Τελευταίες πληροφορίες φέρουν τον, διάσημο Οικονομολόγο και καθηγητή του Κολούμπια της Νέας Υόρκης, κ. Τζέφρι Σακς, ως σύμβουλο του υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Βαρουφάκη.
Ο Τζέφρι Σακς «έκανε όνομα» στην Βολιβία το 1985, εφαρμόζοντας το Δόγμα του Σοκ για πρώτη φορά. Το 1989 «βοήθησε» την Πολωνία και την δεκαετία του 90 πρόσφερε την τεχνογνωσία του σε Σλοβενία, Εσθονία και Ρωσσία.
Στην Ελλάδα έχει παρελθόν, αφού υπήρξε σύμβουλος του μοιραίου πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου.
Σήμερα είναι σύμβουλος σε διάφορες κυβερνήσεις στην Αφρική, μεταξύ άλλων και σε Αιθιοπία, Γκάνα, Κένυα, Μαλάουι, Μάλι, Νιγηρία, Ρουάντα, Σενεγάλη, Τανζανία και Ουγκάντα.
Ο Τζέφρι Σακς απασχολεί με την δράση του μεγάλο μέρος του βιβλίου της Naomi Klein, «Το δόγμα του Σοκ». Εδώ παραθέτουμε το 7ο κεφάλαιο του βιβλίου. (εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2010)
«Ο ΝΕΟΣ ΔΟΚΤΟΡΑΣ ΤΟΥ ΣΟΚ, Ο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑ ΤΗΝ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ»
«Η οικονομική κατάσταση της Βολιβίας μπορεί άνετα να συγκριθεί με την περίπτωση ενός καρκινοπαθούς: Γνωρίζει ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με την πιο επικίνδυνη και επώδυνη εγχείρηση, όπως αναμφίβολα θα είναι η νομισματική σταθεροποίηση και ένας αριθμός άλλων μέτρων, ωστόσο δεν έχει άλλη εναλλακτική λύση».
-Κορνίλιους Ζόνταγκ, οικονομικός σύμβουλος των ΗΠΑ στη Βολιβία, 1956
«Η χρησιμοποίηση του καρκίνου στον πολιτικό λόγο ενθαρρύνει τη μοιρολατρία και αιτιολογεί τη λήψη «αυστηρών» μέτρων, ενώ, επιπλέον, ενισχύει σημαντικά τη διάδοση της ιδέας ότι η ασθένεια είναι αναγκαστικά μοιραία. Η έννοια της ασθένειας δεν είναι ποτέ αθώα. Ωστόσο θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι οι μεταφορές για τον καρκίνο είναι εγγενώς γενοκτονικές».
-Σούζαν Σόνταγκ, Illness as Metaphor, 1977 [Η Νόσος ως Μεταφορά, Ύψιλον, 2006]
Το 1985 το δημοκρατικό κύμα που σάρωνε τον αναπτυσσόμενο κόσμο έφτασε στην Βολιβία. Δεκαοκτώ από τα είκοσι προηγούμενα χρόνια οι Βολιβιανοί είχαν ζήσει κάτω από κάποια μορφή δικτατορίας. Τώρα πια είχαν την ευκαιρία να επιλέξουν σε εθνικές εκλογές τον Πρόεδρο τους.
Ωστόσο, η ανάκτηση του ελέγχου της οικονομίας της Βολιβίας σε εκείνη την συγκεκριμένη συγκυρία δεν έμοιαζε τόσο με έπαθλο όσο με τιμωρία: Το χρέος της χώρας ήταν τόσο μεγάλο, ώστε το ποσό που έπρεπε να καταβάλει για τοκοχρεολύσια ξεπερνούσε το σύνολο του κρατικού προϋπολογισμού. Το προηγούμενο έτος η κυβέρνηση του Ρόναλντ Ρέιγκαν είχε εξωθήσει την χώρα στο χείλος του γκρεμού, χρηματοδοτώντας μια πρωτοφανή επίθεση εναντίον των καλλιεργητών της κόκας, του φυτού που από την επεξεργασία των πράσινων φύλλων του προέρχεται η κοκαΐνη. Η κατάσταση πολιορκίας, που μετέτρεψε ένα μεγάλο μέρος της Βολιβίας σε εμπόλεμη ζώνη, δεν στραγγάλισε μόνο το εμπόριο της κόκας, αλλά μείωσε σχεδόν κατά το ήμισυ τα έσοδα της χώρας από τις εξαγωγές, προκαλώντας κατάρρευση της οικονομίας. Όπως έγραψαν οι New York Times, «όταν ο στρατός έφτασε τον Αύγουστο στην περιοχή Τσαπάρε, κλείνοντας εν μέρει τον αγωγό των ναρκωδολαρίων, το κύμα του σοκ έπληξε αμέσως την ευημερούσα μαύρη αγορά δολαρίων. […] Σε λιγότερο από μία εβδομάδα μετά την εισβολή στο Τσαπάρε η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να μειώσει κατά το ήμισυ την επίσημη ισοτιμία του πέσο». Μερικούς μήνες μετά ο πληθωρισμός είχε δεκαπλασιασθεί και χιλιάδες κάτοικοι εγκατέλειπαν την χώρα για να αναζητήσουν δουλειά στην Αργεντινή, στην Βραζιλία, στην Ισπανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε αυτές τις συνθήκες αστάθειας, με τον πληθωρισμό στο 14.000%, διεξήχθησαν στην Βολιβία οι ιστορικές εθνικές εκλογές του 1985. Η αναμέτρηση ήταν ανάμεσα σε δύο οικεία στους Βολιβιανούς πρόσωπα: τον πρώην δικτάτορα Ούγο Μπάνσερ και τον πρώην εκλεγμένο Πρόεδρο Βίκτορ Πας Εστενσόρο. Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν αμφίρροπο και την τελική απόφαση θα λάμβανε το Κογκρέσο της Βολιβίας, ωστόσο οι παράγοντες του κόμματος του Μπάνσερ ήταν βέβαιοι πως είχαν κερδίσει. Πριν ανακοινωθεί το οριστικό αποτέλεσμα, το κόμμα του Μπάνσερ ζήτησε από τον ελάχιστα γνωστό τριαντάχρονο οικονομολόγο Τζέφρι Σακς να βοηθήσει στην προετοιμασία ενός αντιπληθωριστικού οικονομικού προγράμματος. Ο Σακς ήταν ο ανερχόμενος αστέρας του Τμήματος Οικονομικών του Χάρβαρντ, έχοντας τιμηθεί με πολλές ακαδημαϊκές διακρίσεις και όντας ένας από τους νεότερους τακτικούς καθηγητές του πανεπιστημίου. Μερικούς μήνες νωρίτερα μια αντιπροσωπεία Βολιβιανών πολιτικών είχαν επισκεφθεί το Χάρβαρντ, είχαν δει τον Σακς και είχαν εντυπωσιασθεί από την αυτοπεποίθηση του (τους είχε πει ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την πληθωριστική κρίση μέσα σε μία ημέρα). Ο Σακς δεν είχε καμμία εμπειρία πάνω στην αναπτυξιακή οικονομική πολιτική, όμως, κατά δική του παραδοχή, «πίστευα ότι γνώριζα όλα όσα είναι αναγκαία να γνωρίζει κανείς» για τον πληθωρισμό.Ο Σακς είχε επηρεασθεί πάρα πολύ από τα γραπτά του Κέινς για την σχέση ανάμεσα στον υπερπληθωρισμό και στην διάδοση του φασισμού στην Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συμφωνία ειρήνης που επιβλήθηκε στην Γερμανία την είχε βυθίσει σε μια σοβαρή οικονομική κρίση (με τον πληθωρισμό να έχει φθάσει στο 3.250.000% το 1923), την οποία επιδείνωσε η Μεγάλη Ύφεση μερικά χρόνια μετά. Με την ανεργία να αγγίζει το 30% και μια γενικευμένη οργή για αυτό που φάνταζε ως μια παγκόσμια συνωμοσία εις βάρος της χώρας, η Γερμανία απετέλεσε γόνιμο έδαφος για το ναζισμό.
