«Διὰ μίαν ἀκόμη φορὰ διέλαμψε ἡ Ἑλληνικὴ κουτοπονηριά, τὴν ὁποία λογιοτίζοντες καὶ μή, ὀνομάζομεν ἀθάνατον δαιμόνιον τῆς φυλῆς. Ἰδοὺ λ.χ. ὄκνον τῆς μαστιζούσης τὸν τόπον ἀπὸ μιᾶς εἰκοσαετίας ἐπιτηδιοκρατίας, ἐπεζήτησε καὶ ἐπέτυχε νὰ σφηνωθῇὶ σωρηδὸν καὶ ἀδιακρίτως, εἰς ὅλας σχεδὸν τάς ἀνωνύμους ἐταιρείας καὶ ἰδιαιτέρως τάς τραπεζικάς, ὑπὸ τὸν εὔηχον τίτλον τοῦ νομικοῦ συμβούλου, μὲ ἀποτέλεσμα να εἰσπράττῃ καθόλον τὸ διαρεύσαν μέχρι τῆς Κατοχῆς, ἀλλὰ καὶ μετ΄ αὐτήν, καὶ ἡμεῖς δεν ἠξεύρωμεν πόσα κατὰ μῆνα, πάντως ὅμως πολὺ περισσότερα τῶν ὅσων, κατὰ τὸ ἰσόχρονον διάστημα, εἰσέπραξε λόγω μισθοῦ, τὸ σύνολον τῶν ἀπαρτιζόντων τὸ ἀνώτατον ἡμῶν δικαστήριον, τὸν Ἄρειον Πάγον, δικαστῶν συνυπολογιζομένων καὶ τῶν ὑπαλλήλων των. Συνέχεια →