεῖνοι συνέχισαν να παλεύουν.
Συγκρατήθηκα νὰ μὴν τὰ πατήσω. Δὲν ξέρω ἂν ἤταν οἶκτος ἢ περιφρόνηση ἢ αἰσθήση τῆς ματαιότητας. Μᾶλλον κάπως ἔτσι θὰ αἰσθάνεται καὶ ὁ θεὸς ὅταν μᾶς βλέπει νὰ παλεύουμε.
«Τηλέμαχε, πάμε σπίτι», φώναξα. «Ἡ μάνα σου μᾶς περιμένει.»
Καὶ εἶναι μακρὺς ὁ δρόμος γιὰ τὸ σπίτι.
~~{}~~
Φύγαμε καὶ ἀφήσαμε τὰ μυρμήγκια νὰ παλεύουν. Χωρὶς ποτὲ νὰ ἀναρωτιοῦνται γιατὶ πολεμοῦν.
~~{}~~

~~{}~~
Αὐτὴ ἡ παραβολὴ διάγει παράλληλο βίο μὲ τὸ «μνημειῶδες» κείμενο τοῦ Διογένη τοῦ Σκύλου: «Οἱ χρυσοῖ ὄρχεις τοῦ Περικλῆ». Καὶ στὰ δύο ὑπάρχει χρονικὴ διαστρέβλωση -πιὸ ἐμφανὴς στὸ κείμενο τοῦ Σκύλου, καὶ τὰ δύο ἔχουν ὡς θέμα τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου.
Συμπτωματικὰ ἀναρτήθηκαν τὴν ἴδια ημέρα.
Ἄλλωστε καὶ οἱ Κυνικοὶ ἤταν γελωτοποιοί.

Γελωτοποιός

Ἀποποίηση εὐθύνης

Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.

Leave a Reply