Στον Σακς άρεσε να μνημονεύει την προειδοποίηση του Κέινς ότι «δεν υπάρχει πιο πανούργος, πιο ασφαλής τρόπος να ανατραπεί η υπάρχουσα βάση μιας κοινωνίας από την υπονόμευση του νομίσματός της. Στην διαδικασία αυτή ενέχονται όλες οι κρυφές δυνάμεις του νόμου της οικονομίας που κλίνουν προς την καταστροφή». Ασπαζόταν την άποψη του Κέινς ότι ήταν ιερό καθήκον των οικονομολόγων να απωθήσουν αυτές τις δυνάμεις της καταστροφής πάση θυσία. «Αυτό που απεκόμισα από τον Κέινς», είχε δηλώσει ο Σακς, «ήταν το αίσθημα της βαθειάς λύπης και η αίσθηση του κινδύνου που υπάρχει τα πράγματα να πάνε εντελώς στραβά. Και το πόσο ανόητο ήταν από μέρους μας να αφήσουμε την Γερμανία σε μια κατάσταση απελπισίας». Ο Σακς είχε επίσης αναφέρει στους δημοσιογράφους ότι θεωρούσε πρότυπο για την δική του σταδιοδρομία τον τρόπο ζωής του Κέινς ως πολιτικά ενεργού οικονομολόγου που διέτρεχε ολόκληρη την υφήλιο.
Παρόλο που ο Σακς ασπαζόταν την πίστη του Κέινς στην δύναμη της οικονομικής επιστήμης να καταπολεμήσει την φτώχεια, ήταν επίσης ένα προϊόν της Αμερικής του Ρέιγκαν, η οποία το 1985 βρισκόταν εν μέσω της εμπνευσμένης από τον Φρίντμαν εκστρατείας απορρίψεως όλων όσα αντιπροσώπευε ο Κέινς• Η θεμελιώδης αρχή της Σχολής του Σικάγου όσον αφορά στην υπεροχή της ελεύθερης αγοράς είχε πολύ γρήγορα αναδειχθεί στο αδιαμφισβήτητο δόγμα της ορθοδοξίας στα οικονομικά τμήματα των μεγάλων πανεπιστημίων των ΗΠΑ -συμπεριλαμβανομένου του Χάρβαρντ-, και ο Σακς δεν είχε μείνει ανεπηρέαστος. Θαύμαζε την πίστη του Φρίντμαν «στις αγορές, την σταθερή επιμονή του στην ορθή νομισματική διαχείριση», υποστηρίζοντας ότι είναι «πολύ πιο ορθή από τα θολά στρουκτουραλιστικά ή ψευδοκεϊνσιανικά επιχειρήματα που ακούει κανείς πολύ συχνά στον αναπτυσσόμενο κόσμο».
Αυτά τα «θολά» επιχειρήματα ήταν τα ίδια που μία δεκαετία πριν είχαν καταπνιγεί διά της βίας στην Λατινική Αμερική, η πεποίθηση ότι για να ξεφύγει η ήπειρος από την φτώχεια έπρεπε να σπάσει τις αποικιοκρατικές ιδιοκτησιακές δομές με παρεμβατικές πολιτικές όπως η αγροτική μεταρρύθμιση, ο προστατευτισμός, οι επιδοτήσεις, η εθνικοποίηση των φυσικών πόρων και η συνεταιριστική διεύθυνση των επιχειρήσεων. Ο Σακς δεν είχε χρόνο για τέτοιες διαρθρωτικές αλλαγές. Και, παρόλο που δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για την Βολιβία και την μακραίωνη ιστορία της αποικιοκρατικής εκμεταλλεύσεώς της, για την καταπίεση των ιθαγενών κατοίκων της και για τα όσα κερδήθηκαν με σκληρούς αγώνες στην επανάσταση του 1952, ήταν πεπεισμένος ότι, εκτός από τον υπερπληθωρισμό, η χώρα έπασχε από «σοσιαλιστικό ρομαντισμό» – την ίδια αυταπάτη της οικονομικής της αναπτύξεως που μια προγενέστερη γενιά εκπαιδευμένων στις ΗΠΑ οικονομολόγων είχε προσπαθήσει να απαλείψει στις χώρες του Νότιου Κώνου.
Το σημείο στο οποίο ο Σακς διεχώριζε την θέση του από την ορθοδοξία της Σχολής του Σικάγου ήταν η πεποίθηση του ότι οι πολιτικές της ελεύθερης αγοράς έπρεπε να συνοδεύονται από μέτρα ανακουφίσεως του χρέους και από την χορήγηση γενναιόδωρης οικονομικής βοήθειας – για τον νεαρό οικονομολόγο του Χάρβαρντ, το αόρατο χέρι δεν ήταν αρκετό. Αυτή η διαφοροποίηση θα οδηγούσε τελικά τον Σακς στο να διαχωρίσει την θέση του από τους πιο νεοφιλελεύθερους συναδέλφους του και να στρέψει τις προσπάθειες του αποκλειστικά στην χορήγηση οικονομικής βοήθειας. Όμως αυτό θα γινόταν αρκετά χρόνια αργότερα. Στην Βολιβία του 1985 η υβριδική ιδεολογία του Σακς είχε ως αποτέλεσμα μερικές παράξενες αντιφάσεις. Για παράδειγμα, όταν βγήκε από το αεροπλάνο στην Λα Πας και ανέπνευσε για πρώτη φορά τον αραιό αέρα των Άνδεων, φανταζόταν τον εαυτό του ως έναν σύγχρονο Κέινς που κατέφτανε για να σώσει τον λαό της Βολιβίας από «το χάος και την αταξία» του υπερπληθωρισμού.[1] Παρότι το βασικό αξίωμα του κεϊνσιανισμού είναι ότι οι χώρες που αντιμετωπίζουν μια σοβαρή κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας πρέπει να δαπανούν κεφάλαια για να δώσουν ώθηση στην οικονομία, ο Σακς υιοθέτησε την αντίθετη προσέγγιση και υπεστήριξε την επιβολή λιτότητας και την αύξηση των τιμών εν μέσω της κρίσεως – την ίδια συνταγή συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας που το BusinessWeek, αναφερόμενο στην Χιλή, είχε περιγράψει ως «τον κόσμο ενός τρελλού επιστήμονα που προκαλεί εσκεμμένα μια ύφεση».
