Ἡ Ἑλλὰς μετὰ ἀπὸ τὴν συνθήκη τοῦ Λονδίνου

Αφίσα εποχής

«…Το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας πήρε σάρκα και οστά το 1878, με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, μετά την λήξη του ρωσσοτουρκικού Πολέμου. Με βάση την Συνθήκη αυτή, η Βουλγαρία πήρε όλη την Μακεδονία, πλην της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής, και τμήμα της Ανατολικής Θράκης. Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε στην Ρωσσία το κίνημα του Πανσλαυισμού, σύμφωνα με το οποίο η Ρωσσία έπρεπε να είναι η προστάτιδα χώρα όλων των σλαυοφώνων πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…» Συνέχεια

Χαζαρία. Ἡ πρώτη ἑβραϊκὴ αὐτοκρατορία.

Τὶ δὲν μοῦ (μᾶς) ἔμαθαν – ΧΑΖΑΡΙΑ ἡ πρώτη ἑβραϊκὴ αὐτοκρατορία

Ἔχουν δαπανηθεῖ ἀρκετὰ ἔτη τῆς ζωῆς μου εἰς τὴν προσπάθειαν ἀπαντήσεως ὁρισμένων ἁπλῶν, ἐν πρώτοις, ἐρωτημάτων, ὡς:

  1. Ποία τὰ αἴτια τοῦ Αʹ παγκοσμίου πολέμου; (τὰς ἀφορμὰς τοῦ πολέμου, άφελῶς, ἀποδεχόμεθα κατὰ τὰς κατευθύνσεις τῆς συμβατικῆς ἱστορίας).
  2. Ποία τὰ ἀποτελέσματα τοῦ Αʹ παγκοσμίου πολέμου;
  3. Ποῖος ἤ ποῖοι ὠφελήθησαν ἐκ τοῦ πολέμου τούτου;
  4. Ποῖαι συνθῆκαι ὑπεγράφησαν ἐπὶ σκηνῆς καὶ ποῖαι ἐν τῷ παρασκηνίῳ;
  5. Ποῖαι συνθῆκαι ἐφηρμώσθησαν καὶ ποῖαι ὄχι καὶ διατί; Συνέχεια

Ἡ ἀποτυχημένη ἐκστρατεία τῆς Κριμαίας.

«…Οι ελληνικές μονάδες υπεχώρησαν με υποδειγματική τάξη και παρετάχθησαν στην δυτική όχθη του ποταμού Δνείστερου, για να υπερασπίσουν την περιοχή της Βεσσαραβίας (σημερινή Μολδαβία) από τις επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού. Στην περιοχή της Κριμαίας παρέμεινε έως τις 14 Απριλίου 1919 το 2ο Σύνταγμα Πεζικού, όπου αντιμετώπισε αλλεπάλληλες επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού και κατέστειλε την εξέγερση των εργατών της Σεβαστουπόλεως, ενισχυμένους με Γάλλους ναύτες, οι οποίοι είχαν στασιάσει. Τον Ιούνιο του 1919 το Α’ Σώμα Στρατού προωθήθηκε στην Σμύρνη, όπου ο ελληνικός στρατός επιχειρούσε από τον Μάιο. Οι συνολικές απώλειες του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην μεσημβρινή Ρωσσία ανήλθαν σε 398 νεκρούς και 657 τραυματίες. Συνέχεια

Περὶ τῶν παρὰ τοῖς Ἕλλησι Γραμμάτων ἐκ Κάδμου καὶ Φοινίκων

Ἡ λέξις «φοίνιξ», καὶ ἡ παρ᾿ Ἠροδότῳ χρῆσις αὐτῆς, ἔδωσαν τὴν χρυσὴν εὐκαιρίαν εἰς τοὺς πάσης φύσεως ὀπαδοὺς τῆς φιλοσοφίας «ἀρκεῖ νὰ μὴν εἶναι ἑλληνικὸν» τῆς συμβατικῆς γλωσσολογίας, νὰ δαιμονοποιήσουν τὴν προέλευσιν τῆς γραφικῆς ἀναπαραστάσεως τῶν φωνημάτων τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, γνωστῆς ὡς «ἀλφαβήτου» καὶ νὰ θεωρήσουν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα ὡς μὴ προϊὸν τῆς ἑλληνικῆς διανοίας ἀλλὰ ὡς προϊὸν εἰσαχθὲν ὑπὸ τῶν Φοινίκων.
Ἰδοῦ ἡ ἐπίμαχος παράγραφος τοῦ Ἠροδότου (485-421/415 π.Χ.) ὡς αὕτη ἀναφέρεται εἰς τὸ βιβλίον «Ἡροδότου Μοῦσαι Ἱστοριῶν πέμπτη ἐπιγραφομένη Τερψιχόρη»

