Τὸ κάθε πρόβλημα ἔχει καὶ τὸ δικό του κλειδὶ κι ἄδικα ὁ καθένας προσπαθῇ νὰ τὸ λύσῃ μὲ ἄλλο. Τὸ κλειδί τῆς ὑποθέσεως, ποὺ λέν.
Ἔγινε ἀνάστατο τὸ ἐκλογικὸ κέντρο ἀπὸ ἕνα τρελλούτσικο καὶ χαζὸ ἀγόρι, ποὺ ἤθελε νὰ ψηφίσῃ. Ἔψαξαν τοὺς ἐκλογικοὺς καταλόγους, ἀλλὰ δὲ βρέθηκε γραμμένος.
-Ἐμπρός, φύγε. Πάρε δρόμο, εἶπε ὁ δικαστικός.
-Ἐθύ, κατάφερε νὰ πῇ ἐκεῖνο. Εἶχε πρόβλημα μὲ τὴν γλῶσσα του καὶ τὴν ἄρθρωση. Κάτι σὰν μουγγὸς ἦταν.
-Ἔλα Λοῦτο, σὲ παρακαλῶ νὰ φύγῃς, εἶπα κι ἐγὼ σὰν πιὸ γνώστης τῆς διανοητικῆς του καταστάσεως καὶ περισσότερο οἰκεῖος.
-Ἐθὺ νὰ φύγῃς, ἔλεγε κι ἐπέμενε. Θέλω νὰ φήσω. Νὰ ψηφίσω ἐννοοῦσε.
Ὁ δικαστικὸς ἀγανάκτησε καὶ διέταξε τὸν στρατιώτη νὰ τὸν βγάλῃ ἔξω. Ἐκεῖνος μὲ ὅση γλυκύτητα διέθετε στὸ ὕφος του καὶ συμπονώντας τον, τὸν ἔσπρωξε μία καὶ δύο φορὲς καὶ τὸν ἔβγαλε στὸν διάδρομο τοῦ σχολείου ὅπου ἦταν τὸ ἐκλογικό μας τμῆμα.
Δοκίμασε καὶ σὲ ἄλλα τμήματα, στοὺς ἐπάνω ὀρόφους, νὰ ψηφίσῃ κι ἀκούγονταν τὰ μουγκανητά του μαζὺ μὲ τὶς φωνὲς τῶν ὑπευθύνων, ποὺ τὸν ἀπέδιωχναν καὶ πρότειναν διάφορες λύσεις. Σὲ λίγο πάλι, τρύπωσε στὸ δικό μας κι ἐπέμενε νὰ ψηφίσῃ.
-Ἀκοῦστε κύριε, εἶπα στὸν δικαστικό. Δὲν πρόκειται νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὸν γιακά του. Πάρτε ἕνα ψηφοδέλτιο καὶ πηγαίνετε μαζύ του πίσω ἀπὸ τὸ παραβάν· βάλτε το σ’ ἕνα φάκελο καὶ πετάξτε το στὸ καλάθι τῶν ἀχρἠστων. Θὰ πιστέψῃ ὅτι ψήφισε καὶ θὰ ἡσυχάσουμε.
-Σᾶς παρακαλῶ νὰ περιορισθεῖτε στὰ καθήκοντά σας. Στὴν θέση σας.
-Ἐπιμένω, εἶπα. Ἀφοῦ εἶναι χαζὸς κι ἄγραφτος στὰ τεφτέρια μας, ὁ καϋμός του δὲ θὰ βλάψῃ κάποιον. Εἴμαστε ὅλοι μάρτυρες. Δὲ θὰ τὸ ρίξῃς στὴν κάλπη.
-Μὲ ὑποκαθιστᾶς, τὸ καταλαβαίνεις! ξέσπασε.
Μὲ τὸν δικαστικὸ ἤμασταν καὶ λίγο φιλαράκια κι ἔδωσα τόπο στὴν ὀργή, ποὺ λένε, γιὰ νὰ μὴν τὸν προσβάλω, ἀφοῦ δὲν δεχόταν τὴν λύση μου.
-Ἄς δοκιμάσουμε εἶπα μὲ ἐπιφύλαξη καὶ παρακλητικά.
-Θὰ σκάσῃς ἐπιτέλους, εἶπε ὀργισμένος.