Η συμβουλή του Σακς στον Μπάνσερ ήταν απολύτως σαφής: Μόνο μια απότομη θεραπεία-σοκ θα θεράπευε την κρίση υπερπληθωρισμοΰ της Βολιβίας. Πρότεινε δεκαπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου και μια σειρά από απελευθερώσεις των τιμών και δημοσιονομικές περικοπές. Σε μια ομιλία του στο Αμερικανοβολιβιανό Εμπορικό Επιμελητήριο βεβαίωσε για μία ακόμα φορά ότι θα μπορούσε να δοθεί τέλος στον υπερπληθωρισμό μέσα σε μία ημέρα, καταγράφοντας το γεγονός ότι «το ακροατήριο ξαφνιάστηκε, αλλά και ενθουσιάστηκε με αυτή την προοπτική». Όπως και ο Φρίντμαν, ο Σακς πίστευε ότι με ένα αιφνίδιο οικονομικό σοκ «μια οικονομία μπορεί να αναπροσανατολιστεί από ένα αδιέξοδο -ένα σοσιαλιστικό αδιέξοδο ή ένα αδιέξοδο μαζικής διαφθοράς ή ένα αδιέξοδο κεντρικού σχεδιασμού- προς μια φυσιολογική οικονομία της αγοράς»Όταν ο Σακς έδινε αυτές τις τολμηρές υποσχέσεις, τα αποτελέσματα των εκλογών της Βολιβίας εξακολουθούσαν να είναι στον αέρα. Ο πρώην δικτάτορας Οΰγο Μπάνσερ φερόταν σαν να είχε κερδίσει, αλλά ο αντίπαλος του Βίκτορ Πας Εστενσόρο δεν είχε ακόμα καταθέσει τα όπλα. Κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Πας Εστενσόρο δεν είχε μιλήσει με συγκεκριμένες λεπτομέρειες για το πώς σχεδίαζε να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό. Ωστόσο, προτού ανατραπεί από ένα πραξικόπημα, είχε εκλεγεί τρεις φορές Πρόεδρος της Βολιβίας, με πιο πρόσφατη το 1964. Ο Πας είχε υπάρξει ο εκφραστής της μεταμορφώσεως της Βολιβίας βάσει της οικονομικής της ανάπτυξης, εθνικοποιώντας τα μεγάλα ορυχεία κασσίτερου, εγκαινιάζοντας μια αναδιανομή της γης υπέρ των ιθαγενών χωρικών και υπερασπιζόμενος το δικαίωμα ψήφου για όλους τους Βολιβιανούς. Όπως και ο Χουάν Περόν στην Αργεντινή, ο Πας ήταν πανταχού παρών στο πολιτικό τοπίο, αλλάζοντας συχνά και απότομα ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό προκειμένου να διατηρηθεί ή να επανέλθει στην εξουσία. Κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 1985 ο ηλικιωμένος Πας διεκήρυξε την αφοσίωση του στην «εθνικιστική επανάσταση» του παρελθόντος και έκανε αόριστες δηλώσεις για την ανάγκη να υπάρχει φορολογική υπευθυνότητα. Δεν ήταν σοσιαλιστής, αλλά ούτε και νεοφιλελεύθερος της Σχολής του Σικάγου – ή τουλάχιστον αυτό πίστευαν οι Βολιβιανοί.
Καθώς την οριστική απόφαση για το ποιος θα αναδεικνυόταν Πρόεδρος θα την ελάμβανε το Κογκρέσο, επακολούθησε μια περίοδος εντόνων παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων και συναλλαγών ανάμεσα στα κόμματα, στο Κογκρέσο και στην Γερουσία. Τελικά, ένας νεοεκλεγείς γερουσιαστής διεδραμάτισε τον καταλυτικό ρόλο: ο Γκονσάλο Σάντσες δε Λοσάδα (γνωστός στην Βολιβία ως «Γκόνι»). Είχε ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες τόσα χρόνια, ώστε μιλούσε τα ισπανικά με έντονη αμερικανική προφορά, και είχε επιστρέψει στην Βολιβία για να γίνει ένας από τους πιο πλούσιους επιχειρηματίες της χώρας. Ήταν ιδιοκτήτης της Comsur, της δεύτερης σε μέγεθος ιδιωτικής μεταλλευτικής εταιρείας της χώρας, η οποία σύντομα θα γινόταν η μεγαλύτερη. Όταν ήταν νέος, ο Γκόνι είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Παρόλο που δεν ήταν οικονομολόγος, είχε επηρεασθεί πάρα πολύ από τις ιδέες του Φρίντμαν και θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να αποδειχθούν εξαιρετικά κερδοφόρες στο μεταλλευτικό τομέα, ο οποίος εξακολουθούσε να ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος στην Βολιβία. Όταν ο Σακς παρουσίασε στην ομάδα του Μπάνσερ τα σχέδια του για την θεραπεία-σοκ, ο Γκόνι εντυπωσιάστηκε.
Οι λεπτομέρειες των παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ, όμως οι συνέπειες τους ήταν σαφείς. Στις 6 Αυγούστου 1985 ο Πας ορκίστηκε Πρόεδρος της Βολιβίας. Τέσσερις ημέρες μετά ο Πας διόρισε τον Γκόνι επικεφαλής μιας μυστικής δικομματικής ομάδας έκτακτης ανάγκης που επιφορτίσθηκε με το καθήκον της ριζικής αναδιαρθρώσεως της οικονομίας. Η θεραπεία-σοκ του Σακς απετέλεσε το σημείο αφετηρίας για την ομάδα, η οποία όμως προχώρησε πολύ παραπέρα από οτιδήποτε είχε προτείνει εκείνος. Στην πραγματικότητα, η ομάδα πρότεινε την αποδιάρθρωση του κρατοκεντρικού οικονομικού μοντέλου το οποίο είχε οικοδομήσει ο ίδιος ο Πας πριν από δεκαετίες. Ο Σακς είχε επιστρέψει στο Χάρβαρντ, όμως έγραψε ότι «χάρηκα όταν έμαθα ότι το ADN [το κόμμα του Μπάνσερ] μοιράστηκε το πρόγραμμα σταθεροποιήσεως που είχαμε εκπονήσει με τον νέο Πρόεδρο και την ομάδα του».
Τα μέλη του κόμματος του Πας αγνοούσαν ότι ο ηγέτης τους είχε κλείσει μια παρασκηνιακή συμφωνία. Με εξαίρεση τον υπουργό Οικονομικών και τον υπουργό Σχεδιασμού, που ανήκαν στην μυστική ομάδα, ο Πας δεν είχε καν αναφέρει στο νεοεκλεγμένο υπουργικό του συμβούλιο την ύπαρξη της ομάδας έκτακτης ανάγκης για την οικονομία.
Για δεκαεπτά συνεχόμενες ημέρες η ομάδα έκτακτης ανάγκης συνεδρίαζε στο σαλόνι της επαύλεως του Γκόνι. «Παίρναμε πάρα πολλά μέτρα προφυλάξεως για να τρυπώνουμε στην έπαυλη», θυμάται ο υπουργός Σχεδιασμού Γκιγέρμο Μπεδρεγάλ σε μια συνέντευξη που παρεχώρησε το 2005, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά αυτές τις λεπτομέρειες. [2] Αυτό που σχεδίαζαν ήταν μια τόσο σαρωτική αλλαγή της εθνικής οικονομίας, που παρόμοια της δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ σε μια δημοκρατία. Ο Πρόεδρος Πας ήταν πεπεισμένος ότι η μοναδική του ελπίδα ήταν να ενεργήσει όσο πιο γρήγορα και αιφνιδιαστικά γινόταν. Με αυτό τον τρόπο τα συνδικάτα και οι ενώσεις χωρικών της Βολιβίας, που φημίζονταν για την αγωνιστικότητα τους, θα αιφνιδιάζονταν και δε θα είχαν την ευκαιρία να αντιδράσουν – ή τουλάχιστον αυτό ήλπιζε ο Πας. Όπως θυμάται ο Γκόνι, ο Πας «δεν σταματούσε να λέει: «Αν πρόκειται να το κάνετε κάντε το τώρα. Δεν μπορώ να επηρεάσω τους ψηφοφόρους για δεύτερη φορά»». Ο λόγος για τον οποίο ο Πας έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών μετά τις εκλογές παραμένει ένα μυστήριο. Πέθανε το 2001 και ποτέ δεν εξήγησε αν είχε δεχθεί να υιοθετήσει το πρόγραμμα του Μπάνσερ για την θεραπεία-σοκ με αντάλλαγμα τον προεδρικό θώκο ή επειδή είχε υποστεί μια ειλικρινή ιδεολογική μεταστροφή. Μια ένδειξη μου προσέφερε ο Έντουιν Κορ, τότε πρέσβης των ΗΠΑ στη Βολιβία, ο οποίος θυμάται ότι είχε συναντήσει τους ηγέτες όλων των πολιτικών κομμάτων και τους είχε καταστήσει σαφές ότι οι ΗΠΑ θα προσέφεραν οικονομική βοήθεια αν η χώρα ακολουθούσε τον δρόμο της θεραπείας-σοκ.
