Τὸ μεσημεράκι μπήκα στὸ μανάβικο νὰ πάρω λίγες μπανάνες. Τὶς κρατοῦσα στὸ χέρι γιὰ νὰ μοῦ τὶς ζυγίσουν ὅταν μπῆκε ἔνας ξερακιανὸς ἀπροσδιορίστου ἡλικίας Ῥομὰ ἀπὸ τὴν Βουλγαρία, μαζὺ μὲ τὸν υἱό του, γύρω στὰ δώδεκα. Κάτω ἀπὸ τὴνμασχάλη του κρατοῦσε ἕνα καρβέλι ψωμί.
Ξέρετε ἐδῶ ἔχουμε πολλοὺς ἀπὸ δαύτους. Ἄλλους, ἀληθινοὺς ἢ μαϊμοὺ ἀναπήρους, τοὺς ἐκμεταλλεύονται κυκλώματα ἐπαιτείας. Τοὺς μοιράζουν τὸ πρωὶ σὲ ὅλα τὰ πολυσύχναστα περάσματα τοῦ κέντρου καὶ τοὺς ἀφήνουν ἐκεῖ νηστικούς, διψασμένους ἔως τὸ βράδυ, ὁπότε τοὺς στοιβάζουν στὰ βρώμικα ξενοδοχεῖα γύρω ἀπὸ τὴν Ἀντιγονιδῶν καὶ τὸν Βαρδάρη. Συνέχεια