Γιὰ νὰ διασκεδάσω τὰ πράγματα, τὸν ρώτησα τὶ θέλει νὰ ψηφίσῃ. Χαμογέλασε.
-Νέα Μοκατία. ΠΑΘΟΚ. Κ.Κ., εἶπε.
Ὅτι νὰ ‘τανε. Ἔφτανε νὰ ψηφίσῃ. Ἔνοιωθε πὼς τοῦ στεροῦν αὐτὸ τὸ ἱερὸ δικαίωμα καὶ καιγόταν ἡ ψυχή του γιὰ μία ψῆφο, τέλος πάντων. Ἔφτανε νὰ ψηφίσῃ ὁ ἄνθρωπος. Δὲν ἤξερε γράμματα κι οὔτε μποροῦσε νὰ ξεχωρίσῃ τὰ ψηφοδέλτια. Νὰ σκεφθῇ κάποιος πὼς κάποτε τὸν ἐρώτησαν τὶ θέλεις νὰ γίνῃς κι εἶπε λοῦτος. Λοῦστρος δηλαδή, καὶ τοῦ ‘μεινε παρατσούκλι.
Μὲ τὴν ἀναστάτωση μπῆκε μέσα ὁ δικαστικὸς ἔφορος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν πρόεδρο τοῦ πρωτοδικείου μας. Ἔγιναν πολλὲς συζητήσεις καὶ προτάσεις. Ἐπανέλαβα τὴν δική μου (ἤμουν τῆς ἐφορευτικῆς ἐπιτροπῆς) καὶ προσέθεσα ὅτι εἶναι πνευματικὰ ἀνάπηρος.
-Νὰ τὸν παραλάβῃ ἕνα αὐτοκίνητο καὶ νὰ τὸν μεταφέρῃ στὸ νοσοκομεῖο, εἶπε ὁ δικαστικὸς ἔφορος.
-Νὰ κρατηθῇ, εἶπε ὁ ἄλλος.
-Μὰ εἶναι ἀκίνδυνος, εἶπα. Ἄδικα τὸν διώχνετε. Θὰ πάῃ σὲ ἄλλο ἐκλογικὸ κέντρο καὶ θὰ δημιουργήσῃ τὴν ἴδια κατάσταση.
Ὁ στρατιώτης ἤδη τὸν ἔσερνε ἔξω.
Καὶ πράγματι. Ἀργότερα μάθαμε ὅτι γύρισε ὅλα τὰ ἐκλογικὰ κέντρα καὶ ζητοῦσε νὰ ψηφίσῃ. Τοῦ ἔλεγαν «δὲν εἶσαι ἐδῶ γραμμένος». Πήγαινε στὸ τάδε τμῆμα. Μὲ τὴν ἐπανεμφάνισή του σὲ λίγες ὧρες, ξαφνικὰ σηκώθηκε ὁ δικαστικὸς κι ἁρπάζοντας τὸν Λοῦτο ἀπὸ τὸ χέρι κι ἕνα ψηφοδέλτιο στὴν τύχη, μ’ἕναν φάκελο τὸν τράβηξε πίσω ἀπὸ τὸ παραβάν. Βγαίνοντας, ὁ Λοῦτος σήκωσε τὰ χέρια του φεγγοβολώντας ἀπὸ χαρά. Ἀγκάλιασε τὸν δικαστικὸ κι ἄρχισε νὰ τὸν φιλᾷ παρόλο ποὺ ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νὰ τὸν ἀποφύγῃ. Τὸν γιόμισε σάλια, καὶ σκουπιζόταν. Χειροκροτήσαμε ὅλοι.
Ὁ Λοῦτος φεύγοντας πανευτυχὴς μᾶς χαιρέτησε ὅλους ὅπως κάνουν τὰ μεγάλα πολιτικά πρόσωπα ποὺ προσέρχονται στὴν κάλπη, διὰ χειραψίας.
-Δὲν πιστεύω Λοῦτο τώρα νὰ πᾷς κι ἀλλοῦ, εἶπα γιὰ νὰ τὸν ξεκόψω.
-Σκάσε βλάκα, εἶπε κι ἔφυγε.
Λάζαρος Παυλίδης
(ὁ Λοῦτος δυστυχῶς δὲν εἶναι μόνο ἕνας)
φωτογραφία ἀπό ἐδῶ