Δεκαεπτά ημέρες μετά ο Μπεδρεγάλ είχε έτοιμο ένα προσχέδιο του προγράμματος της θεραπείας-σοκ, το οποίο επέβαλε την κατάργηση των επιδοτήσεων για τα τρόφιμα, την ακύρωση της διατιμήσεως σε όλα σχεδόν τα είδη και την αύξηση της τιμής του πετρελαίου κατά 300%. Παρά το γεγονός ότι το κόστος ζωής θα αυξανόταν πάρα πολύ σε μια ήδη απελπιστικά φτωχή χώρα, το προσχέδιο πάγωνε για ένα έτος τους ήδη χαμηλούς μισθούς στον δημόσιο τομέα. Επιπλέον, προέβλεπε μεγάλες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, άνοιγμα των συνόρων της Βολιβίας σε απεριόριστες εισαγωγές και περιορισμό των θέσεων εργασίας στις κρατικές εταιρείες, προαναγγέλλοντας την ιδιωτικοποίησή τους. Η Βολιβία δεν είχε γνωρίσει την νεοφιλελεύθερη επανάσταση που είχε σαρώσει την δεκαετία του 1970 τις χώρες του Νότιου Κώνου. Τώρα είχε έλθει η ώρα να αναπληρωθεί ο χαμένος χρόνος.
Όταν τα μέλη της ομάδας έκτακτης ανάγκης ολοκλήρωσαν το προσχέδιο της νέας νομοθεσίας, δεν ήταν ακόμα έτοιμοι να το κοινοποιήσουν στους εκλεγμένους αντιπροσώπους της Βολιβίας, πόσο μάλλον στο εκλογικό σώμα, που δεν είχε ψηφίσει ποτέ ένα τέτοιο σχέδιο. Υπήρχε κάτι ακόμα που έπρεπε να κάνουν: Πήγαν ομαδικά στο γραφείο του εκπροσώπου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και του είπαν τι σχεδίαζαν να κάνουν. Η απάντηση του ήταν ταυτόχρονα ενθαρρυντική και αποκαρδιωτική: «Είναι ό,τι ακριβώς οραματίζεται κάθε αξιωματούχος του ΔΝΤ. Αν όμως τα πράγματα δεν εξελιχθούν καλά, έχω, ευτυχώς, διπλωματική ασυλία και μπορώ να μπω σε έναν αεροπλάνο και να φύγω».
Οι Βολιβιανοί που είχαν ετοιμάσει το πρόγραμμα δεν διέθεταν τέτοια διέξοδο διαφυγής και αρκετοί φοβούνταν τις αντιδράσεις του πληθυσμού. «Θα μας σκοτώσουν», προέβλεψε ο Φερνάντο Πράδο, το πιο νεαρό μέλος της ομάδας. Ο Μπεδρεγάλ, βασικός συντάκτης του σχεδίου, προσπάθησε να τους τονώσει το ηθικό παρομοιάζοντας τα μέλη της ομάδας με πιλότους πολεμικών αεροπλάνων. «Πρέπει να είμαστε σαν τον πιλότο της Χιροσίμα. Όταν έριξε την ατομική βόμβα, δεν ήξερε τι έκανε. Όταν όμως είδε το ατομικό μανιτάρι, αναφώνησε: «Ω, συγγνώμη!». Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνουμε: να εξαπολύσουμε τα μέτρα και μετά να πούμε: «Ω, συγγνώμη!»».
Η ιδέα ότι μια αλλαγή πολιτικής πρέπει να εξαπολύεται σαν μια αιφνιδιαστική στρατιωτική επίθεση είναι ένα μοτίβο στο οποίο επανέρχονται πολύ συχνά οι οικονομικοί θεραπευτές διά του σοκ. Στο Shock and Awe: Achieving Rapid Dominance, το στρατιωτικό δόγμα των ΗΠΑ που δημοσιοποιήθηκε το 1996 και αποτέλεσε την βάση για την εισβολή στο Ιράκ το 2003, οι συντάκτες δηλώνουν ότι η δύναμη εισβολής πρέπει «να αποκτά τον έλεγχο του περιβάλλοντος και να παραλύει ή να επιβαρύνει τον τρόπο με τον οποίο ο αντίπαλος αντιλαμβάνεται και κατανοεί τα γεγονότα, έτσι ώστε ο εχθρός να είναι ανίκανος να αντισταθεί». Το οικονομικό σοκ λειτουργεί με βάση μια παρόμοια θεωρία: την εικασία ότι οι άνθρωποι μπορούν να προβάλουν αντίσταση σε τμηματικές αλλαγές (την περικοπή ενός προγράμματος υγείας ή μια εμπορική συμφωνία), αλλά, αν συμβούν ταυτόχρονα δεκάδες αλλαγές προς κάθε κατεύθυνση, τότε εδραιώνεται ένα αίσθημα ματαιότητας και ο πληθυσμός περιέρχεται σε κατάσταση αδράνειας.
Ελπίζοντας να προκαλέσουν αυτό το αίσθημα ματαιότητας, οι Βολιβιανοί που σχεδίασαν την θεραπεία-σοκ απαίτησαν να εφαρμοσθούν ταυτόχρονα όλα τα μέτρα μέσα στις πρώτες εκατό ημέρες της νέας κυβερνήσεως. Αντί να θέσει σε εφαρμογή κάθε μέτρο του σχεδίου με μεμονωμένους νόμους (ο νέος φορολογικός κώδικας, ο νέος νόμος για τις τιμές κτλ.), η ομάδα του Πας επέμεινε να συντελεσθεί ολόκληρη η επανάσταση με ένα μόνο εκτελεστικό διάταγμα, το D.S. 21060. Το διάταγμα περιλάμβανε 220 ξεχωριστούς νόμους και κάλυπτε κάθε πτυχή της οικονομικής ζωής της χώρας, γεγονός που το καθιστούσε, όσον αφορά το εύρος και τους φιλόδοξους στόχους του, κάτι αντίστοιχο προς το «Τούβλο», το προσχέδιο που είχαν συντάξει τα Παιδιά του Σικάγου όταν προετοιμαζόταν το πραξικόπημα του Πινοτσέτ. Συμφωνά με τους συντάκτες του βολιβιανού σχεδίου για τη θεραπεία-σοκ, το πρόγραμμα έπρεπε να γίνει αποδεκτό ή να απορριφθεί συνολικά• δεν επιδεχόταν τροποποιήσεις. Ήταν το οικονομικό αντίστοιχο της επιχειρήσεως «Σοκ και Δέος».Όταν το κείμενο ολοκληρώθηκε, η ομάδα ετοίμασε πέντε αντίτυπα: ένα για τον Πας, ένα για τον Γκόνι και ένα για τον υπουργό Οικονομικών. Η ταυτότητα των παραληπτών των άλλων δυο αντιτύπων αποκαλύπτει πόσο βέβαιοι ήταν ο Πας και η ομάδα του ότι πολλοί Βολιβιανοί θα αντιμετώπιζαν το σχέδιο ως κήρυξη πολέμου: Το ένα αντίτυπο δόθηκε στον αρχηγό του στρατού και το δεύτερο στον αρχηγό της αστυνομίας. Ωστόσο οι υπουργοί του Πας παρέμειναν στο σκοτάδι. Συνέχισαν να έχουν τη λανθασμένη εντύπωση ότι εργάζονταν για τον ίδιο άνθρωπο που είχε εθνικοποιήσει τα ορυχεία και είχε αναδιανείμει τη γη πριν από χρόνια.
