Ὅρκος.

Κατὰ τὸν Δημητράκο ὅρκος σημαίνει βεβαίωσις, ὑπόσχεσις γινομένη δι’ ἐπικλήσεως θεοῦ, θείας δυνάμεως ἤ ἱεροῦ προσώπου.

Τὴν σήμερον ἡμέρα μᾶς ἀπασχολεῖ τὸ ΠΟΥ ὁρκίζονται κάποιοι κι ὄχι τὸ ἐὰν ΤΙΜΟΥΝ τὸν ὅρκον καὶ τὴν δέσμευσίν τους.
Βλέπουμε λοιπὸν κατὰ ὀρδές, κυριολεκτικῶς, κουδουνισμένους πολιτικοὺς νὰ σπεύδουν νὰ ὁρκιστοῦν σὲ Εὐαγγέλια πρὸ κειμένου νὰ μᾶς …καθησυχάσουν. Βλέπουμε ἄλλους ποὺ δὲν ὁρκίζονται γενικῶς… Συνέχεια

Ἡ Εὐτυχία.

Ἡ λέξις «εὐτυχία», κατὰ τὸν Δημητράκο, σημαίνει καλὴ τύχη, εὐδαιμονία, εὐημερία, ἐπιτυχία…
Δῆλα δὴ στὴν οὐσία ἡ εὐτυχία εἶναι κάτι ποὺ θὰ μᾶς συμβῆ ΕΑΝ κι ἐφ΄ ὅσον συλλειτουργήσουν οἱ παράγοντες Τύχη, Δαίμων καὶ ΚΥΡΙΩΣ ἱκανότης τοῦ ἀτόμου νὰ …ἀναγνωρίσῃ πὼς ἐκείνην τὴν στιγμὴ ἡ …τύχη κι ὁ Δαίμων τοῦ …χαμογελοῦν. Συνέχεια

Ἐλευθερία;

Τί σημαίνει ἐλευθερία γιά τόν κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς;
Τί σημαίνει σάν ἔννοια; Μᾶς ἀπασχολεῖ;
Διότι ξεκινῶντας ἀπὸ αὐτὸ μποροῦμε νὰ μάθουμε καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας πολλά, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὸ πῶς ὀνειρευόμαστε, ἐὰν ὀνειρευόμαστε, τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία…
Ἄλλως τέ… Αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ὄχι μόνον δὲν εἶναι ἐλευθερία ἀλλὰ μία σκλαβιὰ ποὺ διαρκῶς μεγαλώνει…
Συνέχεια

Εὐθύνη.

Στὸ λεξικὸ Δημητράκου διαβάζουμε πὼς εὐθύνη σημαίνει ὑποχρέωσις λογοδοσίας. Ἀρχικῶς ἐλέγετο εὔθυνα καὶ ἐσήμαινε τιμωρία ἀλλὰ καὶ λογοδοσία τῶν αρχόντων μετὰ τὸ πέρας τῆς θητείας τους.

Λίγο πιὸ κάτω ὅμως βλέπουμε τὸν εὐθὺν καὶ τὴν εὐθύτητα.
Εὐθὺς εἶναι ὁ ἴσος, ὁ βαίνων χωρὶς νὰ κάμπτεται ἤ νὰ ἀλλάσσῃ κατεύθυνσιν. Ἐξ οὔ καὶ ἡ εὐθεία. 
Ἐπίσης σημαίνει εἰλικρινής, δίκαιος, ἔντιμος,
Τὸ ἐπίῤῥημα εὐθὺς σημαίνει ἀμέσως, παραχρῆμα Συνέχεια

Συγχωρῶ.

Σὺν καὶ χωρῶ.
Δῆλα δὴ ἐγὼ κι ἐσὺ μποροῦμε νὰ ΧΩΡΕΣΟΥΜΕ στὸν αὐτὸν χῶρο.
Δῆλα δή… Ἐγὼ κι ἐσὺ δὲν ἔχουμε λόγους συγκρούσεων, διότι ἔχουμε ΑΠΟΦΑΣΙΣΗ, ἀπὸ κοινοῦ, νὰ ἐπιλύουμε τὶς διαφορές μας καὶ νὰ κάνουμε πιὸ ἐλαστικὰ τὰ ὅριά μας…

Ἡ λέξις συγχωρῶ δὲν σημαίνει αὐτὸ ποὺ ἀντιλαμβανόμεθα σήμερα ὡς κοινωνίες.
Συγχωρῶ σημαίνει κατανοῶ, συζητῶ, ἐπικοινωνῶ, ἀποφασίζω, συμμετέχω. Δῆλα δὴ δρῶ. Δὲν κόβω, ῥάβω, ξηλώνω ἀναλόγως τῆς  συναισθηματικῆς μου καταστάσεως ἤ τῶν ἀδιεξόδων μου. Συνέχεια

Ἐμμονές.

Ἐμμένω. Ἐν + μένω… Ἐντὸς μένω…
Κλειδωμένος μένω κάπου… Φυλακισμένος…
Παραμένω κάπου, ἐντός, δίχως νὰ (τολμῶ τὶς περισσότερες φορὲς ἤ νὰ μπορῷ)  νὰ φύγῳ ἀπὸ ἐκεῖ.

Ἐμμένω κι ἐμμονές… Συνέχεια