58. οἱ δὲ Φοίνικες οὗτοι οἱ σὺν Κάδμῳ ἀπικόμενοι, τῶν ἦσαν οἱ Γεφυραῖοι, ἄλλα τε πολλὰ οἰκήσαντες ταύτην τὴν χώρην ἐσήγαγον διδασκάλια ἐς τοὺς Ἕλληνας καὶ δὴ καὶ γράμματα, οὐκ ἐόντα πρὶν Ἕλλησι ὡς ἐμοὶ δοκέειν, πρῶτα μὲν τοῖσι καὶ ἅπαντες χρέωνται Φοίνικες· μετὰ δὲ χρόνου προβαίνοντος ἅμα τῇ φωνῇ μετέβαλλον καὶ τὸν ῥυθμὸν τῶν γραμμάτων. [2] περιοίκεον δὲ σφέας τὰ πολλὰ τῶν χώρων τοῦτον τὸν χρόνον Ἑλλήνων Ἴωνες, οἳ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ τῶν Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντες σφέων ὀλίγα ἐχρέωντο, χρεώμενοι δὲ ἐφάτισαν, ὥσπερ καὶ τὸ δίκαιον ἔφερε, ἐσαγαγόντων Φοινίκων ἐς τὴν Ἑλλάδα, Φοινικήια κεκλῆσθαι. [3] καὶ τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες, ὅτι κοτὲ ἐν σπάνι βύβλων ἐχρέωντο διφθέρῃσι αἰγέῃσί τε καὶ οἰέῃσι· ἔτι δὲ καὶ τὸ κατ᾽ ἐμὲ πολλοὶ τῶν βαρβάρων ἐς τοιαύτας διφθέρας γράφουσι.

Συνέχεια

Θρᾷξ Πελταστής!

Πελταστής.

     Στρατιώτης, φέρων τὴν πέλτην, ὡς ἀμυντικὸν ὅπλον.

     Οἱ πελταστὲς τῆς Θράκης καὶ τοῦ ὑπολοίπου ἑλληνικοῦ χώρου, ἦσαν ἐλαφρῶς ἐξοπλισμένοι ἀλλὰ πολὺ εὐκίνητοι στρατιῶτες, συνήθως μισθοφόροι. Κρατοῦσαν τὴν πέλτην, ἐλαφριὰ θρακικὴ ἀσπίδα ἡ ὁποία εἶχε μία ἐσοχὴ σὰν μισοφέγγαρο, καὶ τρία ἀκόντια, τὸ ἕνα στὸ ἕνα χέρι καὶ τὰ ἄλλα δύο στὸ ἄλλο χέρι μαζὶ μὲ τὴν ἀσπίδα. Ἡ ἐπιτυχία τους στὶς μάχες ὀφειλόταν στὴν μεγάλη τους εὐκινησία σὲ σχέση μὲ τὴν βαρειὰ ὁπλιτικὴ φάλαγγα. Συνέχεια

Καλὸν εἶναι νὰ γνωρίζωμεν τὴν χριστιανικὴν πραγματικότητα

Ἡ 25η Δεκεμβρίου ἐκαθιερώθη ὡς ἡμέρα ἑορτασμοῦ γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ Πάπα Ἰουλίου Α’. Ἡ ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία ἀρχικῶς ἑόρταζεν τὰ Χριστούγεννα τὴν 6η Ἰανουαρίου, ἡ δὲ 25η Δεκεμβρίου ἐπεβλήθη ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (τοῦ ἀνθέλληνος κατὰ τὸν γράφοντα). «Ἰησοῦς ἐγεννήθη ἐντὸς σπηλαίου ὑπὸ μητρὸς παρθένου ὡς ἀκριβῶς καὶ ὁ πρὸ χριστοῦ θεὸς Μίθρας τῶν λαῶν τῆς ἀνατολῆς καὶ δὴ τῆς Περσίας.

Συμφώνως πρὸς τὰ χριστιανικὰ κείμενα ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη «ποιμένων ἀγραυλούντων», ἤτοι ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ ποιμένες ἦτο δυνατὸν νὰ «ἀγραυλοῦν» ἤτοι ἐποχὴν ἀνοίξεως. Ἐπίσης μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ἡ γέννησις συνέπεσεν μὲ τὴν ἀπογραφὴν, ἡ ὁποία ἐλάμβανε χώραν ἐποχὴν καθ᾿ ἥν ἡ μετακίνησις τῶν κατοίκων ἦτο εὐχερὴς, ἤτοι μὴ χειμῶνα καὶ οὐχὶ εἰς τὴν καρδίαν τοῦ χειμῶνος. Τέλος, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συσχετίζει τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ μετὰ τῆς ἑορτῆς τῆς «σκηνοπαγίας» ἡ ὁποία ἐλάμβανε χώραν κατὰ τὸν μῆνα Ὀκτώβριον. Συνέχεια