Τρεις εβδομάδες μετά την ορκωμοσία του ο Πας συγκάλεσε τελικά το υπουργικό του συμβούλιο για να ενημερώσει τους υπουργούς του για την έκπληξη που τους επεφύλαξε. Πρόσταξε να κλείσουν οι πόρτες της αίθουσας συνεδριάσεων και «διέταξε τις γραμματείς να θέσουν σε αναμονή όλα τα τηλεφωνήματα προς τους υπουργούς». Ο Μπεδρεγάλ διάβασε τις εξήντα σελίδες του σχεδίου στο εμβρόντητο ακροατήριο. Η νευρική του υπερένταση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε, όπως εξομολογήθηκε αργότερα, «έπαθα ρινορραγία μερικά λεπτά μετά». Ο Πας πληροφόρησε τους υπουργούς του ότι το διάταγμα δεν ετίθετο προς συζήτηση: Χάρη σε μία ακόμα παρασκηνιακή συμφωνία, είχε ήδη εξασφαλίσει την υποστήριξη του δεξιού κόμματος του Μπάνσερ, που αποτελούσε την αξιωματική αντιπολίτευση. Και προσέθεσε ότι, αν οι υπουργοί διαφωνούσαν, μπορούσαν να παραιτηθούν.
«Δεν συμφωνώ», είπε ο υπουργός Βιομηχανίας.
«Τότε, σας παρακαλώ να φύγετε», του απήντησε ο Πας. Ο υπουργός έμεινε. Με τον πληθωρισμό να βρίσκεται ακόμα σε δυσθεώρητα ύψη και έχοντας ισχυρές ενδείξεις ότι η θεραπεία-σοκ θα ανταμειβόταν με σημαντική οικονομική βοήθεια από την Ουάσινγκτον, κανείς δεν τόλμησε να φύγει. Δυο ημέρες μετά, σε ένα τηλεοπτικό διάγγελμα του με τίτλο «Η Βολιβία Πεθαίνει», ο Πας πέταξε το βολιβιανό «Τούβλο» στον εντελώς ανυποψίαστο πληθυσμό.
Ο Σακς είχε προβλέψει σωστά ότι η αύξηση των τιμών θα έθετε τέλος στον υπερπληθωρισμό. Μέσα σε δυο χρόνια ο πληθωρισμός έπεσε στο 10% – μια εντυπωσιακή εξέλιξη υπό οποιοδήποτε πρίσμα. Ωστόσο η ευρύτερη κληρονομιά της νεοφιλελεύθερης επαναστάσεως στην Βολιβία είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη. Όλοι οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η γρήγορη αύξηση του πληθωρισμού είναι εξαιρετικά επιζήμια, δυσβάστακτη και πρέπει να τίθεται υπό έλεγχο, μια διαδικασία εξαιρετικά οδυνηρή κατά την διάρκεια της προσαρμογής. Οι διαφορετικές απόψεις αφορούν στο πώς μπορεί να επιτευχθεί ένα αξιόπιστο πρόγραμμα, αλλά και το ποιος θα υποχρεωθεί να επωμισθεί το οδυνηρό βάρος σε μια οποιαδήποτε κοινωνία. Ο Ρικάρντο Γκρίνσπαν, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Γιορκ του Καναδά και ειδικός σε θέματα Λατινικής Αμερικής, εξηγεί ότι μια προσέγγιση που βασίζεται στην παράδοση του κεϊνσιανισμού ή της οικονομικής της αναπτύξεως επιδιώκει την υποστήριξη και τον καταμερισμό των βαρών μέσω «μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας στην οποία συμμετέχουν όλοι οι κοινωνικοί εταίροι: η κυβέρνηση, οι εργοδότες, οι αγρότες, τα συνδικάτα κτλ. Έτσι, τα ενεχόμενα μέρη καταλήγουν σε μια συμφωνία για την εισοδηματική πολιτική (τις τιμές και τους μισθούς) και για τα μέτρα σταθεροποιήσεως που πρέπει να εφαρμοστούν». Σύμφωνα με τον Γκρίνσπαν, στον αντίποδα βρίσκεται «η ορθόδοξη προσέγγιση, που συνίσταται στην μετακύλιση ολόκληρου του κοινωνικού κόστους στους φτωχούς μέσω μιας θεραπείας-σοκ». Αυτό ακριβώς συνέβη στην Βολιβία.
Όπως είχε υποσχεθεί ο Φρίντμαν στην περίπτωση της Χιλής, υποτίθεται ότι το ελεύθερο εμπόριο θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας για όσους είχαν μείνει άνεργοι όταν εφαρμόστηκε η θεραπεία-σοκ. Αυτό όμως δεν συνέβη και το ποσοστό της ανεργίας αυξήθηκε από 20% την περίοδο των εκλογών σε 25-30% δύο χρόνια μετά. Μόνο στην κρατική μεταλλευτική εταιρεία (αυτή που είχε εθνικοποιήσει την δεκαετία του 1950 ο Πας) οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν από 28.000 σε 6.000.
Ο βασικός μισθός δεν έφτασε ποτέ ξανά στο ίδιο επίπεδο αγοραστικής αξίας και δύο χρόνια μετά την έναρξη της εφαρμογής του προγράμματος οι πραγματικοί μισθοί είχαν μειωθεί κατά 40%, ενώ σε κάποιο σημείο κατρακύλησαν και κατά 70%. Το 1985, το έτος που ξεκίνησε η θεραπεία-σοκ, το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν 845 δολάρια• δύο χρόνια μετά είχε πέσει στα 789 δολάρια. Ο Σακς και η κυβέρνηση της Βολιβίας χρησιμοποιούσαν το κατά κεφαλήν εισόδημα ως μέτρο συγκρίσεως για να αξιολογήσουν τα αποτελέσματα του προγράμματος, όμως, πέρα από την έλλειψη προόδου που αποκαλύπτει, δεν μπορεί να αποτυπώσει ούτε στο ελάχιστο την υποβάθμιση της καθημερινής ζωής πολλών Βολιβιανών. Το κατά κεφαλήν εισόδημα απορρέει από το άθροισμα των συνολικών εισοδημάτων σε μια χώρα και την διαίρεσή του με τον αριθμό των κατοίκων της. Η χρησιμοποίησή του ως μέτρου συγκρίσεως συγκαλύπτει το γεγονός ότι η θεραπεία-σοκ είχε στην Βολιβία τις ίδιες επιπτώσεις που είχε και στις υπόλοιπες χώρες της περιοχής: Μια μικρή ελίτ έγινε πλουσιότερη, ενώ μεγάλα τμήματα της τάξεως των εργαζομένων βρέθηκαν εκτός οικονομικού κύκλου και περιθωριοποιήθηκαν. Το 1987 το μέσο ετήσιο εισόδημα των Βολιβιανών χωρικών, που είναι γνωστοί ως campesinos, ήταν 140 δολάρια, λιγότερο από το ένα πέμπτο του «κατά κεφαλήν εισοδήματος». Εδώ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα όταν στις μετρήσεις χρησιμοποιούνται μόνο οι «μέσοι όροι»: Απαλείφονται οι έντονες ανισότητες.
Ένας ηγέτης των ενώσεων των χωρικών εξήγησε ότι «οι στατιστικές της κυβερνήσεως δεν αντικατοπτρίζουν τον αυξανόμενο αριθμό των οικογενειών που ζουν σε σκηνές• τις χιλιάδες των υποσιτιζομένων παιδιών που συντηρούνται καθημερινά με μια φέτα ψωμί και ένα φλυτζάνι τσάι• τους εκατοντάδες campesinos που κατέφυγαν στην πρωτεύουσα αναζητώντας δουλειά και κατέληξαν να ζητιανεύουν στους δρόμους». Αυτή είναι η άγνωστη ιστορία της θεραπείας-σοκ στην Βολιβία: Καταργήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις πλήρους απασχολήσεως με πλήρη συνταξιοδοτικά δικαιώματα και αντικαταστάθηκαν με θέσεις μερικής απασχολήσεως χωρίς ασφάλιση. Μεταξύ 1983 και 1988 ο αριθμός των Βολιβιανών που απολάμβαναν πλήρη ασφαλιστικά δικαιώματα μειώθηκε κατά 61%.
Ο Σακς, ο οποίος επέστρεψε στην Βολιβία ως σύμβουλος εν μέσω της μεταβάσεως, αντιτάχθηκε στην αύξηση των μισθών ώστε να εναρμονισθούν με τις αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και της βενζίνης. Αντί για αυτό, υποστήριξε την δημιουργία ενός ταμείου έκτακτης ανάγκης για να ανακουφισθούν οικονομικά όσοι είχαν πληγεί περισσότερο – λευκοπλάστης επάνω σε μια χαίνουσα πληγή. Ο Σακς επέστρεψε στην Βολιβία επειδή του το είχε ζητήσει ο Πας Εστεν-σόρο και ήταν υπόλογος κατευθείαν στον Πρόεδρο. Τον θυμούνται ως έναν άκαμπτο άνθρωπο. Σύμφωνα με τον Γκόνι (που αργότερα θα γινόταν Πρόεδρος της Βολιβίας), ο Σακς χαλύβδωσε την αποφασιστικότητα των διαμορφωτών της πολιτικής όταν αυξήθηκαν οι λαϊκές αντιδράσεις για το ανθρώπινο κόστος της θεραπείας-σοκ. «Στις επισκέψεις του [ο Σακς] έλεγε: «Κοιτάξτε, η σταδιακή εφαρμογή δεν λειτουργεί. Όταν τα πράγματα ξεφεύγουν από τον έλεγχο, πρέπει να τα σταματάς – όπως συμβαίνει όταν δίνεις ένα φάρμακο. Πρέπει να παίρνεις δραστικά μέτρα, διαφορετικά ο ασθενής θα πεθάνει».
Μια άμεση συνέπεια αυτής της αποφασιστικότητας ήταν ότι πολλοί από τους απελπισμένους φτωχούς της Βολιβίας αναγκάστηκαν να στραφούν στην καλλιέργεια της κόκας, επειδή απέφερε τα δεκαπλάσια από ό,τι οι άλλες καλλιέργειες (κάτι που αποτελεί ιστορική ειρωνεία, καθώς η αρχική οικονομική κρίση είχε προκληθεί από την χρηματοδοτημένη από τις ΗΠΑ επίθεση εναντίον των καλλιεργητών της κόκας). Υπολογίζεται ότι το 1989 ένας στους δέκα εργαζομένους δούλευε σε κάποιον από τους επιμέρους τομείς της βιομηχανίας της κόκας/κοκαΐνης. Ανάμεσα τους ήταν και η οικογένεια του Έβο Μοράλες, μελλοντικού Προέδρου της Βολιβίας και πρώην ηγέτη της μαχητικής ενώσεως των καλλιεργητών κόκας.
Η βιομηχανία της κόκας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αναζωογόνηση της οικονομίας της Βολιβίας και στην καταπολέμηση του πληθωρισμού (γεγονός που σήμερα αποδέχονται οι ιστορικοί, αλλά δεν το ανέφερε ποτέ ο Σακς στις εξηγήσεις του για το πώς οι μεταρρυθμίσεις του θριάμβευσαν εις βάρος του πληθωρισμού). Μόλις δύο χρόνια μετά την «ατομική βόμβα», οι παράνομες εξαγωγές ναρκωτικών απέφεραν στην Βολιβία περισσότερα έσοδα από όλες μαζί τις νόμιμες εξαγωγές, ενώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, 350.000 άνθρωποι κέρδιζαν τα προς το ζην από κάποια πτυχή του εμπορίου ναρκωτικών. «Προς το παρόν», σχολίασε ένας ξένος τραπεζίτης, «η οικονομία της Βολιβίας είναι εξαρτημένη από την κοκαΐνη».
Το πρώτο διάστημα μετά την εφαρμογή της θεραπείας-σοκ ελάχιστοι εκτός των συνόρων της Βολιβίας μιλούσαν για αυτές τις πολύπλοκες επιπτώσεις. Προτιμούσαν να παρουσιάζουν μια πολύ πιο απλή εκδοχή: Πώς ένας τολμηρός νεαρός καθηγητής του Χάρβαρντ είχε, κυριολεκτικά μόνος του, «σώσει την κατεστραμμένη από τον πληθωρισμό οικονομία της Βολιβίας», σύμφωνα με το Boston Magazine. Η νίκη εις βάρος του πληθωρισμού στην επίτευξη της οποίας είχε συμβάλει ο Σακς αρκούσε για να θεωρείται η Βολιβία ένα εκπληκτικό παράδειγμα της επιτυχίας της ελεύθερης αγοράς, «το πιο αξιοσημείωτο στην σύγχρονη εποχή», όπως το χαρακτήριζε ο Economist. To «θαύμα της Βολιβίας» έκανε διάσημο τον Σακς στους ισχυρούς χρηματοοικονομικούς κύκλους, απογείωσε την σταδιοδρομία του και του χάρισε την φήμη του κορυφαίου ειδικού στις οικονομίες που πλήττονται από κρίσεις, με συνέπεια μέσα στα επόμενα χρόνια να πάει ως σύμβουλος στην Αργεντινή, στο Περού, στην Βραζιλία, στον Ισημερινό και στην Βενεζουέλα.
Οι ύμνοι για τον Σακς δεν περιορίζονταν μόνο στο γεγονός ότι είχε τιθασεύσει τον πληθωρισμό σε μια φτωχή χώρα, αλλά επεκτείνονταν και στο ότι είνε επιτύχει αυτό που πολλοί θεωρούσαν αδύνατον: Είχε συμβάλει στην επιβολή ενός ριζικού νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού εντός των ορίων μιας δημοκρατίας και χωρίς την βοήθεια ενός πολέμου, μια αλλαγή που ήταν πολύ περισσότερο σαρωτική από εκείνες που είχαν επιχειρήσει η Θάτσερ και ο Ρέιγκαν. Ο Σακς είχε πλήρη επίγνωση της ιστορικής σημασίας του επιτεύγματος του. «Πιστεύω πως η Βολιβία υπήρξε η πρώτη χώρα όπου η δημοκρατική μεταρρύθμιση συνδυάσθηκε με μια οικονομική θεσμική αλλαγή», θα υποστήριζε έπειτα από χρόνια. «Η Βολιβία, πολύ περισσότερο από την Χιλή, κατέδειξε ότι η πολιτική φιλελευθεροποίηση και η δημοκρατία μπορούν να συνδυασθούν με την οικονομική φιλελευθεροποίηση. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό μάθημα: Μπορούν να λειτουργήσουν παράλληλα και το ένα να ενισχύει και το άλλο».
Η σύγκριση με την Χιλή δεν ήταν τυχαία. Χάρη στον Σακς («τον ευαγγελιστή του δημοκρατικού καπιταλισμού», όπως τον χαρακτήρισαν οι New York Times), η θεραπεία-σοκ είχε επιτέλους απαλλαγεί από την δυσωδία των δικτατοριών και των στρατοπέδων θανάτου την οποία ανέδιδε από την μοιραία εκείνη ημέρα που ο Φρίντμαν είχε ταξιδέψει στο Σαντιάγο, μία δεκαετία πριν. Ο Σακς είχε αποδείξει, σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζονταν οι επικριτές του νεοφιλελευθερισμού, ότι η σταυροφορία για την ελεύθερη αγορά μπορούσε όχι μόνο να επιβιώσει από άλλες μα και να αξιοποιήσει το δημοκρατικό κύμα που σάρωνε ολόκληρο τον πλανήτη. Και ο Σακς, που εξυμνούσε τον Κέινς και διετράνωνε ανερυθρίαστα την ιδεαλιστική του αφοσίωση στην βελτίωση της μοίρας του αναπτυσσομένου κόσμου, ήταν ο ιδανικός άνθρωπος για να ηγηθεί της σταυροφορίας σε μια πιο ήπια, περισσότερο ειρηνική χρονική περίοδο.Η Αριστερά της Βολιβίας συνήθιζε να αποκαλεί το διάταγμα του Πας pinochetismo economico – οικονομικό πινοτσετισμό. Όμως για τον επιχειρηματικό κόσμο τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων της Βολιβίας αυτό ακριβώς ήταν το ζητούμενο: Στη Βολιβία είχε εφαρμοσθεί η θεραπεία-σοκ του Πινοτσέτ χωρίς έναν Πινοτσέτ – και μάλιστα από μια κεντροαριστερή κυβέρνηση. Όπως δήλωσε με θαυμασμό ένας Βολιβιανός τραπεζίτης, «όσα έκανε ο Πινοτσέτ με τις ξιφολόγχες, ο Πας τα κατάφερε στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού συστήματος διακυβρρνήσεως».
Η ιστορία του «θαύματος της Βολιβίας» έχει ειπωθεί και ξαναειπωθεί σε εφημερίδες και περιοδικά, σε παρουσιάσεις του έργου του Σακς, στο μπεστ σέλερ βιβλίο του ίδιου του Σακς, σε ντοκυμαντέρ όπως το Commanding Heights: The Battle for the World Economy του PBS, που ολοκληρώθηκε σε τρία επεισόδια. Ωστόσο υπάρχει ένα μείζον πρόβλημα: Δεν είναι η αλήθεια. Στην Βολιβία αποδείχθηκε ότι η θεραπεία-σοκ μπορεί να επιβληθεί σε μια χώρα όπου έχουν μόλις γίνει εκλογές, όμως δεν αποδείχθηκε ότι η θεραπεία-σοκ μπορεί να επιβληθεί με δημοκρατικό τρόπο ή χωρίς καταστολή. Στην πραγματικότητα, αποδείχθηκε για μία ακόμα φορά ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο.
Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει το προφανές πρόβλημα ότι ο Πρόεδρος Πας δεν είχε την εντολή των Βολιβιανών ψηφοφόρων να αναδιαμορφώσει ολόκληρη την οικονομική αρχιτεκτονική της χώρας. Είχε κατέλθει στις εκλογές με ένα εθνοκεντρικό πρόγραμμα, το οποίο εγκατέλειψε αιφνίδια έπειτα από μια παρασκηνιακή συμφωνία. Μερικά χρόνια μετά ο σημαντικός νεοφιλελεύθερος οικονομολόγος Τζον Γουίλιαμσον θα επινοούσε έναν όρο για αυτό που είχε κάνει ο Πας: Θα το ονόμαζε «πολιτική βουντού» – οι περισσότεροι άνθρωποι το χαρακτηρίζουν απλώς «ψευδολογία». Όμως αυτό δεν είναι σε καμμία περίπτωση το μοναδικό πρόβλημα στην ρητορική περί συνυπάρξεως της δημοκρατίας και της θεραπείας-σοκ.
Όπως ήταν αναμενόμενο, πολλοί από τους ψηφοφόρους που είχαν εκλέξει τον Πας εξοργίσθηκαν με την προδοσία του. Μόλις δημοσιοποιήθηκε το διάταγμα, δεκάδες χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους για να εμποδίσουν την εφαρμογή ενός σχεδίου που θα είχε ως αποτέλεσμα μαζικές απολύσεις και αύξηση της πείνας. Οι κύριες αντιδράσεις προήλθαν από την μεγαλύτερη εργατική συνομοσπονδία της χώρας, η οποία κήρυξε γενική απεργία, με συνέπεια να παραλύσουν οι βιομηχανίες. Η αντίδραση του Πας έκανε την στάση της Θάτσερ απέναντι στους ανθρακωρύχους να φαντάζει ήπια: Κήρυξε αμέσως την χώρα σε «κατάσταση πολιορκίας», άρματα μάχης κατέκλυσαν τους δρόμους της πρωτεύουσας και επιβλήθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας. Για να ταξιδέψουν μέσα στην χώρα τους οι Βολιβιανοί πολίτες χρειάζονταν ειδικές άδειες. Αστυνομικές δυνάμεις αποκαταστάσεως της τάξεως επέδραμαν σε γραφεία συνδικάτων, σε ένα πανεπιστήμιο, σε ένα ραδιοφωνικό σταθμό, καθώς και σε αρκετά εργοστάσια. Οι πολιτικές συγκεντρώσεις και οι διαδηλώσεις απαγορεύτηκαν και ήταν απαραίτητη η άδεια από το κράτος για να γίνονται συναθροίσεις.Η αντιπολίτευση τέθηκε εκτός νόμου – όπως ακριβώς είχε συμβεί κατά την διάρκεια της δικτατορίας του Μπάνσερ.Για να αδειάσουν οι δρόμοι, η αστυνομία συνέλαβε 1.500 διαδηλωτές, διέλυσε τα συγκεντρωμένα πλήθη με δακρυγόνα και άνοιξε πυρ εναντίον απεργών με την αιτιολογία ότι είχαν επιτεθεί εναντίον αστυνομικών. Ο Πας υιοθέτησε έκτακτα μέτρα για να διασφαλίσει ότι οι διαμαρτυρίες θα σταματούσαν μια και καλή. Όταν οι ηγέτες της εργατικής συνομοσπονδίας κατέβηκαν σε απεργία πείνας, ο Πας διέταξε την αστυνομία και το στρατό να συλλάβουν τους διακόσιους σημαντικότερους συνδικαλιστές της χώρας, να τους φορτώσουν σε αεροπλάνα και να τους μεταφέρουν σε φυλακές στην απομακρυσμένη περιοχή του Αμαζονίου. Συμφωνά με το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters, στους κρατουμένους συμπεριλαμβάνονταν «οι ηγέτες της Εργατικής Συνομοσπονδίας της Βολιβίας και άλλοι υψηλόβαθμοι συνδικαλιστές», που οδηγήθηκαν «σε απομονωμένα χωριά στην λεκάνη του Αμαζονίου στην βόρεια Βολιβία, όπου τους απαγορεύτηκε να μετακινούνται». Επρόκειτο για μια μαζική απαγωγή, που την συμπλήρωνε ένα αίτημα για καταβολή λύτρων: Οι κρατούμενοι θα απελευθερώνονταν μόνο αν τα συνδικάτα σταματούσαν τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, κάτι που τελικά συμφώνησαν να κάνουν. Ο Φιλέμον Εσκομπάρ ήταν μεταλλωρύχος και ακτιβιστής συνδικαλιστής εκείνα τα χρόνια. Σε μια πρόσφατη τηλεφωνική μας συνέντευξη μου είπε ότι «άρπαξαν τους συνδικαλιστές ηγέτες από τους δρόμους και τους πήγαν στην ζούγκλα για να τους φάνε ζωντανούς τα έντομα. Όταν τους απελευθέρωσαν, είχε ήδη αρχίσει η εφαρμογή του νέου οικονομικού σχεδίου». Συμφωνά με τον Εσκομπάρ, «η κυβέρνηση δεν τους πήγε στην ζούγκλα για να τους βασανίσει ή να τους σκοτώσει, αλλά για να μπορέσει να υλοποιήσει το οικονομικό της σχέδιο».
Αυτή η ασυνήθιστη κατάσταση πολιορκίας συνεχίσθηκε για τρεις μήνες, και, καθώς όλα τα μέτρα του σχεδίου έπρεπε να τεθούν σε εφαρμογή μέσα σε εκατό ημέρες, αυτό σήμαινε ότι η χώρα ήταν δέσμια κατά την διάρκεια της καθοριστικής περιόδου υλοποιήσεως της θεραπείας-σοκ. Το επόμενο έτος, όταν η κυβέρνηση του Πας προχώρησε σε μαζικές απολύσεις στα ορυχεία κασσίτερου, τα συνδικάτα ξαναβγήκαν στους δρόμους και εκτυλίχθηκαν τα ίδια δραματικά γεγονότα: Η χώρα κηρύχθηκε και πάλι σε κατάσταση πολιορκίας και δυο αεροπλάνα της πολεμικής αεροπορίας της Βολιβίας μετέφεραν εκατό κορυφαίους συνδικαλιστές σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως στην τροπική περιοχή της Βολιβίας. Αυτή την φορά ανάμεσα στους απαχθέντες ηγέτες συμπεριλαμβάνονταν δυο πρώην υπουργοί Εργασίας και ένας πρώην γερουσιαστής – μια κατάσταση που θύμιζε την φυλακή για «εξέχοντα πρόσωπα» του Πινοτσέτ στην οποία είχε οδηγηθεί ο Ορλάντο Λετελιέ. Οι ηγέτες κρατήθηκαν στα στρατόπεδα για δυόμισι εβδομάδες, μέχρι να δεχθούν, για άλλη μια φορά, τα συνδικάτα να σταματήσουν τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και τις απεργίες πείνας.Επρόκειτο για ένα είδος «ήπιας» χούντας. Για να μπορέσει το καθεστώς να επιβάλει την οικονομική θεραπεία-σοκ, έπρεπε να εξαφανισθούν μερικοί άνθρωποι, έστω και προσωρινά. Αν και ασφαλώς λιγότερο βάναυσες, αυτές οι εξαφανίσεις εξυπηρέτησαν τον ίδιο σκοπό που είχαν εξυπηρετήσει και στην δεκαετία του 1970. Η απομόνωση των ηγετών του συνδικαλιστικού κινήματος της Βολιβίας ώστε να μη μπορέσουν να αντιδράσουν στις μεταρρυθμίσεις άνοιξε τον δρόμο για την οικονομική εξόντωση ολόκληρων κατηγοριών εργαζομένων: Πολύ σύντομα θα έχαναν τις δουλειές τους και θα στοιβάζονταν στις παραγκουπόλεις στα περίχωρα της Λα Πας.
Ο Σακς είχε πάει στην Βολιβία επικαλούμενος την προειδοποίηση του Κέινς ότι η οικονομική κατάρρευση γεννά τον φασισμό, όμως τα μέτρα που συνταγογράφησε ήταν τόσο οδυνηρά, ώστε για να εφαρμοσθούν απαιτούνταν οιονεί φασιστικές μέθοδοι.
Οι κατασταλτικές ενέργειες της κυβερνήσεως Πας καλύφθηκαν από τον διεθνή Τύπο της εποχής, αλλά μόνο για μία ή δύο ημέρες και σε ρεπορτάζ που αναφέρονταν γενικά και αόριστα σε ταραχές στην Λατινική Αμερική, χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες. Ωστόσο, όταν ήλθε η ώρα της αφηγήσεως του θριάμβου των «μεταρρυθμίσεων της ελεύθερης αγοράς» στην Βολιβία, τα γεγονότα αυτά αποσιωπήθηκαν (όπως ακριβώς αποσιωπείται συχνά η συμβιωτική σχέση της βίας του Πινοτσέτ με το «οικονομικό θαύμα» της Χιλής). Ασφαλώς, δεν ήταν ο ίδιος ο Τζέφρι Σακς που κήρυξε την κατάσταση πολιορκίας ή έστειλε τις αστυνομικές δυνάμεις καταστολής εναντίον των διαδηλωτών, ωστόσο στο βιβλίο του The End of Poverty αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην καταπολέμηση του πληθωρισμού στην Βολιβία, όπου, παρότι δεν κρύβει την ικανοποίηση του για το μερίδιο που του αναλογεί σε αυτή την επιτυχία, δεν αναφέρεται στην καταστολή που απαιτήθηκε για να εφαρμοσθεί το σχέδιο. Η μοναδική σχετική μνεία που κάνει είναι μια αόριστη αναφορά σε «στιγμές εντάσεως τους πρώτους μήνες του σταθεροποιητικού προγράμματος».
Σε άλλες αφηγήσεις ακόμα και αυτή η αόριστη παραδοχή παραλείπεται. Μάλιστα, ο Γκόνι έφτασε στο σημείο να ισχυρίζεται ότι «η σταθεροποίηση επιτεύχθηκε σε μια δημοκρατία χωρίς να παραβιασθούν οι ανθρώπινες ελευθερίες, επιτρέποντας στον λαό να εκφρασθεί». Σε μια λιγότερο εξιδανικευμένη αποτίμηση προέβη ένας πρώην υπουργός της κυβερνήσεως Πας, ο οποίος ανέφερε ότι «συμπεριφέρθηκαν σαν αυταρχικά γουρούνια».
Αυτή η παραφωνία είναι ίσως η πιο ανθεκτική στον χρόνο κληρονομιά που μας έχει αφήσει το πείραμα της θεραπείας-σοκ στην Βολιβία. Η περίπτωση της Βολιβίας απέδειξε ότι μια θεραπεία-σοκ χρειάζεται πάντα να συνοδεύεται από σοκαριστικές επιθέσεις εναντίον ενοχλητικών κοινωνικών ομάδων και δημοκρατικών θεσμών. Απέδειξε επίσης ότι η κορπορατική σταυροφορία μπορεί να προωθείται με ωμά αυταρχικά μέσα και, παρ’ όλα αυτά, να εξυμνείται ως δημοκρατική επειδή έχουν προηγηθεί εκλογές, ανεξαρτήτως του πόσο παραβιάζονται στην συνέχεια οι πολιτικές ελευθερίες ή αγνοείται η εκφρασμένη δημοκρατικά βούληση του λάου (ένα μάθημα που μέσα στα επόμενα χρόνια θα αποδεικνυόταν ιδιαίτερα χρήσιμο για τον Μπορίς Γέλτσιν της Ρωσσίας και για άλλους ηγέτες). Υπό αυτό το πρίσμα, η περίπτωση της Βολιβίας απετέλεσε το πρότυπο για ένα νέο, περισσότερο εξωραϊσμένο είδος αυταρχισμού, για ένα πολιτικό πραξικόπημα που το πραγματοποιούν πολιτικοί και οικονομολόγοι με κοστούμια και όχι αξιωματικοί με στρατιωτικές στολές – κι όλα αυτά στην φαντακτερή συσκευασία ενός δημοκρατικού καθεστώτος.
Σημειώσεις
[1] H καταπολέμηση του υπερπληθωρισμού δεν έσωσε την Γερμανία από την ύφεση και, στην συνέχεια, από τον φασισμό, μια αντίφαση στην οποία ο Σακς δεν αναφέρθηκε ποτέ στις τόσες φορές που χρησιμοποίησε αυτή την σύγκριση. (Σ.τ.Σ.)
[2] Για δύο δεκαετίες οι Βολιβιανοί δε γνώριζαν πώς είχε εκπονηθεί το πρόγραμμα της θεραπείας-σοκ. Τον Αύγουστο του 2005, είκοσι χρόνια μετά την σύνταξη του προσχεδίου του διατάγματος, η Βολιβιανή δημοσιογράφος Σούζαν Βελάσκο Πορτίγιο πήρε συνεντεύξεις από μέλη της ομάδας έκτακτης ανάγκης για την οικονομία και αρκετοί από αυτούς απεκάλυψαν πληροφορίες για το μυστικό εγχείρημα. Η αφήγηση των γεγονότων βασίζεται κυρίως σε αυτές τις αναμνήσεις. (Σ.τ.Σ.)
Ἀποποίηση εὐθύνης
Οἱ συντάκτες τῶν ἄρθρων ἀποδέχονται ὅτι φέρουν τὴν ἀποκλειστικὴ εὐθύνη γιὰ τὴ νομιμότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀρθότητά του περιεχομένου τῶν ἄρθρων τους, ἀπαλλάσσοντας τὸ filonoi.gr ἀπὸ ὁποιανδήποτε σχετικὴ εὐθύνη.